To χωριό Βαμβακού στην περιοχή της Λακωνίας σίγουρα το γνωρίζουν ελάχιστοι, και ακόμη λιγότεροι γνωρίζουν ότι από εκεί έλκει την καταγωγή της η οικογένεια Ζοχώνη στην οποία σήμερα ανήκει ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαϊκούς πολυεθνικούς ομίλους καταναλωτικών προϊόντων με έδρα το Μάντσεστερ της Βρετανίας. Πρόκειται για τον όμιλο ΡΖ (Ρaterson- Ζohonis), ο οποίος σε πείσμα ίσως των καιρών διατηρεί ακόμη και σήμερα τα οικογενειακά του χαρακτηριστικά. Αν και εισηγμένος στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, το 65% των μετοχών του ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια Ζοχώνη, της οποίας η τέταρτη γενιά βρίσκεται σήμερα επικεφαλής του ομίλου- είναι ο κ. Α.Τζ.Γκριν, ανιψιός του σερ Τζον Ζοχόνις, εγγονού του ιδρυτή Γιώργου Ζοχώνη – ο οποίος αποχώρησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο σερ Τζον Ζοχόνις από τη δεκαετία του 1960 όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του ομίλου- την οποία κράτησε επί 30 χρόνια- επανασυνδέθηκε με την ιδιαίτερη πατρίδα της οικογένειάς του. Και, απ΄ ό,τι λέγεται, επί χρόνια η ΡΖ ήταν ίσως η μοναδική ξένη εταιρεία με τα περισσότερα στελέχη ελληνικής καταγωγής τα οποία είχαν ένα κοινό σημείο: σχεδόν όλοι κατάγονταν από την περιοχή της Σπάρτης!
Επιχειρηματικά, η οικογένεια πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική αγορά το 1977 όταν εξαγόρασε την ελαιουργική εταιρεία Μινέρβα ΑΕ, την παλαιότερη ελαιουργική εταιρεία, με την οποία για περίπου 30 χρόνια διατήρησε εξαιρετικά χαμηλούς τόνους στην επιχειρηματική σκηνή του κλάδου των τροφίμων, επενδύοντας ωστόσο αρκετές δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ στην τυποποίηση ελαιολάδου και στην παραγωγή ελαιουργικών προϊόντων.
Η έκπληξη ήλθε την περασμένη εβδομάδα, όταν αιφνιδίως ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας κ. Γ.Κωστιάνης ανακοίνωσε την αλλαγή της στρατηγικής της ελληνικής εταιρείας για επόμενα χρόνια – μάλιστα εν μέσω οικονομικών αναταράξεων και πιθανούς ύφεσης. Ενα πρώτο βήμα είναι η απόφαση του ομίλου να επενδύσει στην αγορά των τυροκομικών προϊόντων. Λίγες ημέρες αργότερα έγινε γνωστό ότι αγόρασε την παραγωγική τυροκομική υποδομή της ΦΑΓΕ ΑΕ, που προσφάτως αποχώρησε από την αγορά της αιγοπρόβειας τυροκομίας, και ότι σκοπεύει να επενδύσει περί τα 10 εκατ. ευρώ στα επόμενα τρία χρόνια. Παράλληλα, ο κ. Κωστιάνης δήλωσε ότι η εταιρεία του θα είναι παρούσα αν τελικώς ο πολυεθνικός όμιλος Unilever αποφασίσει οριστικά να αποχωρήσει από την αγορά του τυποποιημένου ελαιολάδου (Ελαΐς). Αυτή την περίοδο ο μητρικός όμιλος ΡΖ επεκτείνει τη δραστηριότητά του από την αγορά των προϊόντων ατομικής φροντίδας- κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο της βρετανικής αγοράς- στην αγορά των τροφίμων, επενδύοντας παραγωγικά στην Ασία και στην Αφρική. Ισως αυτή είναι η αφετηρία της νέας επιθετικής στρατηγικής της Μινέρβας στην ελληνική αγορά.
