Ο Ιωάννης Καποδίστριας έκανε την αρχή. Το 1830 ιδρύθηκε στην Αίγινα το Κεντρικόν Σχολείον που μεταφέρθηκε αργότερα στην Αθήνα ως Α´ Γυμνάσιο. Εκτοτε η ελληνική εκπαίδευση έχει διανύσει τεράστια απόσταση, συχνά μέσα από δύσβατες ατραπούς, για να φτάσει ωστόσο και σήμερα ακόμη να αποτελεί ένα ακανθώδες ζήτημα για την κοινωνία μας, σε σχέση πάντοτε με τον ρόλο και τις προοπτικές της. Οπως και να ‘χει, η ιστορία της που πρόκειται να ξεφυλ- λίσουμε, είναι γεμάτη με τραγικά αλλά και φαιδρά περιστατικά και αποπνέει το άρωμα των «άγουρων χρόνων» τόσων και τόσων γενιών ελληνοπαίδων, τα οποία πέρασαν από τα θρανία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ή τα πανεπιστημιακά έδρανα, έχοντας μπρος στα μάτια το όραμα του μέλλοντός τους και στα μάγουλα ζωγραφισμένη την έξαψη τόσων και τόσων πρωτόγνωρων συγκινήσεων. Ο,τι πιο όμορφο, καθάριο και μεστό, εκκολάφθηκε και ξεπήδησε μέσα από τις αίθουσες εκείνες.


Ολα τα καλά παιδιά στο σχολείο


Ηδη το 1836 στα σχολεία της χώρας κυκλοφορεί ευρέως ο παρακάτω δεκάλογος: «Επιμελές παιδίον ερωτηθέν, διά τι πηγαίνει με προθυμίαν εις το σχολείον; απεκρίθη διά δέκα αιτίας. 1. Διότι είμαι αμαθές και είναι ανάγκη να μάθω, 2. Διότι δεν κερδίζω τίποτε καλόν, χάνοντας τον καιρό μου εις αργίαν και παιγνίδια, 3. Διότι πολλά μέρη της Ιεράς Γραφής καταδικάζουν την αργίαν, 4. Διότι όλα όσα κάθονται αργά και παίζουν καταφρονούνται από όλους και κανείς δεν τα αγαπά, 5. Διότι προοδεύοντας εις τα μαθήματά μου γίνομαι φρόνιμον και ζηλευμένον, 6. Διότι όλα τα καλά παιδιά επιθυμούν να πηγαίνουν, 7. Διότι διδασκόμενον καλά μαθήματα καθημερινώς προχωρεί ο νους μου και μαθαίνω τα χρέη μου προς τον Θεόν και τους ανθρώπους, 8. Διότι όταν μεγαλώσω δεν θα ημπορώ πλέον να πηγαίνω και διά τούτο πρέπει να μη χάνω τον τωρινόν καιρόν μου, 9. Διότι επιθυμώ διά των σοφών πράξεών μου και διά της εκτελέσεως των χρεών μου να αφήσω και το όνομά μου αθάνατον και η ψυχή μου να κληρονομήσει την αιώνιον βασιλείαν και να χαίρεται διά πάντα, 10. Διότι τέλος πάντων όλοι οι φρόνιμοι άνθρωποι, οι γονείς μου, και διδάσκαλοι με συμβουλεύουν να πηγαίνω πάντοτε εις το σχολείον και εγώ πείθομαι εις τας καλάς συμβουλάς των μεγαλυτέρων μου».


Βέβαια, η κατάσταση δεν είναι πάντοτε ειδυλλιακή στα ιδρύματα αυτά. Σχεδόν 100 χρόνια μετά, εν έτει 1927, μόνο στα σχολεία της Αθήνας 3.000 παιδιά κάθονται σταυροπόδι πάνω στα σανίδια, ενώ στις επαρχίες όλα τα παιδιά κάθονται στη διάρκεια του μαθήματος στο χώμα ή πάνω σε πέτρες. Σε πολλά σχολεία της επαρχίας οι δάσκαλοι διδάσκουν με ανοιχτές ομπρέλες γιατί λείπει η στέγη του οικήματος, ενώ σε κάποιο χωριό ένα άλογο έδωσε μια κλωτσιά και το σχολείο γκρεμίστηκε μέσα σε φοβερό κουρνιαχτό! Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη μάστιγα: τα… καταραμένα τα αγόρια. Γράφει εκείνη την περίοδο η μαθήτρια Ευ. Ανδρινοπούλου στο ημερολόγιό της: «Εφέτος δεν τα πέρασα καλά στο σχολείο, διότι ήρθαν τα καταραμένα τ’ αγόρια. Ο,τι θέλανε κάνανε, βαρήγανε και τα κορίτσια. Κανείς δεν τα αμπόδαγε. Εγώ να ειπώ την αλήθεια μου δεν με έχουν βαρέσει, για να έρθουν εφέτος τ’ αγόρια, έγινα ζηλιάρα, γιατί κάθε μέρα όλο καλά-καλά τούς λέει η κ. Μ. Γιά μας τίποτα. Αν δεν ερχόντανε τ’ αγόρια, τίνος θα έλεγε τα καλά; Σ’ εμάς. Αλλ’ αυτά δεν μού φταίνε, γιατί κακό δεν μού κάνανε κανένα, έπρεπε όμως να μη τα δεχτή η κ. Μ. Εγώ όσο σκάω που η κ. Μ. όλο γι’ αυτόν τον Πετρόπουλο και δώρα του Πετρόπουλου και όλα του Πετρόπουλου, όλα γι’ αυτόν. Αν δεν ήταν αυτός, κάτι θα έλεγε και γιά μένα. Θεέ μου, πως μας φορτωθήκανε οι μπελάδες!».


