Το νομοσχέδιο περί εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης και το καθεστώς των λεγομένων Νέων Χωρών αποτελούν το κύριο αντικείμενο της επιστολής που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος στον Αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο. Από τις πρώτες γραμμές τις επιστολής ως και τις τελευταίες φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε μια νέα βαθιά κρίση στις σχέσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο. Δείχνει όμως ταυτόχρονα ότι επιθυμεί την πιστή και απαρέγκλιτη τήρηση όσων ορίζει η Πατριαρχική Πράξη του 1928 με την οποία παραχωρήθηκε η διοίκηση των Μητροπόλεων της Βορείου Ελλάδος στην Εκκλησία της Ελλάδος αλλά πνευματικά υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μετά χαράς, σημειώνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, «επικοινωνούμεν προς την Υμετέραν λίαν ημίν αγαπητήν και περισπούδαστον Μακαριότητα, αναμιμνησκόμενοι της προσφάτου αδελφικής συναντήσεως ημών εν τη έδρα Αυτής και των προς ημάς τιμητικών εκδηλώσεων της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, δι’ ας και αύθις θερμώς ευχαριστούμεν».
Ο κ.κ. Βαρθολομαίος επαναφέρει με την επιστολή του όσα ορίζει η Πατριαρχική Πράξη του 1928 και τη συμφωνία που επετεύχθη το 2004 προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, η οποία διήρκεσε 11 ολόκληρους μήνες:
«Επιθυμούντες δε όπως η κατόπιν της από 28ης Μαΐου 2004 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, της γνωρισθείσης ημίν διά του υπ’ αριθμ. Πρωτ. 1667 Διεκ. 1011/28 Μαΐου 2004 γράμματος του Αρχιγραμματέως αυτής προς τον τότε Αρχιγραμματεύοντα της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, επελθούσα ειρήνευσις εις τας διαταραχθείσας, ως μη ώφειλε, σχέσεις των δύο Εκκλησιών διατηρηθή και έτι μάλλον εμπεδωθή και ασάλευτος και αδιατάρακτος καταστή, και ευχαριστούντες επ’ ευκαιρία τη Υμετέρα Μακαριότητι διά την συμβολήν Αυτήν εις την επίτευξιν της επικρατησάσης ορθής και κανονικής και δικαίας λύσεως, παρακαλούμεν όπως, εν τη διακρινούση Υμάς σοφία και γνώσει, μεριμνήσητε καταλλήλως ίνα καταβληθή παρ’ όλων των Ιερωτάτων Ιεραρχών πάσα προσπάθεια πιστής και ακριβούς εφαρμογής όλων των ρυθμίσεων και όρων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, κατά την ως άνω απόφασιν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, και εις α σημεία η ακριβής αυτής εφαρμογή διά διαφόρους λόγους υστερεί».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο κ.κ. Βαρθολομαίος ζητεί: «ειδικώτερον, τα κυριώτερα θέματα επί των οποίων παρακαλούμεν άπαξ έτι διά την μέριμναν της Υμετέρας Μακαριότητος και των Ιερωτάτων αδελφών Αρχιερέων προς ακριβήν τήρησιν, πέραν των ήδη τηρουμένων, είναι, ως ήδη εθέσαμεν ταύτα προφορικώς Αυτή ενταύθα τε και εν Αθήναις, η μνημόνευσις του ονόματος του εκάστοτε Πατριάρχου εν ταις Ιεραίς Πατριαρχικαίς και Σταυροπηγιακαίς Μοναίς, ταις ευρισκομέναις εντός των επιτροπικώς διοικουμένων υπό της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος Ιερών Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η ανακοίνωσις των κατά καιρούς γιγνομένων εν αυταίς ή εν τοις ηγουμενοσυμβουλίοις αυτών διοικητικών μεταβολών· η σαφής μνημόνευσις του ονόματος του Πατριάρχου εν ταις Ομολογίαις και τοις Υπομνήμασι των νεωστί χειροτονουμένων διά τας Ιεράς Μητροπόλεις των Νέων Χωρών Ιεραρχών ως του εαυτών Πρώτου, και η εκ των προτέρων εκζήτησις εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένης μεταθέσεως Αρχιερέως από ή προς τας εν λόγω Μητροπόλεις, δοθέντος ότι η Πράξις απαγορεύει ρητώς τας τοιαύτας μεταθέσεις».