Πάντως στην περίπτωση της Μινέρβας συναντώνται δύο καταπληκτικές ιστορίες ελλήνων επιχειρηματιών μιας άλλης εποχής, του Γιώργου Ζοχώνη και των οικογενειών Γιαννακού και Καρακώστα. Και οι δύο ξεκίνησαν περίπου την ίδια περίοδο, στα τέλη του 19ου αιώνα, η μία στην περιοχή της Δυτικής Αφρικής και η δεύτερη στην οδό Σωκράτους στο κέντρο της Αθήνας. Συναντιούνται το 1977 όταν η οικογένεια Ζοχώνη, δηλαδή η ΡΖ, αποφασίζει για πρώτη φορά να επενδύσει στην Ελλάδα και η οικογένεια Σαχπάλογλου, στην οποία ανήκει από τη δεκαετία του 1950 η εταιρεία, βλέποντας τις αντιξοότητες της αγοράς αποφασίζει να την πουλήσει.
Το 1870 στη Σιέρα Λεόνε
Η ιστορία της ΡΖ αρχίζει από το 1870 και μάλιστα στη Δυτική Αφρική, στη Σιέρα Λεόνε, τον «τάφο του λευκού ανθρώπου» όπως λεγόταν. Η περιοχή μαστιζόταν από ασθένειες και για να καταφέρει κανείς όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να γίνει… επιχειρηματίας σε εκείνον τον τόπο εκείνη την εποχή δεν ήταν αναγκαίο μόνο το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και η δαιμόνια σκέψη- ιδίως αυτή. Ο Γιώργος Ζοχώνης από το χωριό Βαμβακού της Λακωνίας βρέθηκε εκεί, αναζητώντας την τύχη του. Στον δρόμο του συνάντησε τον Σκωτσέζο Τζορτζ Πάτερσον. Συναντήθηκαν σε ένα παντοπωλείο της Φρι Τάουν, πρωτεύουσα της Σιέρα Λεόνε, ως υπάλληλοι και οι δύο. Γίνονται καλοί φίλοι. Τόσο στενοί φίλοι που το 1932 ο Πάτερσον, μη έχοντας κληρονόμους, παραχώρησε το μερίδιό του στην οικογένεια Ζοχώνη.
Εξυπνοι και οι δύο νεαροί, εγκαταλείπουν το παντοπωλείο όπου εργάζονταν στη Φρι Τάουν και ανοίγουν το 1879 ένα δικό τους στην ίδια πόλη. Η επωνυμία του είναι Ρaterson/Ζochonis και γίνονται γνωστοί στην περιοχή ως «the two George». Η εταιρεία αναπτύσσεται γρήγορα και λίγα χρόνια αργότερα βρίσκεται με 19 καταστήματα. Το 1884 ανοίγει γραφείο στο Λίβερπουλ με στόχο να εξυπηρετεί τις εξαγωγές προϊόντων της Δυτικής Αφρικής (καφέ, δέρματα, ξυλεία, φιστίκια και προϊόντα φοίνικα) προς την Ευρώπη και τις εισαγωγές υφασμάτων και ειδών διατροφής από την Ευρώπη στη Σιέρα Λεόνε. Το 1886 τα γραφεία του Λίβερπουλ μεταφέρονται στο Μάντσεστερ, όπου είναι και σήμερα η έδρα του πολυεθνικού ομίλου.
Ο Γιώργος Ζοχώνης πεθαίνει το 1929 και τον διαδέχεται ο ανιψιός του Κωνσταντίνος ο οποίος, διατηρώντας τη φιλοσοφία του θείου του καταφέρνει να συνεχίσει την επιτυχημένη πορεία της εταιρείας ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης και του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τζορτζ Πάτερσον μένει στη διοίκηση της εταιρείας ως το 1932, παραχωρώντας τις μετοχές του στην οικογένεια Ζοχώνη, μια και ο ίδιος δεν έχει οικογένεια ή κληρονόμους να τον διαδεχθούν. Μετά τον πόλεμο η ανάπτυξη της εταιρείας είναι ραγδαία. Το 1948 κτίζει το πρώτο της εργοστάσιο σαπωνοποιίας στη Νιγηρίαπεριοχή στην οποία δραστηριοποιείται από το 1899-, που γίνεται πλέον μια από τις ουσιαστικές δραστηριότητες της ΡΖ και αποτελεί θεμέλιο της βιομηχανικής της ανάπτυξης.
