Αν μπορούσαμε να πάμε πίσω στον χρόνο 200 εκατ. χρόνια και να «ταξιδέψουμε» με ένα «διαστημόπλοιο» πολύ ψηλά πάνω από τη Γη, θα βλέπαμε ότι τότε υπήρχε μόνο μία ήπειρος, η Πανγαία. H μεγάλη εκείνη ήπειρος άρχισε μετά να χωρίζεται (σύμφωνα με τη θεωρία της ηπειρωτικής παρέκκλισης) κάπου 230 και πάνω εκατ. χρόνια πριν σε δύο περιοχές που τις χώριζε μια θάλασσα, η Τιθύς. Υπόλειμμα εκείνης της πανάρχαιας θάλασσας είναι η Μεσόγειος. H διάσπαση της Πανγαίας συνεχίστηκε καθώς οι νέες ήπειροι γλιστρούσαν πάνω στον ημίρρευστο μανδύα της Γης (ένα στρώμα μεταξύ του φλοιού και του πυρήνα της), όπως υποστηρίζεται από τη θεωρία των τεκτονικών πλακών. Αυτή η μετακίνηση συνεχίζεται και σήμερα και εκδηλώνεται πολλές φορές με μεγάλους σεισμούς σε περιοχές που επηρεάζονται από αυτήν.



Οταν άρχισε να διασπάται η Πανγαία, είχαν ήδη εξελιχθεί τα ερπετά από τα αμφίβια. H περιοχή N. Αμερική – Αφρική και η Ανταρκτική – Αυστραλία άρχισαν να ξεχωρίζουν και πριν από 65 εκατ. χρόνια αποχωρίστηκε η N. Αμερική από την Αφρική και η Ανταρκτική από την Αυστραλία. H γεωλογική αυτή διαμόρφωση ενισχύεται ως γεγονός και από το παλαιοντολογικό αρχείο σύμφωνα με το οποίο ένα απολιθωμένο ερπετικό είδος του Τριαδικού (πριν από 230-181 εκατ. χρόνια) βρέθηκε στην Ανταρκτική, N. Αφρική και A. Ασία. H πιο απλή εξήγηση είναι να δεχθούμε ότι τότε που υπήρχε εκείνο το είδος οι προαναφερθείσες ήπειροι ήταν ενωμένες.


Γυρνώντας πίσω το «ταξίδι» μας, πριν από περίπου 70 εκατ. χρόνια, τότε που άρχισαν να αναπτύσσονται οι πρόγονοι των πρωτευόντων, παρατηρούμε ότι μαζί με τις εξελικτικές αλλαγές άλλαζε πάλι και η Γη. Από τα βουνά του Βορρά κατέβαιναν μεγάλοι όγκοι πάγου. Ο χειμώνας γινόταν όλο και πιο βαρύς. Το ζεστό τροπικό κλίμα είχε χαθεί και έμοιαζε περισσότερο με το σημερινό: ζεστό καλοκαίρι και κρύος χειμώνας. Νέα είδη αναπτύχθηκαν, πιο καλά προσαρμοσμένα, όπως το μαλλιαρό μαμούθ, που ζούσε στους κάμπους της Σιβηρίας. Και όσο κατέβαινε το κρύο από τον Βορρά τα δάση υποχωρούσαν όλο και πιο νότια μαζί με τους κατοίκους τους, όπως οι δενδρόβιοι πίθηκοι που μόνο πάνω στα δέντρα ήταν ασφαλείς καθώς δεν ήταν αρκετά «έξυπνοι» για να ξεφύγουν από τα ισχυρότερα ζώα που τους κυνηγούσαν.


Τα περισσότερα είδη πιθήκων σήμερα περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους πάνω στα δέντρα. Και με τη μέθοδο της βραχιαιώρησης ο γίββωνας, π.χ., αλλά και ο χιμπαντζής σε μικρότερο βαθμό, όπως και άλλα είδη, εκτελούν πραγματικές ακροβασίες για να προσεγγίσουν τις περιοχές συγκομιδής τροφής που βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος για κάθε είδος, για να μην αλληλενοχλούνται. H χορτοφαγική δενδρόβια διαβίωση ταιριάζει στα τροπικά δάση, όχι όμως και στις εύκρατες περιοχές. Μια μεγάλη λοιπόν γεωλογική αλλαγή, η απόσπαση της Ινδικής χερσονήσου από την Αφρική, που τελείωσε πριν από 25-35 εκατ. χρόνια, άλλαξε δραματικά το κλίμα στην Ασία και στην Αφρική καθώς το μέτωπο των βροχωδών δασών υποχώρησε προς τον Ισημερινό αφήνοντας πίσω του λιβάδια, σαβάνες και αρκετά δάση.


