Συχνά – και συνήθως δικαιολογημένα – παρασύρεται κανείς στο να αποτιμά τις εικαστικές εκθέσεις ως συνολικές προτάσεις, με κριτήριο κυρίως το αν η τελική διάρθρωση ανταποκρίνεται στις εξαγγελίες και στις διατυπώσεις του επιμελητή. Ωστόσο, έστω και αν ως συνολικές προτάσεις δίνουν αρκετές αφορμές για παρατηρήσεις, σε περιπτώσεις εκθέσεων εκτενών και φιλόδοξων εννοιολογικά και χωροταξικά, όπως ο «Μεγάλος Περίπατος» του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ίσως θα ήταν χρήσιμο να επικεντρωθεί κανείς στα έργα αυτά καθαυτά.


Ο «Μεγάλος Περίπατος» περιλαμβάνει ορισμένα συγκλονιστικά έργα – έργα που ταράζουν, γεννούν νέες σκέψεις και παρέχουν ανακούφιση ως προς τη συχνή αίσθηση ότι η σύγχρονη τέχνη είναι μια διαδικασία αδιάφορα εσωστρεφής και αποκλειστική δίχως την παραμικρή διάχυση στο κοινωνικό πεδίο. Ενα τέτοιο έργο είναι «Ο Αγγελος που πέφτει» των Ουκρανών Ιλια και Εμίλια Καμπακόφ. Ευμέγεθες αλλά υπαινικτικό, το ορατό στοιχείο του έργου από απόσταση είναι ένας ξύλινος φράχτης. Είναι αρκετά ψηλός και δεν επιτρέπει να δει κανείς τι κρύβεται από πίσω, όμως στη μία πλευρά του υπάρχει μια εξέδρα θέασης. Την ανεβαίνει κανείς, περιμένοντας λίγο να εξαπατηθεί, να ανακαλύψει ότι όλη κι όλη η σκέψη είναι ο φράχτης και η απόφαση της θέασης, η πράξη της ανάβασης, η συμμετοχή. Μόλις ανεβαίνει ωστόσο όχι μόνο μεταπίπτει από την επιφυλακτικότητα στην απόλυτη παράδοση εν ριπή οφθαλμού, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σκληρή ποίηση: στην άλλη άκρη του παραλληλόγραμμου χώρου που ορίζει ο ξύλινος φράχτης βρίσκεται σωριασμένος μπρούμυτα ένας άγγελος με τη μία του τσακισμένη φτερούγα στο έδαφος και την άλλη να δείχνει τον ουρανό. Και ο θεατής νιώθει ξαφνικά μάλλον ένοχος, συμμέτοχος με την ηδονοβλεπτική του περιέργεια σε αυτό το κοσμικό ατύχημα ή έγκλημα που εκτυλίχθηκε -απ’ όλα τα μέρη του κόσμου- στο Θησείο και που κάποιος πρόλαβε να περιφράξει για να μην παρέμβει κανείς στην πρωτογενή μορφή του, όσο αναμένεται κάποια Αγγελική Σήμανση για να το μελετήσει ψυχρά και διεξοδικά.


Εντελώς διαφορετικό στη σύλληψη και στη λειτουργία αλλά διόλου λιγότερο συγκλονιστικό είναι το έργο του Μάικλ Μπλουμ «Αφιέρωμα στη Σαφιγιέ Μπεχάρ». Το έργο που εκτίθεται στην ΕΠΑΣΚΤ (Ενωση Πτυχιούχων Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών), στην Πλάκα, έχει τη μορφή εκθεμάτων που θα συναντούσε κανείς σε ιστορικό μουσείο, τα οποία ανασυνθέτουν τη ζωή και τη δράση ενός ιστορικού προσώπου. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τη Σαφιγιέ Μπεχάρ, κρυφή ερωμένη του Κεμάλ Ατατούρκ, μαχητική μεταρρυθμίστρια, διανοουμένη και υπέρμαχο των δικαιωμάτων των γυναικών, η οποία κάποια στιγμή μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου συνέχισε την πολιτική δράση της. Ο καλλιτέχνης έχει ανακατασκευάσει το διαμέρισμα της Σαφιγιέ Μπεχάρ στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάζει προθήκες με την αλληλογραφία και τα βιβλία της, καθώς και μουσειολογικές πινακίδες όπου παρατίθενται η βιογραφία και το γενεαλογικό δέντρο της και εξηγείται η δράση της. Φαίνεται τρομερή προσωπικότητα η Σαφιγιέ Μπεχάρ (μεταξύ άλλων βρίσκεται πίσω από την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών στην Τουρκία) και ο στοιχειωδώς πληροφορημένος θεατής προβληματίζεται που δεν την έχει ξανακούσει. Ο λόγος ασφαλώς γι’ αυτό είναι ότι η Σαφιγιέ Μπεχάρ είναι απολύτως φανταστικό πρόσωπο, μια υψίστης ακριβείας κατασκευή του Μάικλ Μπλουμ, η οποία διεισδύει στις διαπλεκόμενες κατηγορίες της Ιστορίας, της μνήμης, της μαρτυρίας, του μύθου και της αφήγησης.