Το 1953 η εταιρεία μπαίνει στο χρηματιστήριο του Λονδίνου με την πλειοψηφία των μετοχών της να παραμένει στην οικογένεια Ζοχώνη. Το 1970 εξαγοράζει στην Αγγλία τη φαρμακευτική Roberts Laboratories Ltd of Βolton, ενώ έναν χρόνο ενωρίτερα δημιουργεί το πρώτο της εργοστάσιο στην Γκάνα. Τo 1975 με την εξαγορά τής Cussons Group Ltd η εταιρεία αποκτά νέες σειρές προϊόντων σαπουνιού και προσωπικής φροντίδας, όπως τα Ιmperial Leather, τις οποίες πολύ γρήγορα καταφέρνει να τις κάνει πρωτοπόρους στην κατηγορία τους. Το 1976 αρχίζει την παραγωγική της δραστηριότητα στην Αυστραλία και τον επόμενο χρόνο εξαγοράζει από την οικογένεια Σαχπάλογλου τη Μινέρβα ΑΕ.
Μετά τη ραγδαία ανάπτυξή της στην Αφρική, η εταιρεία επεκτείνεται σε όλες τις ηπείρους, φθάνοντας πια σήμερα να είναι μια μεγάλη πολυεθνική δύναμη με έδρα τη Βρετανία και με προϊόντα-ηγέτες στις κατηγορίες σαπουνιών, απορρυπαντικών και ειδών προσωπικής φροντίδας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ομόνοια
Oι άνθρωποι που δημιούργησαν τη Μινέρβα συναντήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ομόνοια στην οδό Σωκράτους, στο κέντρο της Αθήνας. Μια περιοχή όπου την εποχή εκείνη ανθεί το εμπόριο των τροφίμων, του λαδιού και των εδωδίμων και αποικιακών- σημάδια αυτής της ιστορίας μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ακόμη σήμερα. Οι οικογένειες Γιαννακού και Καρακώστα ιδρύουν το 1877 την εταιρεία εισαγωγών- εξαγωγών εδωδίμων και αποικιακών ειδών. Το 1904, όμως, αφιερώνονται αποκλειστικά στο εμπόριο και τρεις δεκαετίες αργότερα στην τυποποίηση του ελαιολάδου, δημιουργώντας τα εμπορικά σήματα Μινέρβα και Ρεγγίνα.
Οι δραστηριότητές τους αναπτύσσονται σημαντικά, με κύριες αγορές την Αθήνα και τον Πειραιά. Το 1930 τυποποιούν πρώτοι το ελαιόλαδο σε γυάλινο μπουκάλι και διαφημίζουν «Το καλύτερο ελαιόλαδο εις φιάλας και σε δοχεία εσφραγισμένα». Το μπουκάλι γίνεται ευρέως αποδεκτό και οι μπακάληδες της εποχής το τοποθετούν στην καλύτερη θέση του πάγκου τους. Ορισμένοι μάλιστα το θεωρούν ακόμη και στοιχείο διακόσμησης των καταστημάτων τους. Οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί προτείνουν το τυποποιημένο ελαιόλαδο Μινέρβα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του στομάχου, αφού η γυάλινη συσκευασία του διατηρεί το προϊόν σε άριστη κατάσταση και δεν επιτρέπει τη νόθευσή του.
