Ο δράστης της ληστείας της χρηματαποστολής από το Καζίνο Πάρνηθας Αναστάσιος Λιαρτής, πρώην υπαξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας και μέχρι πρότινος φρουρός του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Ηλία Καλλιώρα, έχει… παρελθόν και, όπως αποδεικνύεται από τις αστυνομικές έρευνες, πλούσιο φάκελο. Ο 39χρονος, ο οποίος αρκετές φορές χρησιμοποιούσε το ψεύτικο όνομα Βασίλειος Χρήστου και συστηνόταν ως υψηλόβαθμος αστυνομικός – που υπηρετούσε δήθεν στη φρούρηση υψηλών προσώπων -, μετά τη ληστεία της Πάρνηθας σχεδίαζε και άλλη μεγαλύτερη με στόχο τα κεντρικά της εταιρείας χρηματαποστολών Wackenhut στον Βοτανικό.


Σύμφωνα με τον δικαστικό φάκελο της υπόθεσης, ο 39χρονος κρατούσε τον ηγετικό ρόλο της εγκληματικής οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν άλλα οκτώ άτομα: ένας ζαχαροπλάστης, ένας οδηγός φορτηγού, ένας υπάλληλος της εταιρείας security, ένας έμπορος λευκών ειδών και άλλοι τέσσερις, δύο Ελληνες και δύο Αλβανοί, με βαρύ ποινικό μητρώο.


Η ληστεία της χρηματαποστολής στην Πάρνηθα σημειώθηκε στις 11.30 το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, στο ύψος της 18ης στάσης της λεωφόρου Πάρνηθας, όταν τέσσερις άγνωστοι δράστες που φορούσαν κουκούλες – από τους οποίους οι τρεις κρατούσαν πιστόλια και ο άλλος χειροβομβίδα – ακινητοποίησαν το θωρακισμένο αυτοκίνητο της Wackenhut, το εμβόλισαν με ένα κλεμμένο ΙΧ και έσπασαν με βαριοπούλα το παρμπρίζ του. Αφού έκλεψαν το 1,5 εκατομμύριο ευρώ, διέφυγαν με άλλο κλεμμένο αυτοκίνητο.


Οταν σημειώθηκε η ληστεία, οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. έλεγαν με κάθε βεβαιότητα ότι «πρόκειται για έργο του κακοποιού Κώστα Χιρβαντίδη», ο οποίος παλαιότερα είχε εμπλακεί στη δράση του συνδικάτου των εκτελεστών και αναζητούσε, όπως εκτιμούσαν, πόρους για να συνεχίσει την εγκληματική δράση του. Υπενθύμιζαν μάλιστα, με αφορμή τη ληστεία, ότι οι δικαστικές αρχές με τις αποφάσεις τους – επιβολή μικρών ποινών, χορήγηση αδειών σε φυλακισμένους – «προσέφεραν τη δυνατότητα σε σκληρούς κακοποιούς να συνεχίζουν τη δράση τους».


* «Ερασιτέχνες» κακοποιοί


Αλλά οι αστυνομικοί βρέθηκαν γρήγορα προ εκπλήξεως όταν διεπίστωσαν ότι στη ληστεία δεν συμμετείχαν γνωστοί κακοποιοί αλλά… δημιουργοί γλυκισμάτων, έμποροι χαλιών και άλλοι επιχειρηματίες.


Οπως αναφέρεται στην αναφορά με αριθμό πρωτοκόλλου 1052/6/1917-μ.δ. που συνέταξε στις 5 Δεκεμβρίου 2006 έπειτα από πολυήμερη έρευνα το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ιδιοκτησίας της Ασφάλειας Αττικής, «στην υπηρεσία μας περιήλθε πληροφορία ότι μεταξύ των δραστών που διέπραξαν την παραπάνω ληστεία είναι ένα άτομο με το όνομα «Τάσος», ο οποίος χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο με αριθμό κλήσεως 6946913… και ένα άλλο άτομο υπό στοιχεία «Αθανάσιος Κ. » που χρησιμοποιεί το κινητό 6977434… και διαμένει στα Καμένα Βούρλα».


