Μία βασική αποστολή της κοινωνικής ανάλυσης είναι να καθιστά κατανοητό αυτό που αρχικά δείχνει παράλογο. Μία συνήθης έκφανση των ανθρώπινων αντιδράσεων είναι να απορρίπτεται κάποιος ως «τρελός» όταν η συμπεριφορά του δεν συνάδει με τις πεπατημένες πολιτισμικές νόρμες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο λίβυος ηγέτης Μοαμάρ Καντάφι χαρακτηρίστηκε «αλλοπρόσαλλος» και «παράφρων» από δυτικούς σχολιαστές. Λίγοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τις πράξεις του, να προσφέρουν μία πιθανή «εξήγηση» για την κατά τα άλλα «ακατανόητη» συμπεριφορά του. Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό δεν είναι οι χαρακτηρισμοί που δέχθηκε ο Καντάφι, αλλά η εύκολη και παγκόσμια απόρριψη των «τρομοκρατικών» ενεργειών ως «παράλογων».

Κανείς δεν υπερασπίζεται την τρομοκρατία κι εγώ δεν θα είμαι ο πρώτος. Αντιθέτως οι άνθρωποι διαφωνούν ως προς τον ορισμό της και αποκαλούν όσα κάνουν ή συγχωρούν όχι τρομοκρατία αλλά θεμιτά πολιτικά αντίποινα. Οι Μάου Μάου χαρακτηρίστηκαν τρομοκράτες από τους Βρετανούς. Ωστόσο τα θύματα μεταξύ των Μάου Μάου ήταν 20 φορές περισσότερα σε σχέση με των Βρετανών. Η Βρετανία ποτέ δεν περιέγραψε τις πράξεις της ως τρομοκρατία αλλά ως ορθολογική υπεράσπιση της αυτοκρατορίας της. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν είναι κάτι καινούργιο. Πράγματι, δεν είναι ο αμφισβητούμενος ορισμός της τρομοκρατίας αυτό με το οποίο επιθυμώ να καταπιαστώ, αλλά η ιστορική εξέλιξη της έννοιας της σύγχρονης τρομοκρατίας.

Για να αρχίσουμε να κατανοούμε το πού βρισκόμαστε σήμερα, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στην αρχική έννοια του «θεάτρου του πολέμου», η οποία ανάγεται τουλάχιστον 500 χρόνια πίσω. Εκείνη την εποχή οι ευρωπαϊκοί στρατοί απαρτίζονταν από άνδρες που όριζαν το «πεδίο της μάχης» ως τον κατάλληλο χώρο για τη σύγκρουση. Αυτό το «πεδίο της σύγκρουσης», ο νόμιμος τόπος διεξαγωγής ενός πολέμου, καθιερώθηκε από την περιορισμένη αντίληψη ενός προσυμφωνημένου χώρου.

Τι γίνεται λοιπόν με τις περιπτώσεις που ένας στρατός υπερτερεί κατά πολύ αριθμητικά ή ποιοτικά ενός άλλου και ως εκ τούτου δεν υφίσταται πραγματικός ανταγωνισμός; Οι στρατηγοί θέλουν πραγματικά να εμπλέκονται σε μάχες όταν η δύναμή τους συνίσταται στο ένα δέκατο της δύναμης του εχθρού τους; Δύσκολα όταν πρόκειται για μια κατά μέτωπο αναμέτρηση στο πεδίο της μάχης. Γι΄ αυτόν τον λόγο η στρατηγική και η εξαπάτηση μπαίνουν στο «παιχνίδι». Η αποκοπή των διόδων ενός στρατού ή η επίθεση στις γραμμές ανεφοδιασμού του θεωρούνται θεμιτές στρατηγικές στο «θέατρο του πολέμου». Λένε ότι στην αγάπη και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται.

Την περίοδο της αποικιοκρατίας οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κλήθηκαν να πολεμήσουν με ανθρώπους που: α) προσπάθησαν να τους αντιμετωπίσουν με υποδεέστερα μέσα και β) ανέπτυξαν διαφορετικούς κανόνες παιχνιδιού. Τα υποδεέστερα μέσα σήμαιναν ότι οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να σφαγιάσουν χιλιάδες ιθαγενείς κατά βούληση. Αυτή η σφαγή δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ «τρομοκρατία». Πιο σημαντικό για την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας μου είναι ότι οι αποικιοκρατούμενοι λαοί αργότερα ανέπτυξαν τακτικές που μετέβαλαν την έννοια του πολέμου. Πλέον αντί των στρατευμένων ανδρών, των μισθοφόρων ή των εθελοντών, εχθρός ήταν οι ίδιοι οι πολίτες. Στον ανταρτοπόλεμο ο καθένας μπορεί να είναι στρατιώτης.

