Κατά κοινή ομολογία, μας χωρίζει μια απόσταση από τον μύθο του ρακένδυτου καλλιτέχνη, η ιδιοφυΐα του οποίου δεν αναγνωρίζεται παρά από ελάχιστους διανοουμένους και ο οποίος γυρίζει με το λερωμένο πορτοφόλιό του από γκαλερί σε γκαλερί προσπαθώντας να πείσει κάποιον ότι τα έργα του αξίζει να πουληθούν. Μολονότι εξαιρετικό – τουλάχιστον με την τραγική έννοια -, είναι δύσκολο να μην αναφερθεί το παράδειγμα του γνωστού καλλιτέχνη Ντέιμιεν Χερστ, ο οποίος πρόσφατα κατόρθωσε να πουλήσει το περίφημο «κρανίο» του, στολισμένο με 8.601 διαμάντια, σε εταιρεία επενδύσεων: το έργο με τίτλο «Για την αγάπη του Θεού» κόστισε στην εταιρεία 100 εκατ. δολάρια.


Δεν είναι ωστόσο μόνο οι καλλιτέχνες. Πολύς λόγος γίνεται για τις απολαβές των επαγγελματιών της τέχνης και ιδίως των πιο επιφανών διευθυντών μουσείων και επιμελητών. Για του λόγου το αληθές, το περιοδικό «Chronicle of Philanthropy» δημοσίευσε πρόσφατα την ετήσια επισκόπησή του, όπου συναντούμε ετήσιες απολαβές που αγγίζουν αυτές των στελεχών μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και ανάμεσά τους 901.766 δολάρια για τον Γκλεν Ντ. Λάουρι, διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, 850.000 δολάρια για τον Πίτερ Σ. Μάρτζιο, διευθυντή του Μουσείου Καλών Τεχνών του Χιούστον, 529.219 δολάρια για τον Μάλκολμ Α. Ρότζερς, διευθυντή του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, αλλά και ένα μπόνους 4,7 εκατ. δολαρίων για τον διευθυντή του Μητροπολιτικού Μουσείου Φίλιπ ντε Μοντεμπέλο.


Η εντύπωση που δημιουργείται όταν βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με τέτοιους αριθμούς είναι αναπόφευκτη: η τέχνη σήμερα βρίσκεται στην υπηρεσία της αγοράς. Πρόκειται για κάτι που γράφεται συχνά και λέγεται ακόμη συχνότερα, κάποιες φορές ως μέρος μιας κριτικής που θέλει να εντοπίσει το κύριο χαρακτηριστικό μιας καλλιτεχνικής πρακτικής και κάποιες ως μέρος ενός ευρύτερου θρήνου για την κατάντια ενός κόσμου όπου τα πάντα μοιάζουν παραδομένα σε αυτό το αδυσώπητο, πανταχού παρόν, αδηφάγο τέρας, την αγορά.


Είναι αλήθεια, και αποτελεί στοιχειώδη μεγαλοψυχία να το αναγνωρίσει κανείς, ότι οι αριθμοί – 100 εκατομμύρια για ένα γλυπτό, πέντε εκατομμύρια για έναν διευθυντή μουσείου – προκαλούν, αν μη τι άλλο, ταραχή. Στο πλαίσιο της κατεστημένης – χριστιανικής – ηθικής διαπιστώνεται κάτι το χυδαίο, κάτι το υβριστικό σε αυτά τα ποσά: κανένας δεν θα έπρεπε να κερδίζει τόσα. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι μιλούμε για τέχνη, μια δραστηριότητα που οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να θεωρούν άνευ όρων «ευγενή», τότε ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός: η διάβρωση της κοινωνίας έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε ακόμη και αυτή η αγνή έκφραση της ψυχής – η «φωνή του Θεού», θα έλεγαν κάποτε – είναι αντικείμενο κερδοσκοπίας.


Πέραν όμως της προφανούς αυτής ψυχολογικής αντίδρασης, υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που μπορεί να θέσει κανείς σχετικά με την «τέχνη στην υπηρεσία της αγοράς» πασχίζοντας να ανακαλύψει ποιο είναι στην πραγματικότητα το αντικείμενο αυτής της κριτικής και αν, τέλος πάντων, υπάρχει όντως αντικείμενο ή αν απλώς πρόκειται για ενόχληση εκφρασμένη με περίπλοκους όρους. Ενα τέτοιο ερώτημα είναι: Ποια είναι η «τέχνη της αγοράς»; Ενα ακόμη είναι: Ποια είναι η «τέχνη εκτός αγοράς»; Και ένα ακόμη: Από πού προκύπτει η ηθική αξιολόγηση, με άλλα λόγια η ιεράρχηση, που τοποθετεί την «τέχνη εκτός αγοράς» στο ευγενές άκρο του αξιολογικού φάσματος και την «τέχνη της αγοράς» στο χαμερπές, το ποταπό, το ανάξιο;


«Τέχνη της αγοράς» ή…


Η απάντηση στο τι εννοείται με τη διατύπωση «τέχνη της αγοράς» θα ήταν ασφαλώς μια τέχνη η οποία υπακούει σε κάποιους κανόνες τους οποίους η αγορά θέτει προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της, δηλαδή το κέρδος. Ακούγεται απλό. Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες; Υπάρχει κάτι – έστω και ένα σημείο – το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να σεβαστεί ένα έργο τέχνης προκειμένου να ενταχθεί στην αγορά; Μπορούμε να πούμε ότι ένα έργο που διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εντός αγοράς κι ακόμη περισσότερο – αναγκαία συνθήκη, αν μιλήσει κανείς για κανόνες – ότι μόνον αν τα διαθέτει θα βρεθεί εντός αγοράς; Προσωπικά δεν το πιστεύω καθόλου. Ποιος κοινός κανόνας υποφώσκει πίσω από την ένταξη στην αγορά έργων όπως του Τζιόρτζιο Μοράντι και του Γιόζεφ Μπόις, του Εντ Ρουσέ και του Τζόζεφ Κοσούθ, της Τζένι Χόλτσερ και του Τζεφ Κουνς, του Τζούλιαν Σνάμπελ και του Μαουρίτσιο Κατελάν;