Στις 9 Οκτωβρίου 2006 εκδόθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και έτσι διαπιστώθηκε ότι ο προαναφερθείς αριθμός 6946913… είχε χορηγηθεί σε άτομο με στοιχεία Χρήστου Βασίλειος του Αθανασίου, ενώ σε συσκευή με τον ίδιο σειριακό αριθμό ΙΜΕΙ είχε λειτουργήσει και ο αριθμός κλήσεως 6947428… Από την έρευνα της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι τους παραπάνω αριθμούς χρησιμοποιούσε ο 39χρονος Λιαρτής.


* Η «μηχανή των κεραιών»


Οι αστυνομικοί αντελήφθησαν ότι η πληροφορία για τη συμμετοχή του Λιαρτή στη ληστεία είναι σωστή όταν έβαλαν σε εφαρμογή τη λεγόμενη στην ΕΛ.ΑΣ. «μηχανή των κεραιών». Οπως αναφέρεται στο έγγραφό τους, το δεύτερο κινητό του Λιαρτή «πιάστηκε» την ημέρα και την ώρα της ληστείας από τις κεραίες της εταιρείας Vodafone κατά σειρά στα Κάτω Πατήσια, στον κόμβο της Κηφισιάς στην Εθνική οδό, στην Πάρνηθα, στη Βαρυμπόμπη, στον Αγιο Στέφανο, στο Μενίδι, στις Τρεις Γέφυρες και τέλος στη Λιοσίων, γεγονός που αποδεικνύει ότι ξεκίνησε το πρωί από το σπίτι του στα Κάτω Πατήσια, κινήθηκε προς το σημείο όπου σημειώθηκε η ληστεία και δέκα λεπτά μετά από αυτήν επέστρεψε στην Αθήνα.


Από την ανάλυση των κλήσεων των κινητών τηλεφώνων του δράστη διαπιστώθηκε ότι συνεργοί του Λιαρτή ήσαν ο 40χρονος ζαχαροπλάστης από τα Καμένα Βούρλα, ένας 36χρονος οδηγός φορτηγών από την Κύμη Ευβοίας – οι δύο προαναφερόμενοι είναι κουμπάροι -, ένας 36χρονος από τη Μάνδρα Αττικής, ο 20χρονος γιος του, ένας 53χρονος έμπορος από τα Φάρσαλα, καθώς και δύο ακόμη Αλβανοί. Πώς ενώθηκαν όμως οι ποινικά «λευκοί» – υπεράνω υποψίας – κουμπάροι των Καμένων Βούρλων με τους Αλβανούς με το βαρύ ποινικό μητρώο;


Οπως κατέθεσε ο ζαχαροπλάστης, τον τελευταίο χρόνο είχε μεγάλα οικονομικά προβλήματα διότι μπήκε εγγυητής σε επιταγές ύψους 300.000 ευρώ και του ζητούσαν πίσω τα λεφτά. Ωσπου εμφανίστηκε ως… «από μηχανής θεός» ο συχωριανός του Λιαρτής και του πρότεινε να ληστέψουν τη χρηματαποστολή με τα έσοδα του καζίνου.


Ο Λιαρτής, σύμφωνα με την κατάθεση του ζαχαροπλάστη, «μας είπε ότι, αν πάει καλά η δουλειά, έχει στο μυαλό του και μία άλλη, να χτυπήσουμε και άλλη χρηματαποστολή, στα γραφεία της εταιρείας security στον Βοτανικό, όπου μαζεύονται τα λεφτά… Μάλιστα μας ανέφερε ότι έχει άνθρωπο για να του δώσει τη δουλειά αυτή».


Οπως διαπιστώθηκε από την περαιτέρω έρευνα της Αστυνομίας, ο «πληροφοριοδότης» του πρώην υπαξιωματικού ήταν ένας 33χρονος υπάλληλος της Wachenhut που ήταν συχωριανός του και του έδινε πληροφορίες για τα δρομολόγια των χρηματαποστολών.


