Π ριν από επτά χρόνια, το κλείσιμο του 20ού αιώνα και της τρίτης μεταχριστιανικής χιλιετίας εορτάστηκε στη Γαλλία με μια σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων υπό τον τίτλο Ουτοπίες . Το κεντρικό θέμα ήταν πώς φαντάστηκε ο δυτικός κόσμος το μέλλον και πώς το εξέφρασε μέσω της επιστήμης και των ποικίλων καλλιτεχνικών εκφράσεων που προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σήμερα τον κόσμο. Αλλά οι εκδηλώσεις αυτές δεν ήταν οι μόνες. Πολλά και σημαντικά ουτοπικά κείμενα του παρελθόντος ήλθαν ξανά στο φως της δημοσιότητας και σ΄ αυτά προστέθηκαν πάμπολλες πολιτισμικές και ιστορικές αναδρομές.

Στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις ουτοπίες σημαντικό ρόλο έπαιξε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία για χρόνια εξέφραζε την κομμουνιστική ουτοπία- παρά το γεγονός ότι ο Μαρξ ήταν εκείνος που αντιπαρέθεσε τον επιστημονικό στον ουτοπικό Σοσιαλισμό. Το πώς η κομμουνιστική ουτοπία πήρε τη μορφή δυστοπίας είναι μια τεράστια συζήτηση και ως φαίνεται θα διαρκέσει για πολλά ακόμη χρόνια. Αλλά η σημερινή εποχή είναι περίοδος απολογισμών, αναθεωρήσεων και κάποτε ερμηνευτικών διαστρεβλώσεων. Και αφού κάθε ουτοπία παραπέμπει σε έναν τόπο που δεν υπάρχει, ήταν και παραμένει η πατρίδα της φαντασίας. Με άλλα λόγια, ο τρόπος να διορθώνουμε την πραγματικότητα.

Η λέξη ουτοπία απαντάται για πρώτη φορά στην Πολιτεία του Πλάτωνα. Επανήλθε το 1516 με το ομώνυμο έργο του Τόμας Μορ που φαντάστηκε ένα νησί όπου οι άνθρωποι θα ζουν σε ένα τέλειο, για τη λιμοκτονούσα τότε Ευρώπη, νομικό, πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Λίγο αργότερα είχαμε μια άλλη μορφή ουτοπίας στο έργο του Τομάσο ΚαμπανέλαΗ πολιτεία του ήλιου. Ουτοπική στη σύλληψή της ήταν και η ιδέα της τέλειας χριστιανικής κοινωνίας, μιας Νέας Ιερουσαλήμ ή ενός νέου Κήπου της Εδέμ, όπως τη φαντάστηκαν οι πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (με αντιπροσωπευτικότερο έργο την Πολιτεία του Θεο ύ του Ιερού Αυγουστίνου ).

Στον 20ό αιώνα η φαντασία των συγγραφέων στράφηκε στην αρνητική πλευρά της ουτοπίας, αυτή που την αποκαλούμε δυστοπία, με τα έργα Γενναίος νέος κόσμος του Χάξλεϊ, 1984 του Οργουελ και Εμείς του Ζαμιάτιν . Ο ρώσος θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν καθιέρωσε αργότερα τον ελληνικό όρο ετεροτοπία, που ενσωματώνει στην πραγματικότητα το πέρασμα ή τη μετακίνηση από έναν τόπο σε κάποιον άλλον και την αποτύπωση των εικονικών δυνατοτήτων που περιέχει αυτή η ενέργεια. Μια μορφή σύγχρονης ετεροτοπίας, λ.χ. είναι ο κυβερνοχώρος.