Ισως λοιπόν αξίζει να παρατηρηθεί ότι στην κριτική που θέλει κάποια τέχνη «εντός αγοράς» επικρατεί μια σύγχυση μεταξύ των εννοιών της αγοράς και της οικονομίας. Διότι συχνότατα αυτό που εννοείται με την «τέχνη της αγοράς» δεν είναι μια τέχνη η οποία υπακούει σε κάποιους συγκεκριμένους κανόνες αλλά μια τέχνη η οποία διακινείται στο πλαίσιο της οικονομίας. Υπάρχει όμως τέχνη η οποία δεν εντάσσεται σε μια οικονομία; Δίχως να θέλω να προκαλέσω, αν η οικονομία είναι ο τρόπος μέσω του οποίου οι κοινωνίες διαχειρίζονται την ανθρώπινη εργασία, δεν είναι άραγε η στιγμή να θυμηθούμε τον μαρξιστή ιστορικό Ερνστ Φίσερ που έγραψε ότι «η τέχνη είναι μια μορφή εργασίας και η εργασία είναι μια δραστηριότητα που προσιδιάζει στο ανθρώπινο γένος»;


…«τέχνη εκτός αγοράς»;


Οσον αφορά το δεύτερο ερώτημα – ποια είναι η «τέχνη εκτός αγοράς»; -, η σύγχυση είναι ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερη. Και αυτό επειδή ο αρμόδιος κριτικός λόγος, ανάλογα με το τι στηλιτεύει κάθε φορά, μπορεί να εννοήσει με αυτή τη διατύπωση είτε μια τέχνη που δεν έχει τη δεδομένη στιγμή ιδιαίτερη εμπορική τύχη είτε μια τέχνη που σκοπίμως περιέχει μια στάση ή μια κριτική ως προς την ίδια την υπόστασή της ως διακινήσιμου αγαθού. Από τη στιγμή όμως που δεν υπάρχει εργασία – τέχνη – που να μην είναι παρ’ όλα αυτά διακινήσιμη, που να μην εντάσσεται δηλαδή στην οικονομία, η διατύπωση «εκτός» είναι απλώς πρόχειρη και συχνά ιδεοληπτική. Πρόκειται για ολωσδιόλου άλλο πράγμα όταν μιλούμε για έργα τέχνης τα οποία περιέχουν μια κριτική της οικονομίας ή του δεδομένου οικονομικού συστήματος. Στο κάτω κάτω, ένα κρανίο σαν του Ντέιμιεν Χερστ στολισμένο με 8.601 διαμάντια περιέχει ακριβώς μια τέτοια κριτική, ουδείς όμως θα διενοείτο να υποστηρίξει ότι βρίσκεται «εκτός αγοράς».


Συνοψίζοντας, η διάκριση «εντός» ή «εκτός αγοράς» είναι προφανώς σαθρή. Επιτρέπεται ασφαλώς ως ψυχολογική αντίδραση αλλά όχι ως θεωρητική θέση. Γιατί όμως – και έτσι φτάνουμε στο τρίτο ερώτημα – τέτοια προσήλωση σε αυτή τη διάκριση; Ποια ανάγκη άραγε εκπληρώνει η επίμονη πίστη ότι υφίσταται μια τέχνη η οποία βρίσκεται «εκτός»;


Οπως υπονόησα στην αρχή, η βάση αυτού του αιτήματος είναι ηθική και, όπως τα περισσότερα ηθικά αιτήματα, δεν έχει να κάνει τόσο με την παρατήρηση του τι ισχύει αλλά με την υπαγωγή της εμπειρίας σε αυτό που πιστεύουμε ότι θα ήταν καλό να ισχύει. Η αναγωγή μιας τέχνης που περιέχει μια κριτική για την ίδια την υπόστασή της σε μια άλλη υπόσταση, εντελώς πλασματική, η οποία την τοποθετεί με ένα νοητικό άλμα σε ένα πεδίο που προσδιορίζεται ως «εκτός», είναι μια πράξη πίστης. Η πίστη αυτή – όπως οποιαδήποτε πίστη – υποκρύπτει τις ιστορικές ρίζες της και, ακριβώς επειδή είναι πίστη, προβάλλει ως άχρονη και ανιστορική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει ρίζες. Και η συγκεκριμένη τάση της σύγχρονης κριτικής δεν είναι παρά μια πρόσφατη έκφραση οργής κατά του Μαμωνά, η οποία εκτείνεται από τις νεότερες προοδευτικές ιδεολογίες ως την ιουδαιοχριστιανική ηθική. Ετσι δεν απαιτεί ιδιαίτερο κόπο να διαπιστώσει κανείς πώς προκύπτει η ιεράρχηση για την οποία μιλήσαμε: αν ο στόχος είναι η απαξίωση του πραγματικού και του βιωμένου, τότε πρέπει να υπάρχει κάτι έξω από αυτό. Και αν δεν υπάρχει, τότε χρειάζεται να το επινοήσουμε.