Εμποροι ναρκωτικών «βαπτίζονται» τοξικομανείς και «τη γλιτώνουν» στα ποινικά δικαστήρια… Οι τοξικολογικές εξετάσεις, που είναι απαραίτητες για τον διαχωρισμό του εμπόρου από τον χρήστη, δεν γίνονται στα εργαστήρια τοξικολογίας, π.χ. στη Θεσσαλονίκη, διότι δεν καλύπτονται τα έξοδα λειτουργίας του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας. Και στην Αθήνα, οι συλληφθέντες δεν οδηγούνται εγκαίρως για έλεγχο αίματος και ούρων. Επίσης, όπως προκύπτει από τα όσα ελέχθησαν κατά τη συνεδρίαση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής σχετικά με το θέμα των ναρκωτικών, στις 10 Μαΐου υπάρχει μεγάλη έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού.



Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 3982/7.10.1987, ο έλεγχος της χρήσης ναρκωτικών ουσιών διενεργείται με τοξικολογική ανάλυση σωματικών υγρών του εξεταζομένου (αίμα – ούρα) σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 48-72 ωρών από την τελευταία λήψη της ναρκωτικής ουσίας. Επίσης γίνεται κλινικός έλεγχος. Ο εξεταζόμενος εισάγεται άμεσα για κλινική παρακολούθηση σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα ή σε ειδικό σωφρονιστικό κατάστημα για πέντε τουλάχιστον ημέρες. Κατά τη διάρκεια του κλινικού ελέγχου διενεργείται συμπληρωματικά και πλήρης σωματικός έλεγχος για την ανακάλυψη συνοδών στοιχείων, όπως ουλές από νύξεις των φλεβών.


Ωστόσο η απόφαση δεν εφαρμόζεται στο σύνολό της. Οπως επισημαίνουν οι ειδικοί επιστήμονες οι οποίοι παρέστησαν στη συνεδρίαση της επιτροπής, δεν λειτουργούν ιδρύματα για πενθήμερη παρακολούθηση των συλληφθέντων. Οι δε τοξικολογικές εξετάσεις δεν διενεργούνται σε όσους συλλαμβάνονται για κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών εντός 48-72 ωρών.


«Οταν συλλαμβάνεται κάποιος, για παράδειγμα, την Παρασκευή και έρχεται για εξέταση σε δέκα μέρες, το θέμα έχει λήξει» δηλώνει στο «Βήμα» ένας εκ των ειδικών που συμμετείχαν στη συνεδρίαση. Επαναλαμβάνει ότι «ουδέποτε εφαρμόστηκε η απόφαση του 1987 η οποία έλεγε ότι με το που θα συλληφθεί κάποιος θα εισάγεται σε ειδικό κέντρο όπου θα εξετάζεται από γιατρούς. Το δικαστήριο ή ο εισαγγελέας» εξηγεί «ζητεί από ψυχίατρο ή ιατροδικαστή να διατυπώσει γνώμη. Γίνεται πραγματογνωμοσύνη, η οποία όμως δεν περιλαμβάνει αποτελέσματα τοξικολογικών εξετάσεων».


Το πρόβλημα θίγει και ο αναπληρωτής καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. M. Τσούγκας σε παλαιότερη επιστολή του προς τον προϊστάμενο Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. «Οι εξετάσεις οι οποίες διεξάγονται σύμφωνα με τον νόμο 1729/87, είναι κυριολεκτικώς αίολες και εκτός πάσης επιστημονικής τεκμηριώσεως» αναφέρει, διευκρινίζοντας ότι οι εξετάσεις γίνονται κατόπιν εντολής εισαγγελέως που «βασίζει την τοξικοεξάρτηση ή μη εις την ορθότητα των απαντήσεων εκ μέρους των εξεταζομένων τριών εκ των εννέα ερωτήσεων». Συνεχίζοντας ο κ. Τσούγκας διαπιστώνει: «Εξαρτημένοι και μη, γνωρίζουν τι θα απαντήσουν στις τυποποιημένες ερωτήσεις και όλοι χαρακτηρίζονται ως τοξικομανείς οπότε τυγχάνουν των σχετικών ευεργετικών διατάξεων».


Ο ίδιος ο κ. Τσούγκας δηλώνει σήμερα προς «Το Βήμα», ότι δεν έχει υπάρξει πρόοδος. «Πέντε χρόνια δεν έχει δοθεί ούτε μία δραχμή για τη λειτουργία του Εργαστηρίου. Δεν δεχόμαστε να βάζουμε την υπογραφή μας σε γνωματεύσεις χωρίς να έχουν γίνει οι απαραίτητες εξετάσεις».


