Ο αείμνηστος ακαδημαϊκός K. Ρωμαίος έδωσε ένα επιτυχημένο τίτλο -«χωράφι-μουσείο»- σε ένα χωράφι του Αγίου Σώστη Τεγέας, στο οποίο έσπευδαν Ελληνες και Ευρωπαίοι, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Κλεμανσό, για να περισυλλέξουν μερικά από τα αμέτρητα πήλινα αγαλμάτια που απλώνονταν εκεί όπου κάποτε βρισκόταν ιερό της Δήμητρος και της Κόρης.


Δεξιά του δρόμου που οδηγεί από τη Βεργίνα προς τα Παλατίτσια, απλώνεται μέχρι τις παρυφές του δάσους σε μια έκταση ομαλά επικλινή η ιδιοκτησία των αδελφών Μπέλα. Το χωράφι αυτό, που δεν φαίνεται να διαφέρει από τα γειτονικά και μοιάζει τώρα προορισμένο μόνο για σιτάρια, βαμβάκι ή ό,τι άλλο καλλιεργείται σε αυτόν τον κάμπο, έχει προσφέρει εδώ και ενάμιση αιώνα και συνεχίζει να προσφέρει μια ασύγκριτα σπουδαιότερη σοδειά.


Ηδη το 1861 ο πρώτος ανασκαφέας της Βεργίνας, ο γάλλος αρχαιολόγος L. Heuzey, ενεργώντας για τον Ναπολέοντα Γ´ της Γαλλίας, έφθασε στα Παλατίτσια και στους δύο παρακείμενους αμιγώς ελληνικούς μαχαλάδες, με τα ονόματα Μπάρμπες και Κούτλες, πραγματοποίησε ανασκαφή στο χωράφι αυτό, το οποίο τότε, όπως όλη η περιοχή, ανήκε στον μπέη των Παλατιτσίων, και αποκάλυψε έναν από τους πρώτους μακεδονικούς τάφους. Το μνημείο βρέθηκε συλημένο και η πρόσοψή του ήταν σχεδόν ακόσμητη. Τα μαρμάρινα θυρόφυλλά του με κάρα μεταφέρθηκαν στο πολεμικό πλοίο που είχε παραχωρηθεί στον αρχαιολόγο από τον Ναπολέοντα Γ’ για να πλουτίσουν το Μουσείο του Λούβρου, όπου σήμερα εκτίθενται.


* Διορατική επιλογή


Τα χρόνια πέρασαν και το εύρημα του Heuzey ξεχάστηκε μέσα στη σκληρή αγροτική ζωή των Ελλήνων στις παρυφές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στους αγώνες της υπόλοιπης Ελλάδας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας που ολοκληρώθηκαν μόλις το 1913. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 καυκάσιοι και πόντιοι πρόσφυγες και οι Μπάρμπες-Κούτλες πήραν το πιο εύηχο όνομα Βεργίνα από τη βασίλισσα ενός τοπικού θρύλου της Βέροιας. Αγνωστο είναι πότε και πώς σκεπάστηκε πάλι με χώματα το μνημείο και ξανατάφηκε στη γη. Πάντως το 1938, όταν ο K. Ρωμαίος, καθηγητής Αρχαιολογίας του νεοσύστατου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επέλεξε με μοναδική διορατικότητα τη Βεργίνα για να πραγματοποιήσει πανεπιστημιακή ανασκαφή για την άσκηση των φοιτητών του, εγκαινιάζοντας το ανασκαφικό και εκπαιδευτικό έργο του ΑΠΘ που πραγματοποιείται έκτοτε εκεί, η θέση του τάφου που είχε αποκαλύψει ο Heuzey ήταν ήδη άγνωστη. Οπως διηγούνται στη Βεργίνα ηλικιωμένοι, όπως ο μπαρμπα-Νίκος Ζησέκας, γεννηθείς το 1910, οργανωμένα εργοτάξια στήθηκαν σε διάφορα σημεία του σημερινού αρχαιολογικού χώρου και έναντι αμοιβής αποσπούσαν τις γωνιασμένες πέτρες από τα αρχαία κτίρια, τις τεμάχιζαν και πάνω σε κάρα τις μετέφεραν στο χωριό για τη χρησιμοποίησή τους στα σπίτια που χτίζονταν για τη στέγαση των προσφύγων, καταστροφή ανυπολόγιστη, αλλά και ως ένα βαθμό δικαιολογημένη από τις αμείλικτες ανάγκες της επιβίωσης των νεοφερμένων και από την έλλειψη μέριμνας για τα μνημεία. Τέτοια θα πρέπει να ήταν και η τύχη μεγάλου μέρους του λίθινου υλικού του τάφου, ο οποίος όταν ξαναβρέθηκε είχε χάσει την οροφή και μέρος των τοίχων του.


