Το κλίμα της περιόδου 2000-2003, όταν οι μικροεπενδυτές γύρισαν την πλάτη τους στο ΧΑ μετά την ενασχόλησή τους το 1999- χρονιά ορόσημο καθώς κατά τη διάρκειά της σημειώθηκε το υψηλό όλων των εποχών σε επίπεδο γενικού δείκτη-, θυμίζει η πορεία απαξίωσης των τελευταίων μηνών που ακολουθεί η συντριπτική πλειονότητα των μετοχών στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Μπορεί η διεθνής συγκυρία να είναι ιδιαίτερα αρνητική και να επηρεάζει άμεσα και την πραγματική οικονομία στην Ελλάδα, ωστόσο οι απώλειες που καταγράφουν οι τίτλοι των εισηγμένων στο ΧΑ εταιρειών δεν δικαιολογούνται σε καμία περίπτωση από τα θεμελιώδη μεγέθη τους. Η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου έχει πλέον υποχωρήσει στο 68,7 δισ. ευρώ ή 28% του ΑΕΠ, καταγράφοντας πτώση άνω του 60% σε σχέση με τη μέση χρηματιστηριακή αξία της περυσινής χρονιάς που ήταν 177 δισ. ευρώ, ενώ δεν φαίνονται στον ορίζοντα σημάδια αντίδρασης. Από την αρχή του χρόνου ο γενικός δείκτης σημειώνει απώλειες της τάξεως του 66%, έχοντας διαμορφωθεί κάτω από τις 1.700 μονάδες, επίπεδο στο οποίο βρισκόταν τελευταία φορά τον Ιούνιο του 2003, λίγους μήνες δηλαδή μετά την καταγραφή του χαμηλού των 1.467 μονάδων.

Το μεγαλύτερο πλήγμα το έχουν δεχθεί οι τράπεζες, οι κεφαλαιοποιήσεις των οποίων πλέον χαρακτηρίζονται ακόμη και «αστείες» στη χρηματιστηριακή πιάτσα. Δεν είναι τυχαίο ότι η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας έχει πέσει στην τρίτη θέση της σχετικής κατάταξης, έπειτα από πολλά χρόνια πρωτιάς, με τη συνολική της αξία στο ταμπλό στα 5,8 δισ. ευρώ, λίγο υψηλότερα δηλαδή από την αύξηση των 5,19 δισ. ευρώ που είχε πραγματοποιήσει η Μarfin Ιnvestment Group το καλοκαίρι του 2007. Ο δείκτης των τραπεζών σημειώνει από το τέλος της περυσινής χρονιάς πτώση που προσεγγίζει το 80%, ενώ αρκετές μετοχές βρίσκονται πολύ κοντά στα ιστορικά χαμηλά τους. «Οταν μετοχές όπως η Εθνική,η Εurobank, η Πειραιώς και η Αlpha Βankπαρουσιάζουν αυτή τη συμπεριφορά, τότε μιλούμε για την πλήρη αποστροφή των επενδυτών προς τον θεσμό του Χρηματιστηρίου» τόνισε χαρακτηριστικά broker με εμπειρία πολλών ετών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η μετοχή της Εurobank απέχει, με βάση το κλείσιμο της περασμένης Πέμπτης, μόλις 1,15% από το χαμηλό της μετά το 2000, η Αγροτική 5,67%, η Αlpha Βank 11,07%, ενώ ανάλογα ποσοστά παρουσιάζονται και σε μετοχές άλλων κλάδων που περιλαμβάνονται στον δείκτη της υψηλής κεφαλαιοποίησης. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα της Ιntralot που βρίσκεται μόλις 13,4% από το χαμηλό της, της Τιτάν (15,43%), της Ελληνικά Πετρέλαια (21,40) και της Μotor Οil (24,03%). Σύμφωνα με χρηματιστηριακά γραφεία, οι σημερινές αποτιμήσεις θα ήταν λογικές αν τα επίπεδα κερδοφορίας των εταιρειών που «ματώνουν» στο ταμπλό βρίσκονταν σήμερα σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με την περίοδο που είχαν σημειωθεί τα χαμηλά τους. «Τώρα όμως βλέπουμε καθημερινώς αθρόες ρευστοποιήσεις που οδηγούν τελικώς σε πολύ χαμηλές και άκρως ελκυστικές σε ορισμένες περιπτώσεις αποτιμήσεις» σημείωσαν οι ίδιοι κύκλοι. Η εικόνα που περιγράφεται παραπάνω είναι ίδια και στις μετοχές της μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης, με αποτέλεσμα τα penny stocks να έχουν πολλαπλασιαστεί επικίνδυνα. Από τις 140 μετοχές που συμμετέχουν στους δείκτες FΤSΕ 20, FΤSΕ 40 και FΤSΕ 80, οι 49 έχουν τιμή κάτω από το 1 ευρώ, οι 45 μεταξύ 1 και 3 ευρώ, ενώ σε μόνον 10 μετοχές η τιμή έχει διψήφιο νούμερο, δηλαδή βρίσκεται πάνω από τα 10 ευρώ.