Το 1937 οι δύο συνέταιροι χωρίζουν και ο Ευάγγελος Γιαννακός κρατάει τη Μινέρβα. Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου περνούν γρήγορα, σημαδεύοντας και την πορεία της εταιρείας η οποία το 1949 ξεκινάει μια επίπονη προσπάθεια για την ανασυγκρότησή της. Μετά τον Γιαννακό την εταιρεία διευθύνει ο γαμπρός του, Αγγελος Σαχπάλογλου. Η δραστηριότητά της περνάει από την εμπορία ελαιολάδου στη βιομηχανία επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιολάδου, αλλά και άλλων σπορελαίων. Η επιχείρηση ξεκινάει της εξαγωγές ελαιολάδου και το 1957 βρίσκει την εταιρεία με πωλήσεις στις χώρες της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, αλλά και στην Αυστραλία.
Οι ανάγκες μεγαλώνουν και το κατάστημα της οδού Σωκράτους δεν επαρκεί. Η εταιρεία αποκτά μια σύγχρονη παραγωγική μονάδα στο Μοσχάτο και παράλληλα επεκτείνει τις εμπορικές της δραστηριότητες με αντιπροσώπους σε όλη την Ελλάδα. Η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίζεται από συνεχή ανάπτυξη.
Το 1971 η εταιρεία μετατρέπεται σε ανώνυμη και παράγει νέα σειρά προϊόντων, από σπορέλαια ως μαγειρικά λίπη και μαργαρίνες. Η δεκαετία του 1970, όμως, είναι δύσκολη για τον κλάδο των ελαίων και των λιπών. Την παραγωγικότητα της εταιρείας επηρεάζουν αρνητικά από τη μία η αστάθεια των τιμών των πρώτων υλών, και κυρίως του ελαιολάδου που παρουσιάζει συνεχείς ανοδικές τάσεις, η συνεχής ανατίμηση των υλικών συσκευασίας και οι δαπάνες των εργατικών, και από την άλλη οι κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά ελαιολάδου οι οποίες έχουν στόχο τη διατήρηση σταθερής τιμής για το βασικό αυτό καταναλωτικό προϊόν. Ετσι το 1977 η Μινέρβα αλλάζει χέρια. Νέος ιδιοκτήτης είναι ο διεθνή ελληνικών συμφερόντων όμιλος Ρaterson Ζochonis & Co. Ltd. Στη δεκαετία του 1980 οι οικονομικές συνθήκες είναι κακές το ελληνικό ελαιόλαδο παρουσιάζει αδυναμία να ανταγωνιστεί σε επίπεδο τιμών τα προϊόντα της Ισπανίας και της Ιταλίας, ενώ το κόστος χρήματος είναι εξαιρετικά υψηλό για τις επιχειρήσεις, ωστόσο η εταιρεία ενισχύει τη θέση της στην αγορά. Το 1988 μια πυρκαϊά καταστρέφει τις αποθήκες των εγκαταστάσεών της στο Μοσχάτο και το 1999 η εταιρεία μετεγκαθίσταται από το Μοσχάτο στο Σχηματάρι της Βοιωτίας. Ο πολυεθνικός όμιλος ΡΖ επενδύει 35 εκατ. ευρώ. Παράλληλα η Μινέρβα είναι σήμερα η μεγαλύτερη εξαγωγική εταιρεία τυποποιημένου ελαιολάδου στην Ελλάδα, με παρουσία σε 42 χώρες στον κόσμο. Οι σημαντικότερες χώρες δραστηριοποίησης είναι η Αυστραλία, η Κίνα, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βραζιλία, η Σ. Αραβία, η Βρετανία, καθώς και αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι εξαγωγές της αντιστοιχούν στο 8% του συνόλου των πωλήσεων και στόχος της είναι στα επόμενα χρόνια να αυξηθούν στο 15%. Και δεν αποκλείεται σύντομα να είναι η μεγαλύτερη τυποποιητική εταιρεία ελαιολάδου στην ελληνική αγορά, αν τελικώς η Unilever αποχωρήσει από τον κλάδο.