Ακόμη ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρακαλεί: «θερμώς και αδελφικώς την Υμετέραν Μακαριότητα, συμφώνως και προς τας δοθείσας υποσχέσεις υπό του κατά Μάρτιον του έτους 2004 επισκεφθέντος το Φανάριον επί κεφαλής Συνοδικής Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος Ιερωτάτου Μητροπολίτου τότε Αλεξανδρουπόλεως και νυν Θεσσαλονίκης κυρίου Ανθίμου ότι «θα καταβληθή προσπάθεια προς ικανοποίησιν», όπως μεριμνήση ενεργώς ώστε να δύναται ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης να προτείνη Υμίν διά τας Επαρχίας των λεγομένων Νέων Χωρών την άνευ ετέρου εγγραφήν ή την διά κανονικούς ασφαλώς λόγους διαγραφήν υποψηφίων εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείων εκλεξίμων, διά να μη υφίσταται τύποις μόνον το κανονικόν αυτού δικαίωμα τούτο, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι, κατά το γράμμα του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Πατριάρχης, ως μη ώφειλε, εισηγείται υποψηφίους κατά τον αυτόν τρόπον και την ιδίαν διαδικασίαν καθ’ ην εισηγείται υποψηφίους ο οιοσδήτις εν ενεργεία Ιεράρχης, όπερ απαράδεκτον, ως και Υμείς ασφαλώς εκτιμάτε, Μακαριώτατε Αδελφέ, δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται περί Επαρχιών κανονικώς υπαγομένων εις τον υπ’ Αυτόν πανίερον Οικουμενικόν Θρόνον».
Το ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριάρχη για την εκκλησιαστική Δικαιοσύνη
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ζητεί από τον Αρχιεπίσκοπο να του αποστείλει το νομοσχέδιο για την εκκλησιαστική Δικαιοσύνη που συντάχθηκε από ειδική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της Εκκλησίας και του υπουργείου Παιδείας και πρόεδρός της ήταν ο ίδιος ο κ. Χριστόδουλος. Και αξίζει να σημειωθεί ότι για μία ακόμη φορά ο Οικουμενικός Πατριάρχης δηλώνει ότι η διάταξη βάσει της οποίας μπορεί να τίθεται σε διαθεσιμότητα Μητροπολίτης που κατηγορείται για σκάνδαλα χωρίς να έχει διεξαχθεί σχετική ανάκριση χαρακτηρίζεται ως αντικανονική. Πρόκειται για μια διάταξη που ψηφίστηκε το 1983 επί υπουργίας Παιδείας Απ. Κακλαμάνη, συμπεριελήφθη στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και βάσει αυτής απομακρύνθηκε από τον θρόνο του ο Μητροπολίτης πρώην Αττικής κ. Παντελεήμων Μπεζενίτης.
Επικειμένης δε, ως πληροφορούμεθα, τονίζει ο κ.κ. Βαρθολομαίος, «της τροποποιήσεως του περί εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης νόμου της εντίμου Ελληνικής Πολιτείας, παρακαλούμεν όπως αποστείλητε ημίν το σχέδιον του σχετικού τούτου νόμου, ως και την γενομένην εκκλησιαστικήν πρότασιν, ίνα εκφέρωμεν τας απόψεις της Μητρός Εκκλησίας και, όπως και προσωπικώς παρεκλήθη γραπτώς τε και προφορικώς η Υμετέρα Μακαριότης, μεριμνήσατε ίνα καταργηθή αφεύκτως η σαφώς αντικειμένη εις τους θείους και ιερούς κανόνας και άνευ της συγκαταθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου προστεθείσα εις το άρθρον 34 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος παράγραφος 8, διά της οποίας τίθενται εις διαθεσιμότητα Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, άνευ των προβλεπομένων κανονικών διαδικασιών.
Η διάταξις αύτη, ως εκτιμάται υπό της Μητρός Εκκλησίας, αλλά και υπό εγκρίτων κανονολόγων, ουχί μόνον τυγχάνει άκρως αντίθετος προς τα διατεταγμένα υπό των ιερών κανόνων και παραδεδεγμένα και εφαρμοζόμενα, ως εισάγουσα την αντικανονιστικήν διάκρισιν μεταξύ διοικητικών πράξεων και εκκλησιαστικών ποινών, των τελευταίων επιβαλλομένων μόνον διά των κανονικών πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αλλά δύναται να δημιουργήση και αύθις σοβαράς αμφισβητήσεις και προβλήματα μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών ημών, άτε της Μητρός Εκκλησίας ουδαμώς δυναμένης να αποδεχθή και αναγνωρίση αποφάσεις ληφθείσας επί τη βάσει ενός τοσούτον κραυγαλέως αντικανονικού νόμου».
Τα ανωτέρω, καταλήγει ο Πατριάρχης, «εν αγάπη βαθεία και τιμή δεδομένη προς την Υμετέραν φίλην Μακαριότητα εθεωρήσαμεν χρέος ημών όπως υπομνήσωμεν άπαξ έτι, άτε μηδεμιάς απαντήσεως ληφθείσης παρ’ Αυτής εις σχετικά προηγούμενα εντεύθεν γράμματα και έχοντες δι’ ελπίδος ότι και αι ανωτέρω κανονικαί υποχρεώσεις της καθ’ Υμάς αδελφής Εκκλησίας θέλουσι τύχει της προσηκούσης προσοχής και εφαρμογής, διατελούμεν μετά της εν Κυρίω φιλαδελφίας και πάσης τιμής».