Ακόμη, διαπιστώνει κανείς ότι για αυτή την έκθεση έχει δώσει τον καλύτερο εαυτό του ένας νέος έλληνας καλλιτέχνης, από τα πιο δραστήρια μέλη της εγχώριας σύγχρονης σκηνής, ο Κωστής Βελώνης. Το έργο του, που εκτίθεται και αυτό στην ΕΠΑΣΚΤ, μια γλυπτική εγκατάσταση με συνοδεία μουσικής, τιτλοφορείται «Μικρά ξύλινα καθίσματα και η γυναίκα των ονείρων του». Πιστό στις δηλωμένες ευαισθησίες του καλλιτέχνη – και επιπλέον άριστα τοποθετημένο, μικρό καθώς είναι, σε έναν μεγάλο και επιμήκη χώρο -, το έργο είναι μια μικρή ανακατασκευή του Ηρωδείου με μια μεγάλη καρδιά που φωτίζεται από ένα ισχνό κόκκινο φωτάκι. Χαμηλόφωνα, υπό τη συνοδεία ενός ερωτικού τραγουδιού, αναδίνει εκείνη την υπέροχα αξιοθρήνητη αίσθηση της παθητικής ερωτικής διεκδίκησης, της εξαθλιωτικής παραίτησης στον κοινότοπο ρομαντισμό που ταλανίζει τους ανεπίδοτα ερωτευμένους.


Περιλαμβάνονται και άλλα, ασφαλώς, ενδιαφέροντα έργα στον «Μεγάλο Περίπατο», ωστόσο το σημείο που ίσως θα ήταν ανεπίτρεπτο να μην αναφερθεί βρίσκεται στην επιλογή να παραταχθούν το ένα μετά το άλλο τα έργα του Βλάση Κανιάρη, του Αντριαν Πάτσι και του Σαντιάγκο Σιέρα – μια αλληλουχία μεταπτώσεων από τη μυθοποιητική εικονοποιία στον πικρό λυρισμό και τελικά σε ένα είδος κυνισμού που υποκρύπτει έναν βουβό πόνο.


Με τον κίνδυνο να καταστρατηγήσω τη διακήρυξη με την οποία άρχισα αυτό το κείμενο, ο «Μεγάλος Περίπατος» δεν αφήνει τελικά τον θεατή να αποφασίσει αν πρόκειται για διαδρομή ή για διάσπαρτα έργα είτε στον δημόσιο χώρο είτε σε επί μέρους χώρους εκθέσεων. Στο σκεπτικό της έκθεσης δηλώνεται βέβαια ρητά η πρόθεση της διαδρομής και η επιμελήτρια και διευθύντρια του ΕΜΣΤ Αννα Καφέτση εξηγεί τα επίπεδα στα οποία οι καλλιτέχνες εμπλέκονται με τις απτικότητες και τις έννοιες της πόλης και του περιπάτου. Πρακτικά ωστόσο τα επίπεδα αυτά δεν κατορθώνουν να συστήσουν μια διαδρομή, καθώς αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο να την ακολουθήσει κανείς – ο «περίπατος» είναι στ’ αλήθεια «μεγάλος» – ώστε να βιώσει την προτεινόμενη αλληλουχία. Ούτε βέβαια η όποια πρόθεση συνδιάλεξης της σύγχρονης τέχνης με τους αρχαιολογικούς χώρους επικυρώνεται (στην πραγματικότητα μου φαίνεται αδύνατον να επικυρωθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά αυτή είναι μια μεγάλη και διαφορετική συζήτηση). Μολαταύτα, αν κανείς στο παραμικρό δεν ενδιαφερθεί για αυτές τις παραμέτρους – και καθώς το ΕΜΣΤ μετά τα εγκαίνια της έκθεσης άρχισε να φροντίζει λίγο περισσότερο την επικοινωνία της έκθεσης και την καθοδήγηση των θεατών της -, θα συναντήσει σπουδαία πράγματα στον δρόμο του τούτες τις ημέρες. Αν απλώς τυχαίνει να περπατάει στην Αθήνα και βρεθεί στην Αποστόλου Παύλου, στην Πλάκα, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου ή στο Γκάζι, θα βρεθεί αντιμέτωπος με δημιουργήματα εξαιρετικής αξίας και πάντως σίγουρα απροσδόκητα για την πόλη της Αθήνας.