* Οχυρωματικός περίβολος


Ξαναβρέθηκε τυχαία, όταν πια το χωράφι είχε αποκτηθεί από τους αδελφούς Μπέλα, εύρωστους επιχειρηματίες σήμερα. Κατά το όργωμα, το αλέτρι του τρακτέρ έπεσε σε κοιλότητα του εδάφους και ο ιδιοκτήτης, αντιλαμβανόμενος ότι πρόκειται για αρχαιολογικό εύρημα, αντί να αποκρύψει το γεγονός, όπως θα έκαναν άλλοι, έσπευσε να ειδοποιήσει σχετικά τον Ανδρόνικο, ο οποίος πραγματοποίησε τις απαραίτητες εργασίες και επανέφερε το μνημείο στο φως. Αργότερα, δίπλα στον τάφο αυτόν βρέθηκαν τρεις ακόμη μακεδονικοί τάφοι συλημένοι και ένας μικρός κιβωτιόσχημος, ασύλητος, όλοι του 3ου αι. π.X. Διαπιστώθηκε έτσι ότι δεν επρόκειτο για μεμονωμένο μνημείο, αλλά βρισκόταν πολύ κοντά σε συστάδα τάφων που καλύπτονταν από τον ίδιο χαμηλό τύμβο, τον οποίο ο Ανδρόνικος ονόμασε προς τιμήν των ιδιοκτητών «τύμβο Μπέλα», όνομα με το οποίο απαντά στη διεθνή βιβλιογραφία. Αν και συλημένοι οι τάφοι αυτοί, πλην του κιβωτιόσχημου, και λιτοί ως προς τα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά, μας χάρισαν μια τοιχογραφία απλή ως προς τη σύνθεση, αλλά ενδιαφέρουσα ως προς τη χρήση των χρωμάτων και των φωτοσκιάσεων, η οποία έχει ήδη πάρει τη θέση της στην ιστορία της τέχνης επίσης, ένα μαρμάρινο ταφικό κάθισμα και μια σαρκοφάγο σε μορφή κλίνης, διακοσμημένη με ποικιλία παραστάσεων.


Λίγα χρόνια αργότερα, το 1987, σε άλλο σημείο της ίδιας ιδιοκτησίας ο καθ. Π. Φάκλαρης, ανασκαφέας τη Βεργίνας, εντόπισε τη συνέχεια του οχυρωματικού περιβόλου που κατεβαίνει από τις δασωμένες πλαγιές των Πιερίων για να προστατεύσει και το ομαλό τμήμα της αρχαίας πόλης. Στην περιοχή δεν υπήρχε το παραμικρό επιφανειακό αρχαίο λείψανο, από αυτά που καθοδηγούν τις αρχαιολογικές τομές, ούτε υπήρχε κάποια ιδιαίτερη διαμόρφωση του εδάφους, που ήταν απολύτως επίπεδο. Ο Ανδρόνικος είχε αντιρρήσεις για την επιλογή του σημείου που φαινόταν άγονο αρχαιολογικά, εμπιστεύθηκε όμως τον μαθητή και συνεργάτη του και το αποτέλεσμα κέρδισε την αναγνώριση και τους επαίνους του. Ο εντοπισμός ήταν αξιοθαύμαστος. Στη μέση του κάμπου, σε ένα σημείο χωρίς επιφανειακές ενδείξεις μετά από μια σειρά ορθογωνίων πύργων που είχαν αποκαλυφθεί στις πλαγιές, ήρθε στο φως ο πρώτος ημικυκλικός πύργος, ισχυρός και άριστα διατηρημένος ως προς το λίθινο υλικό του, με ευρήματα από τη θεμελίωση που πιστοποιούν τη χρονολόγησή του στις αρχές του 3ου αι. π.X.


* H άγνωστη αρχαία πόλη


Ωστόσο οι εργασίες στο σημείο αυτό δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστούν. Αφενός η ιδιοκτησία έπρεπε να απαλλοτριωθεί, αφετέρου η μη αρχαιολογική επίχωση ήταν πολύ μεγάλη και οι διαθέσιμοι πόροι μικροί, ώστε η μόνη λύση ήταν η συνέχιση των ερευνών και της άσκησης των φοιτητών στον χώρο της ακρόπολης. Το 2000, θεωρώντας μετά από σειρά ενεργειών ότι η εξαγορά της ιδιοκτησίας είναι πλέον εφικτή, αποφασίζεται η συνέχιση των εργασιών και η οικογένεια Μπέλα, αν και ταλαιπωρούμενη ήδη από το 1981 από τις αρμόδιες υπηρεσίες, δίνει αβίαστα τη συναίνεσή της για τη συνέχιση των ερευνών του ΑΠΘ στο κτήμα της! H συνέχεια του τείχους αποκαλύπτεται κάτω από τεράστιους όγκους άμμου και χαλικιού που είχε σωρεύσει πάνω του ο γειτονικός χείμαρρος με τις αλλεπάλληλες κατεβασιές του από την αρχαιότητα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, το τμήμα αυτό διατηρήθηκε σε καλύτερη κατάσταση από τον υπόλοιπο οχυρωματικό περίβολο και αναμφισβήτητα αποτελεί το σημαντικότερο εύρημα της τελευταίας δεκαπενταετίας στη Βεργίνα. Ωστόσο και πάλι οι μικρές χρηματοδοτήσεις δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της έρευνάς του, καθώς μέχρι στιγμής έχει επιτευχθεί μόνο η αποκάλυψη και μελέτη της επίχωσης του εξωτερικού μετώπου του τείχους και ελπίζεται ότι κατά τις εφετινές εργασίες οι πιστώσεις θα επιτρέψουν τη συλλογή των πρώτων στοιχείων από την εσωτερική πλευρά του.


Φαίνεται λοιπόν ότι, εκτός από τον ομώνυμο τύμβο και το σημαντικό τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου, στην ιδιοκτησία Μπέλα κρύβεται επίσης ένα τμήμα της άγνωστης αρχαίας πόλης και του νεκροταφείου της. Τα αποκαλυφθέντα ευρήματα δεν είναι προς το παρόν προσιτά στον επισκέπτη, αν και υπάρχει σχεδιασμός για την ανάδειξη του τύμβου και της οχύρωσης χωριστά. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να χαρακτηρίσουμε το χωράφι αυτό, όπως ο K. Ρωμαίος το χωράφι στον Αγιο Σώστη, ως ένα ακόμη χωράφι-μουσείο, μια γη πιο γόνιμη από τις άλλες, μια γη που παράγει ιστορία και τέχνη.


H κυρία Βασιλική Γ. Σταματοπούλου είναι διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας, επιστημονική συνεργάτις της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής Βεργίνας.