Οι χείρες των διδασκάλων


Τα μεικτά σχολεία, βέβαια, βάζουν σε υποψίες κάποιους… ψυλλιασμένους παιδαγωγούς. «Οσον αφορά εις την αναμενόμενην εκ της συνεκπαιδεύσεως εκθύλησιν των αρρένων και εξαρρένωσιν των θηλέων (ιδανικόν: αγοροκόριτσο!) είναι ελεύθερος ο βουλόμενος να τα θεωρεί πολιτιστικήν πρόοδον, ημείς όμως ουδέν το πλεονεκτικόν και αξιοσύστατον διαβλέπομεν εις τον ερμαφροδιτισμόν» γράφει στα τέλη της δεκαετίας του ’30 ο Γ. Παλαιολόγος. Πάντως, φαίνεται ο προβληματισμός των περί την εκπαίδευση παραγόντων να έχει προωθηθεί, καθώς μόλις 30 χρόνια νωρίτερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, η ράβδος που έπιπτε στα σχολεία είχε εκτός από τον παιδευτικό και κοινωνικό ρόλο: «Φρονούμεν ότι πρέπει να καταργηθεί η απαγόρευσις των σωματικών ποινών και διά τα σχολεία των θηλέων. Διότι αν θέλουσιν οι μέλλοντες σύζυγοι να ώσιν απηλλαγμένοι των ιδιοτροπιών των συζύγων των, πρέπει να επικρατή και εις τα σχολεία των θηλέων η αναγκαία πειθαρχία και τάξις, όπερ επιτυγχάνεται εάν δεν δεσμεύωνται αι χείρες των διδασκάλων».


Φτάνουμε αισίως στο έτος 1946 και η χώρα κάνει τα πρώτα της βήματα στην ομαλότητα, αν και λίγο μετά θα ξεσπάσει η λαίλαπα του Εμφυλίου. Τότε μοιράζονται στους δασκάλους και τα πολυθρύλητα παπούτσια του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. «Οι κκ. αρμόδιοι καθώς και το συμβούλιο του Συνεταιρισμού των δασκάλων» γράφει ο Τύπος της εποχής «κατώρθωσαν να τους δώσουν τόσο μεγάλα νούμερα, ώστε δικαιολογημένα κάποιος ανάμεσά τους φώναξε αγαναχτισμένος: Είχαν δεν είχαν μας έβαλαν τα δυό πόδια σ’ ένα παπούτσι». Οι τρεις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, είναι περίοδος ανασυγκρότησης, αναστολής αλλά και καταστολής. Ωστόσο πάντα υπάρχει χώρος για ζητήματα αισθητικής και… εφηρμοσμένης μόδας. Γράφει η Ελένη Βλάχου το 1953 επ’ ευκαιρία των γυμναστικών επιδείξεων: «Τα περισσότερα από τα δικά μας κορίτσια, μόλις περάσουν εκεί τα δώδεκα, τα δεκατρία, αποκτούν πλούσια γυναικεία σώματα, που δεν αρμόζουν στο ανδρικό βρακάκι. Οταν συμβαίνη δε, όπως το βλέπει κανείς συχνά, να είναι και το βρακάκι λίγο περσινό, δηλαδή κοντό και στενό, τότε το θέαμα είναι και άσεμνο και ακαλαίσθητο. Αλλά η μόδα, πάντοτε στοργική προς την γυναίκα, έχει λάβει τα μέτρα της και έχει κοντά στα σορτς «ανδρικού τύπου» σχεδιάσει και «φούστες-σορτς» που συνδυάζουν πολλά προτερήματα. Είναι αρκετά φαρδειές, ώστε να μην υπογραμμίζουν αδιάκριτα κάθε καμπύλη και αρκετά «σορτς», ώστε να επιτρέπουν τα διάφορα γυμνάσματα, τας επικύψεις και τας προκύψεις, χωρίς δυστυχήματα».


* Το βιβλίο παρουσιάζει εικονογραφημένα και εποπτικά όλη την ιστορία της εκπαίδευσης στο ελληνικό κράτος, τις αγκυλώσεις και τις εξελίξεις, τις καθυστερήσεις και τις προόδους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ένας εκ των συγγραφέων, ο Αλέξης Δημαράς, είναι ο εγκυρότερος ιστορικός της εκπαίδευσης.