Οι πογκίδες ξέμειναν σε ό,τι απέμεινε από το δάσος. Είχαν όμως αποκτήσει με τη βραχιαιώρηση δεξιότητες που τους επέτρεπαν να εκμεταλλευθούν και το έδαφος καταφέρνοντας να φθάσουν στην ημιόρθια στάση, προς το δίποδο βάδισμα, κατακτώντας νέες περιοχές. Ανάμεσα στον αιγυπτοπίθηκο (πριν από 28 εκατ. χρόνια), στον οποίο αναφερθήκαμε σε προηγούμενη επικοινωνία μας, και στους αφρικανικούς πογκίδες τοποθετούνται οι δρυοπίθηκοι (πριν από 10-20 εκατ. χρόνια), πρόγονοι των σημερινών ανθρωποειδών. Ανάμεσα στους δρυοπιθήκους έζησαν και οι ραμαπίθηκοι (πριν από 8-17 εκατ. χρόνια), πρωτεύοντα μικρής σωματικής διάπλασης και με χαρακτηριστικά (ιδιαίτερα το κεφάλι) που τους εμφανίζουν ως τους πιο πιθανούς προγόνους των ανθρωπιδών (αυστραλοπίθηκοι, άνθρωπος). Ο κενυαπίθηκος (πριν από 14 εκατ. χρόνια), που θεωρείται ο αφρικανικός τύπος του ραμαπίθηκου, φαίνεται ότι «καταγράφει» την παλαιότερη μαρτυρία χρήσης κάποιου εργαλείου (βότσαλα από λάβα, σπασμένα οστά αντιλόπης). Οι ραμαπίθηκοι είχαν χαρακτηριστικά ενδιάμεσα μεταξύ των πρώτων δρυοπιθήκων και των τελευταίων ανθρωπιδών.


Οι σημερινοί πίθηκοι είναι σύγχρονοι οργανισμοί και ο άνθρωπος δεν έλκει την καταγωγή του από αυτούς. Ωστόσο σήμερα γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι, ο γορίλας και ο χιμπαντζής κατάγονται από κοινό πρόγονο ο οποίος έζησε πριν από 5-7 εκατ. χρόνια. Και αυτό βασίζεται στο «μοριακό ρολόι» που καταγράφει τον εν πολλοίς σταθερό ρυθμό των μεταλλάξεων. H κανονικότητα αυτή υποδηλώνει ότι, αν δύο οργανισμοί-είδη προέρχονται από κοινό πρόγονο, τότε ο βαθμός των διαφορών των κοινών γονιδίων τους θα είναι αναλογικός με τον χρόνο διάσπασής τους. Με τέτοιες έρευνες φαίνεται επίσης ότι τα δύο ζώντα είδη του χιμπαντζή (ο τρογλοδίτης και ο μπονόμπος ή πυγμαίος) είχαν κοινό πρόγονο που έζησε πριν από περίπου 2 εκατ. χρόνια και πάνω.


Πιο πρόσφατες γενετικές έρευνες από τον Γκούτμαν και τους συνεργάτες του που συνέκριναν 97 γονίδια μεταξύ ανθρώπου, χιμπαντζή, γορίλα, ουραγκοτάγκου, πιθήκων του παλαιού κόσμου και ποντικού αποκάλυψαν ότι η ομοιότητα μεταξύ ανθρώπου και χιμπαντζή είναι μεγαλύτερη από εκείνη που είχε προσδιορισθεί παλαιότερα και εκτιμάται στο 99,4%. Μικρότερη είναι η γενετική ομοιότητα ανθρώπου – γορίλα, ανθρώπου – ουραγκοτάγκου, ανθρώπου – πιθήκων του παλαιού κόσμου, ενώ κανένα από τα πρωτεύοντα αυτά δεν σχετιζόταν στενά με τον ποντικό. Αξιοπερίεργο είναι επίσης το εύρημα ότι οι διαφορές αυτές που αναφέρονται σε γονίδια κρίσιμα για την επιβίωση, όπως γονίδια για την επιδιόρθωση του DNA ή τη μεταφορά οξυγόνου, είναι τόσο μικρές μεταξύ ανθρώπου και χιμπαντζή. Με την αξιοποίηση της μεθοδολογίας του μοριακού ρολογιού οι εν λόγω ερευνητές υπολόγισαν ότι οι ανθρωπίδες και οι πογκίδες προήλθαν από κοινό πρόγονο πριν από 5-7 εκατ. χρόνια.


Οι έρευνες αυτές βασίζονται βέβαια μόνο σε 97 γονίδια από το σύνολο των περίπου 35.000 γονιδίων του ανθρώπου. H πλήρης χαρτογράφηση του γονιδιώματος των στενών συγγενών του ανθρώπου (του χιμπαντζή ήδη τελείωσε) θα δώσει πιο πειστική απάντηση ως προς το ποιες είναι οι γενετικές διαφορές που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, τη γλώσσα του, τη νοημοσύνη του, τη συμπεριφορά του. Είναι πολλές ή λίγες; Εχουν να κάνουν, λ.χ., περισσότερο με ρυθμιστικά γονίδια ή με γονίδια που εκφράζονται σε ορισμένα μέρη του εγκεφάλου και σε συγκεκριμένα οντογενετικά (αναπτυξιακά) στάδια;


Και ενώ ο ερευνητικός μαραθώνιος συνεχίζεται, για να ολοκληρώσουμε τη βιολογική μας αυτογνωσία και να κατανοήσουμε βαθύτερα τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι, ο ανυπόμονος εγκέφαλός μας – μια ασύλληπτη περιπέτεια και μια πρωτόγνωρη δύναμη της λογικής – καλπάζει αναζητώντας πολλές φορές τη λογική της δύναμης. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε την απόλυτη αλήθεια στις σκέψεις μας, στις σχέσεις μας, στις πράξεις μας, στις βουλήσεις μας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε επιεικείς με τους άλλους και αυστηροί με τον εαυτό μας. Μια καθαρά ανθρώπινη διάσταση στη δαιδαλώδη υπαρξιακή μας πορεία.


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.