Αριστερά, «Ο Παράδεισος» από τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος. Επάνω, ξυλογραφία του Αμβρόσιου Χόλμπαϊν για την «Ουτοπία» του Τόμας Μορ στην έκδοση του 1518

Οι εκδόσεις Μεταίχμιο, κατά το παράδειγμα των εκδόσεων της Οξφόρδης, εξέδωσαν πρόσφατα σε έναν τόμο τρία από τα βασικότερα ουτοπικά κείμενα του 16ου και του 17ου αιώνα. Το καθένα έχει την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά του, αλλά και τα τρία μαζί καλύπτουν ένα ευρύτατο πεδίο. Στην Ουτοπία (1516)του Μορ έχουμε τη φαντασιακή σύλληψη μιας κοινωνίας για την οργάνωση της οποίας βασικό κριτήριο αποτελεί το νομικό σύστημα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προσδιορίζει την κοινωνική δομή. Η Νέα Ατλαντίς (1627) του Φράνσις Μπέικον, αυτού του εμπνευσμένου και φιλέρευνου ελισαβετιανού, είναι μια κοινωνία όπου οι κατακτήσεις και η ευεργετική επίδραση της επιστήμης αποβαίνουν καταλυτικές στην πορεία για την κατάκτηση της ευτυχίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Μπέικον ήταν τόσο παθιασμένος με τις επιστημονικές ανακαλύψεις ώστε πολλά από τα θέματα που έθεσε αποτελούν μείζονες προκλήσεις και της σύγχρονης εποχής (λ.χ. η βιοτεχνολογία και η γενετική μηχανική). Πίστευε απόλυτα στην αξία των πειραμάτων, τα οποία θεωρούσε την κυριότερη πηγή γνώσης. Θύμα πειράματος άλλωστε υπήρξε και ο ίδιος. Προσπαθώντας να καταψύξει ένα κοτόπουλο- παραγεμίζοντάς το με χιόνι- έπαθε βρογχίτιδα και πέθανε.

Και ο Μορ και ο Μπέικον είχαν εμπνευσθεί από τον Πλάτωνα. Ο πρώτος από την Πολιτεία και ο δεύτερος από τον Τίμαιο, από όπου δανείστηκε την ιδέα της Ατλαντίδος, όπως άλλωστε και την ίδια τη λέξη.

Η νήσος των Πάιν (Τhe Ιsle of Ρines) (1668) του Χένρι Νέβιλ περιγράφει μια κοινωνία που οργανώνεται με βάση τις ιδιομορφίες των δύο φύλων. Ορισμένοι μάλιστα, κρίνοντας πρωθύστερα το έργο ως σεξιστικό, υποστηρίζουν ότι η λέξη pines συνιστά σκόπιμη παραφθορά της λέξης penis. Τη Νήσο των Πάιν όμως δεν θα τη χαρακτήριζε κανείς ουτοπικό κείμενο ακριβώς. Είναι σε μεγάλο βαθμό έργο ενός πολιτικού εξόριστου, δημοκρατικών για την εποχή πεποιθήσεων και αντιπάλου του οίκου των Στιούαρτ, που ήθελε με το κείμενό του αυτό να πάρει την εκδίκησή του.

Και τα τρία παραπάνω έργα διακρίνονται από το βαθύτατα ηθικό τους περιεχόμενο. Ας σημειωθεί πως κι εδώ, όπως σε όλες τις ουτοπίες, οι ηγέτες είναι αδιάφθοροι, οι νόμοι τηρούνται από όλους, εγκλήματα διαπράττονται σπάνια και τιμωρούνται παραδειγματικά, οι επιστήμονες δεν ενδίδουν στις πιέσεις των πολιτικών- και άρα δεν τίθενται διλήμματα για τις ευεργετικές επιδράσεις της επιστήμης-, η φτώχεια έχει εξαλειφθεί και τα πάντα ανήκουν στους πάντες. Το ουτοπικό στοιχείο το διακρίνει κανείς σχεδόν σε κάθε μεγάλη σύλληψη. Στους νεότερους χρόνους, ακόμη και στις μέρες μας, η ουτοπία εμπεριέχει και μια βαθιά επιθυμία: Να επιστρέψει, να ανακαλύψει ή να δημιουργήσει ο άνθρωπος έναν παράδεισο, προκειμένου να αντικαταστήσει αυτόν που απώλεσε ή από όπου εκδιώχθηκε.