Καλλιτέχνες και χώροι


Η πρώτη μεγάλη έκθεση που διοργανώνει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Προ-Θυρανοίξια 2006-2008» και εν όψει της ολοκλήρωσης της ανακατασκευής του κτιρίου του το 2008, ο «Μεγάλος Περίπατος» εμπνέεται από τη γειτνίαση του ΕΜΣΤ με αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία της Αθήνας. Ανάμεσα στους σαράντα τέσσερις συμμετέχοντες καλλιτέχνες συναντά κανείς τους Αντρέα Αγγελιδάκη, Τζανίν Αντόνι, Κουτλούγκ Αταμάν, Περ Μπάρκλεϊ, Μάικλ Μπλουμ, Βλάση Κανιάρη, Κριστιάν Μπολτάνσκι, Γιώργο Χατζημιχάλη, Γκάρι Χιλ, Τόμας Χίρσχορν, Ιλια και Εμίλια Καμπακόφ, Ανίς Καπούρ, Γιάννη Κουνέλλη, Βόλφγκανγκ Λάιμπ, Μίλτο Μανέτα, Αντριαν Πάτσι, Αγγελο Πλέσσα, Καλίλ Ραμπάχ, Σαντιάγκο Σιέρα, Νέντκο Σολάκοφ, Λίνα Θεοδώρου, Ευανθία Τσαντίλα, Κωστή Βελώνη, Ρέιτσελ Γουάιτριντ, Ζάφο Ξαγοράρη κ.ά. Τα έργα τους παρουσιάζονται κατά μήκος του αρχαιολογικού Μεγάλου Περιπάτου και σε παρακείμενα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια. Ορισμένοι από τους χώρους όπου παρουσιάζονται έργα είναι οι πεζόδρομοι Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Αποστόλου Παύλου και Ερμού, το Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη, η Ρωμαϊκή Αγορά, το Λουτρό των Αέρηδων (Τουρκικά Λουτρά), η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων κ.ά.


Το σκεπτικό της έκθεσης Διάλογος με τους αρχαιολογικούς χώρους


Την επιμέλεια της έκθεσης «Ο Μεγάλος Περίπατος» έχει η διευθύντρια του ΕΜΣΤ Αννα Καφέτση, η οποία εξηγεί το σκεπτικό της έκθεσης ως εξής: «Ο τίτλος της έκθεσης αναφέρεται στον Μεγάλο Περίπατο της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων, μια τεράστιας κλίμακας αστική παρέμβαση γύρω από την Ακρόπολη, και δημιουργεί ένα «ανοιχτό» Μουσείο, όπου η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά διασταυρώνεται με την καθημερινή ζωή της σύγχρονης πόλης και την πολυπολιτισμική της πραγματικότητα. Τα έργα που παρουσιάζονται στους διάφορους εκθεσιακούς χώρους βρίσκονται σε διάλογο με το φυσικό και αρχιτεκτονικό κάλλος, τη μυθολογία, την ιστορία και τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα τόπων και κτιρίων και σε αρμονία με την ατμόσφαιρα που το καθένα από αυτά εκπέμπει. Μερικά από τα βασικά θέματα που θίγονται στα έργα της έκθεσης είναι «Δημόσιο και Ιδιωτικό», «Μυθοπλασία και Πραγματικότητα», οι «Αλλοι και το Αλλού», η «Πόλη». Τα θέματα αυτά διασταυρώνονται με υπαρξιακούς προβληματισμούς, όπως μνήμη και θάνατος, ταξίδι και όνειρο, με φιλοσοφικοπολιτικές έννοιες, όπως κοινότητα και δημοκρατία, ουτοπία και πραγματικότητα, καθώς και με σύγχρονες πραγματικότητες, όπως πολυπολιτισμικότητα και μετανάστευση, παγκοσμιοποίηση και εθνική ταυτότητα κ.ά.».


Η είσοδος σε όλους τους εκθεσιακούς χώρους είναι ελεύθερη. Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Αμβρ. Φραντζή 14, Αθήνα) διοργανώνει ξεναγήσεις για το κοινό. Για ακριβείς ημέρες και ώρες των ξεναγήσεων οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να επικοινωνήσουν με το μουσείο στα τηλ. 210 92.42.111-2 ή στην ιστοσελίδα www.emst.gr. Στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων λειτουργεί πωλητήριο με τον κατάλογο της έκθεσης και άλλες εκδόσεις του ΕΜΣΤ.