Σε δύσκολους καιρούς είναι φυσικό και λογικό να ζητούν οι εργαζόμενοι οικονομική ενίσχυση και οι άνεργοι φυσικά δουλειά για να αντεπεξέλθουν στις πολλαπλές υποχρεώσεις τους ή συχνά για να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια. Η απάντηση που παίρνουν συνήθως, σε όλα τα επίπεδα εξουσίας παγκοσμίως, συνοψίζεται στην παροιμιώδη φράση «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», δηλαδή «δεν μπορείς να πάρεις απ΄ αυτόν που δεν έχει να σου δώσει». Ας θυμηθούμε πρώτα την αποκαλυπτική ιστορία στο έργο του Λουκιανού, του μεγάλου σατιρικού της όψιμης αρχαιότητας («Νεκρικοί διάλογοι», 2. 22).
Ο αρχαίος συγγραφέας παρουσιάζει τον Μένιππο να συνομιλεί με τον Χάροντα, ο οποίος ως βαρκάρης του Αδη ζητεί τα «πορθμεία» του, δηλαδή τα ναύλα που πλήρωναν οι ψυχές για να περάσουν τον Αχέροντα ποταμό (στη νεότερη λαϊκή παράδοση ο Χάρος παρουσιάζεται με τη μορφή μαυροφορεμένου καβαλάρη που με το δρεπάνι του παίρνει τις ζωές και τις κατεβάζει στον Αδη). Για τον σκοπό αυτόν οι ζωντανοί έβαζαν τότε έναν οβολό (1/6 της αττικής δραχμής) στο στόμα του πεθαμένου. Οταν η ψυχή του Μένιππου διαπίστωσε ότι δεν είχε τα λεφτά, σκέφτηκε να ξεγελάσει τον βαρκάρη και πρότεινε να τον πληρώσει στην απέναντι όχθη. Εκείνος συμφώνησε θεωρώντας λογικό το αίτημα του περίεργου επιβάτη: πρώτα η παροχή υπηρεσιών και μετά η αμοιβή.
Φτάνει λοιπόν η ώρα και αγανακτισμένος ο Χάρων ζητεί από τον Μένιππο να του δώσει τα ναύλα («απόδος τα πορθμεία, τρισκατάρατε»), γιατί δεν γίνεται διαφορετικά («ου θέμις άλλως γενέσθαι»). Ατάραχος εκείνος του απαντά «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Και έλεγε βέβαια την αλήθεια, αλλά ο Χάρων δεν άκου γε τίποτα. Οργισμένος αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να κατεβαίνει κανείς στον Αδη και να μην έχει φροντίσει να βάλει στην άκρα ένα τόσο ευτελές ποσό. Ο συνομιλητής του δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους έφθασε σε αυτό το κατάντημα, αλλά οι αναγνώστες του Λουκιανού μπορούν ασφαλώς να συναγάγουν ότι οι λόγοι ήταν ιδεολογικοί αφού οι κυνικοί ζούσαν φτωχά, στην κυριολεξία σκυλίσια, από συνειδητή επιλογή. Εκ των υστέρων ο φιλόσοφος παραδέχεται το λάθος του αλλά είναι πια αργά για να το διορθώσει.
Ο Χάρων επιμένει ωστόσο να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό και ο Μένιππος τον συμβουλεύει να απευθυνθεί στον Ερμή, ο οποίος (ως ψυχοπομπός) τον κατέβασε στον Αδη. Τότε του παρατηρεί, σε αυστηρό τόνο, να μη μεταθέτει σε άλλους τις ευθύνες του. Ταξίδεψε δωρεάν και αυτό είναι απαράδεκτο, αλλά ο Μένιππος διαφωνεί: πρώτα πρώτα τράβηξε κουπί και ύστερα ήταν ο μόνος που δεν έκλαιγε.
Αποφασισμένος να προχωρήσει σε κατάσχεση τυχόν περιουσιακών στοιχείων, όπως θα λέγαμε σήμερα (προσφιλής άλλωστε η τακτική των κρατούντων), ο Χάρων ρωτάει τι έχει μέσα το σακούλι. Δυστυχώς, όχι πράγματα αξίας: λίγα λούπινα και ένα φτωχό δείπνο για την Εκάτη. Ο Χάρων τα βάζει τώρα με τον Ερμή. Ο διάλογος συνεχίζεται σε έντονο ύφος. Απειλεί ο Χάρων, χλευάζει ο Μένιππος. Αποτέλεσμα: με την πανουργία του ο άφραγκος «ταξιδιώτης» γλιτώνει το χαράτσι. Δεν αρκεί που πληρώνουμε φόρους σε αυτή τη ζωή; Η σάτιρα του Λουκιανού είναι καυστική. Αν ο Μένιππος έλεγε την αλήθεια από την αρχή, δεν θα περνούσε βέβαια τον Αχέροντα και θα βασανιζόταν αιώνια. Γι΄ αυτό περίμενε να φθάσει πρώτα στον προορισμό του, γνωρίζοντας ότι θα ήταν πια αργά για τον Χάροντα να εισπράξει τα ναύλα. Στον πάνω κόσμο οι δοσοληψίες με την εξουσία δεν είναι και τόσο διαφορετικές (με όλα τα γνωστά κωμικοτραγικά τους). Χιλιάδες είναι εκείνοι που για τον άλφα ή βήτα λόγο αδυνατούν να πληρώσουν τις οφειλές τους, όπως ο Μένιππος. Πολλοί, αν όχι όλοι, προσπαθούν να ξεγελάσουν την εκάστοτε αρχή, όπως ο Μένιππος τον Χάροντα (εκφραστή της εξουσίας στον Αδη). Δυστυχώς όμως ένας άφραγκος (και ειλικρινής) οφειλέτης δύσκολα μπορεί να ξεφύγει.
Αντίθετα, οι διαχειριστές της εξουσίας δηλώνουν εύκολα ότι αδυνατούν να ικανοποιήσουν τα δίκαια αιτήματα των πολιτών για λογική αύξηση μισθών και συντάξεων ή για προσλήψεις προβάλλοντας κατά κόρον το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Μπορεί βέβαια το δημοσιονομικό έλλειμμα να είναι τεράστιο και να διεκδικεί μεγάλο μέρος από τον κρατικό κορβανά, αλλά γι΄ αυτό σίγουρα δεν ευθύνονται οι συνεπείς φορολογούμενοι που με την εργασία τους συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν αμείβονται ικανοποιητικά (ενώ παράλληλα άλλοι απολύονται) αλλά βλέπουν καθημερινά και το πενιχρό τους εισόδημα να συρρικνώνεται με την ανεξέλεγκτη πορεία των τιμών σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και αγαθά κοινής ωφελείας.
Δικαιολογημένα λοιπόν οι απλοί πολίτες αξιολογούν με καχυποψία τη στερεότυπη απάντηση που παίρνουν. Απολυμένοι, άνεργοι, συμβασιούχοι και άλλοι (αφελείς όλοι;) απορούν πώς βρέθηκαν τα 28 δισ. για τις τράπεζες. Φαίνεται, τελικά, ότι κάτω από την επιφάνεια της οικονομικής κρίσης ρέει πακτωλός χρημάτων. Τα ευρώ ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί, αλλά δυστυχώς δεν πηγαίνουν στις τσέπες εκείνων που πραγματικά τα έχουν ανάγκη και κάνουν αγώνα επιβίωσης. Ο ισχυρισμός των απανταχού κυβερνώντων «δεν έχω, άρα δεν δίνω» είναι τουλάχιστον υποκριτικός.
Ο κ. Οδ. Τσαγκαράκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.