* Ο έμπορος και ο ζαχαροπλάστης


Οι υπόλοιποι της ομάδας βρέθηκαν στη συνέχεια. Ο ζαχαροπλάστης από τα Καμένα Βούρλα απευθύνθηκε στον 53χρονο πλανόδιο έμπορο χαλιών, κουρτινών και λευκών ειδών από τα Φάρσαλα, ο οποίος με τη σειρά του του γνώρισε δύο άλλους από τη Μάνδρα Αττικής – ο ένας με το ψευδώνυμο «Ρίγκο». Οι άνθρωποι αυτοί γνώριζαν και στη συνέχεια έβαλαν στο κόλπο και τους δύο Αλβανούς που είχαν εμπειρία σε ληστρικές επιθέσεις: τον έναν με το ψευδώνυμο «Τόμι», ο οποίος είχε ήδη συλληφθεί για άλλες εγκληματικές ενέργειες, και έναν ακόμη που καταζητείται.


Ο «Τόμι» παλαιότερα δούλευε «πόρτα» σε νυχτερινό κέντρο και συνελήφθη από τους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής στις 8 Νοεμβρίου 2006 – δηλαδή, ενάμιση μήνα μετά τη ληστεία στην Πάρνηθα – για μεταφορά 56 κιλών χασίς, ληστεία εις βάρος 50χρονου με λεία 34.800 ευρώ και για τον σοβαρό τραυματισμό ενός ιδιοκτήτη μπαρ στον Κολωνό. Οι αστυνομικοί έφθασαν στη σύλληψη του «Τόμι» όταν απείλησε με δύο όπλα να σκοτώσει έναν μηχανικό σε συνεργείο αυτοκινήτων για μια βαφή ενός ΙΧ. Ετσι, όταν ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα η εξάρθρωση της «συμμορίας των εννέα», αυτός βρισκόταν ήδη στις φυλακές Κορυδαλλού. Οι αστυνομικοί τού ζήτησαν να καταθέσει αλλά παραμένει εντελώς αρνητικός. Λέγεται πάντως ότι κατασκευάζει πολυτελή κατοικία στον Ασπρόπυργο και οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εκτιμούν ότι η χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της βίλας γίνεται από το μερίδιό του στη λεία της ληστείας.


Πάντως ο ζαχαροπλάστης όταν εκλήθη να απολογηθεί στον ανακριτή που χειρίζεται την υπόθεση άλλαξε γραμμή πλεύσης και υποστήριξε ότι «έπεσε θύμα απάτης και αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Επικαλέστηκε μάλιστα και τη γνωστή από τη συμμετοχή της σε τηλεοπτικές εκπομπές ψυχολόγο κυρία Τένια Μακρή, της οποίας είχε ζητήσει την υποστήριξη, όπως και από άλλους συναδέλφους της». Σε επικοινωνία μας η κυρία Μακρή δεν θέλησε να αναφέρει οτιδήποτε για την υπόθεση αυτή επικαλούμενη το επαγγελματικό απόρρητο.


«Ανθρωπος για όλες τις δουλειές»


Επεισοδιακό ήταν το παρελθόν του Α. Λιαρτή στην Αεροπορία. Τον Φεβρουάριο του 1993 είχε πάει στη Σομαλία συμμετέχοντας σε δύναμη 110 ελλήνων στρατιωτικών. Μάλιστα σε εκείνη την αποστολή σε ενέδρα ανταρτών στην περιοχή Ουάνζιτ είχε σκοτωθεί ο μόνιμος λοχίας των τεθωρακισμένων Μιχάλης Σούμπουρος, 22 χρόνων, από τη Βέροια. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1994 ο Λιαρτής επιχείρησε να φέρει παράνομα ένα Καλάσνικοφ. Σύμφωνα με πληροφορίες, όταν πιάστηκε τότε, δικαιολογήθηκε ότι «οι έλληνες στρατιώτες είχαν ασχοληθεί με παράνομες ενέργειες και η μεταφορά ενός όπλου για αναμνηστικούς λόγους δεν ήταν κάτι σημαντικό».


Μετά την έξοδό του από τον Ελληνικό Στρατό ο Λιαρτής προσελήφθη ως φρουρός του βουλευτή της ΝΔ, στο πλευρό του οποίου παρέμεινε ως πρόσφατα. Οπως υποστηρίζουν τώρα φίλοι του Λιαρτή, «ο Τάσος ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές του βουλευτή. Ως οδηγός του μετέφερε από συγγενείς του ως… ψηφοφόρους του βοηθώντας ως και στο παραμικρό προεκλογικό ρουσφέτι. Είχε ανάγκη το μεροκάματο»…