Με μελανά χρώματα περιγράφουν την κατάσταση οι επιστήμονες


Στη συνεδρίαση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής «για τη μελέτη και αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών», στις 10 Μαΐου, παρέστησαν οι ειδικοί επιστήμονες κυρίες Χάιδω Σπηλιοπούλου και Φωτεινή Σκεπάρνη και οι κκ. Φ. Κουτσάφτης, E. Μανωλόπουλος και Δ. Ψαρούλης. Οι ειδικοί περιέγραψαν με μελανά χρώματα την κατάσταση που επικρατεί:


ΧΑΪΔΩ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ (αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών)


«Σε μένα η Εισαγγελία Αθηνών, στην οποία είμαι πραγματογνώμονας, ουδέποτε μου έχει αναθέσει πραγματογνωμοσύνη για τα ναρκωτικά. Το εργαστήριό μας έχει λάβει εντολές για πραγματογνωμοσύνη που αφορά χρήστες που κυρίως προέρχονται από τις Ενοπλες Δυνάμεις. Θεωρείται αδιανόητο να διαπιστώσουμε ότι κάποιος είναι χρήστης, αν δεν έχουμε κάνει τοξικολογική εξέταση. Το εργαστήριό μας θεωρεί ότι έτσι όπως είναι διατυπωμένα τα κριτήρια, με βάση τα οποία διαπιστώνουμε αν ένας άνθρωπος είναι εξαρτημένος ή όχι, στηρίζονται περισσότερο στη δήλωση που κάνει ο εξεταζόμενος, η οποία τις περισσότερες φορές δεν είναι ακριβής – για λόγους που καταλαβαίνουμε όλοι, δηλαδή για την ευνοϊκότερη μεταχείριση από τον νόμο».


ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΚΕΠΑΡΝΗ (διευθύντρια του Εργαστηρίου Τοξικολογίας στο Νοσοκομείο «Αγιος Ανδρέας» Πατρών)


«Παίρνουμε εντολές που μας απασχολούν για ναρκωτικά, όχι όμως γενικευμένα. Για παράδειγμα, παίρνουμε εντολές από Τρίπολη, Μεγαλόπολη, Αιτωλοακαρνανία κ.λπ. Παρ’ ότι έχουμε πάρει εντολή από την Εισαγγελία Εφετών και τις ανακριτικές αρχές να γίνονται οι τοξικολογικές εξετάσεις για τους χρήστες και τους εξαρτημένους γενικότερα, δεν έχει ενεργοποιηθεί».


Φ. ΚΟΥΤΣΑΦΤΗΣ (προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών)


«Διαθέτουμε ένα πλήρες εργαστήριο από τεχνικής απόψεως, αλλά δυστυχώς έχουμε τεράστιο πρόβλημα έμψυχου υλικού. Εδώ και 15 χρόνια λειτουργεί μόνο με μία χημικό που δίνει τεράστιο αγώνα σε ένα ωραίο και άδειο εργαστήριο. Πριν από περίπου πέντε – έξι χρόνια πήραμε και έναν τεχνολόγο, και αυτή τη στιγμή πρέπει να καλύψουμε όλες μας τις ανάγκες με αυτούς τους δύο ανθρώπους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αδυνατούμε να καλύψουμε σωστά και έγκαιρα όλες τις ανάγκες που υπάρχουν. H υπηρεσία μας ποτέ δεν έχει πάρει εντολή να κάνει τοξικολογική εξέταση σε άνθρωπο ο οποίος έρχεται να εξεταστεί για ναρκωτικά. Απλώς η εντολή είναι υπό τύπον πραγματογνωμοσύνης, δεν απευθύνεται στην υπηρεσία μας, αλλά στους ιατροδικαστές που υπηρετούν, αν είναι γραμμένοι στον πίνακα πραγματογνωμόνων. Λόγω αυτού του περίεργου καθεστώτος, το σύνολο των συναδέλφων έχει ήδη διαγραφεί από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων. Κανένας δηλαδή ιατροδικαστής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών δεν κάνει πλέον πραγματογνωμοσύνες, γιατί κινδυνεύει να βρεθεί κατηγορούμενος».


Δ. ΨΑΡΟΥΛΗΣ (αναπληρωτής καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)


«Εχουμε έναν νόμο 20 ετών και τώρα καταλάβαμε ότι δεν εφαρμόζεται. Ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί στην ολότητά του, ενώ έχει τροποποιηθεί».


E. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ (διευθυντής του Εργαστηρίου Φαρμακολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης)


«Θεωρώ απαραίτητο αυτό το κομμάτι της εξέτασης. Αν οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να «παίξουν» τον ρόλο του τοξικομανή, ξέρουν. Επίσης, ξέρουν πώς να κρύψουν ότι είναι αλκοολικοί. Με εντυπωσιάζει το γεγονός της απουσίας εξετάσεων στην Αθήνα. Κυρίως αυτό που χρειάζονται οι έμποροι είναι να βγαίνουν θετικοί, ώστε να κάνουν χρήση κάποιων ευεργετημάτων του νόμου για τους χρήστες».