Ωστόσο αυτό το είδος πολέμου έχει τους δικούς του περιορισμούς και αδυναμίες, που απομακρύνουν ακόμη περισσότερο την έννοια του πολέμου από την κλασική αντίληψη του ξεκάθαρου και οριοθετημένου πεδίου της μάχης. Η εμφάνιση της τρομοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο καθίσταται εμπειρικά κατανοητή στο πλαίσιο της εξέλιξης του πολέμου από το πεδίο της μάχης στα τεχνάσματα των στρατηγών για να το αποφύγουν και στον ανταρτοπόλεμο. Οταν οι Γάλλοι ανατίναξαν μερικούς γερμανούς στρατιώτες που είχαν καταλάβει τη χώρα τους το 1942, δεν το αποκάλεσαν τρομοκρατία. Αλλά όταν οι Αλγερινοί ανατίναξαν μερικούς γάλλους κατακτητές το 1956, οι Γάλλοι το αποκάλεσαν τρομοκρατία. Και όπως είπα από την αρχή, κανείς δεν υπερασπίζεται την τρομοκρατία επειδή κανείς δεν θεωρεί ότι αυτό που διαπράττει είναι τρομοκρατία. Επομένως αν θέλουμε να κατανοήσουμε την τρομοκρατία, θα πρέπει να διεισδύσουμε στη λογική του δρώντος και να μην υποβαθμίζουμε αυτές τις ενέργειες, χαρακτηρίζοντάς τες απλοϊκές εκφάνσεις «παραφροσύνης». Ενας τελικός συλλογισμός πάνω σε αυτό το ζήτημα θα βοηθήσει, πιστεύω, να διασωθεί η έννοια της «τρομοκρατίας» (όπως τη χρησιμοποιούμε για τους άλλους και ποτέ για εμάς) από τον σκουπιδοτενεκέ του πλήρους ανορθολογισμού. Προέρχεται από την ανάλυση του Τόμας Χομπς για την κατάσταση του ανθρώπου και την κοινωνική τάξη.

Πολλά έχουν ειπωθεί για τον «Λεβιάθαν», τη θεωρία του κράτους του Χομπς. Αναφέρθηκε σε μία κατάσταση διαρκούς πολέμου πάντων εναντίον πάντων ως τη στιγμή εμφάνισης ενός τρίτου μέρους, του κράτους. Ο Χομπς σημείωσε ότι στο ζωικό βασίλειο ο ισχυρός επικρατεί του ανίσχυρου. Αντιθέτως, είπε, οι άνθρωποι είναι ίσοι επειδή ακόμη και ο πιο αδύναμος μπορεί να θέσει τέλος στη ζωή του πιο δυνατού. Εδώ ίσως υπάρχει ένας παραλληλισμός με τις διακρατικές σχέσεις. Φαινομενικά τα πιο ισχυρά κράτη επικρατούν των πιο αδύναμων. Στο «θέατρο του πολέμου» ένα αδύναμο κράτος θα απέφευγε να αναμετρηθεί με έναν ισχυρότερο αντίπαλο. Εδώ είναι που υπεισέρχεται ο παραλληλισμός της χομπσιανής θεωρίας. Εξω από το ρινγκ ο πυγμάχος ημιμεσαίων βαρών είναι ίσος με τον πυγμάχο βαρέων βαρών. Πράγματι, έξω από το θέατρο του πολέμου ο αντάρτης έχει τη δυνατότητα να εξισορροπήσει την κατάσταση. Αναλόγως ο «τρομοκράτης» μπορεί να φέρει το πιο μεγάλο, δυνατό και σκληρό κράτος σε σημείο που οι πολίτες του να φοβούνται τόσο πολύ τον θάνατο ώστε να γίνονται όμηροι στην ίδια τους την πατρίδα, φοβούμενοι να ταξιδέψουν εκτόςενδεχομένως και εντός- συνόρων.

Το άρθρο γράφτηκε από τον Τρόι Ντάστερ το 1986 ως απάντηση στην αναστάτωση που είχε προκληθεί από τον Μοαμάρ Καντάφι και την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να βομβαρδίσουν τη Λιβύη. Ο καθηγητής των Πανεπιστημίων της Νέας Υόρκης και του Μπέρκλεϊ Τρόι Ντάστερ έστειλε το συγκεκριμένο άρθρο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε μερικούς φίλους μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.