H μοναδική ελληνική λιπασματοβιομηχανία έχει ζημιές – και όχι μόνον. Οπως παραδέχεται εκπρόσωπός της, η Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων (ΒΦΛ) αντιμετωπίζει οξύ ταμειακό πρόβλημα με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να κινδυνεύει να απολέσει πελάτες εξωτερικού, παρά το γεγονός ότι η επιβίωσή της, τουλάχιστον με τα σημερινά μεγέθη της, είναι αδύνατη χωρίς τη διατήρηση των εξαγωγών της σε υψηλά επίπεδα. Την ένταση των προβλημάτων υπογραμμίζει το γεγονός ότι προμηθευτές αμμωνίας και άλλων πρώτων υλών, σύμφωνα με πληροφορίες, αρνούνται ή καθυστερούν να της παράσχουν τις αιτούμενες ποσότητες, ζητώντας ακόμη και προπληρωμή.


Οι δύο βασικότεροι μέτοχοι της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων (ΒΦΛ), οι Τράπεζες Εθνική και Εμπορική, εξακολουθούν να τη στηρίζουν, ωστόσο οι ζημιές και τα χρέη της έχουν αυξηθεί επικίνδυνα καθώς έχουν συσσωρευθεί τεράστιες – και επισφαλείς – απαιτήσεις από τη διάθεση λιπασμάτων στην εγχώρια αγορά. Πρόβλημα ανέκυψε και με την ανταπόκριση της ΒΦΛ στις υποχρεώσεις της έναντι της ΔΕΠΑ για την προμήθεια φυσικού αερίου, αλλά αυτό τείνει να ρυθμιστεί.


Επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας έχουν τεθεί ο υποδιοικητής της Εθνικής κ. I. Πεχλιβανίδης, ως πρόεδρος, και ο γενικός διευθυντής της Εμπορικής κ. N. Μπέης, ως αντιπρόεδρος, ενώ εκκρεμεί η τοποθέτηση νέου διευθύνοντος συμβούλου στη θέση του κ. Γ. Αγγελόπουλου. Είναι επίσης αλήθεια, όμως, ότι η επιχείρηση τα τελευταία χρόνια, προωθώντας την αναδιάρθρωσή της, επιβαρύνθηκε με δαπάνη εξ ιδίων κεφαλαίων 20 εκατ. ευρώ για την υλοποίηση προγράμματος εθελουσίας εξόδου και περίπου 25 εκατ. ευρώ για την πραγματοποίηση επενδύσεων υπό συνθήκες μειωμένης ζήτησης λιπασμάτων στην εγχώρια αγορά. Σύμφωνα με τον κ. Αγγελόπουλο τα ταμειακά προβλήματα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και η εταιρεία, καθώς ολοκληρώνει τις επενδύσεις της και οι μονάδες της αποκτούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, θα είναι σε θέση μετά το 2005 να επανέλθει σε κερδοφορία.


Κάνοντας γνωστό ότι σκόπευε να ανατιμήσει τα λιπάσματα, λόγω της συνεχιζόμενης ανόδου των τιμών των πρώτων υλών, τον περασμένο Σεπτέμβριο η ΒΦΛ κατάφερε να διαθέσει μεγάλες ποσότητες από τα υψηλά αποθέματά της στην εγχώρια αγορά και να διευρύνει το μερίδιό της το οποίο είχε περιοριστεί στα όρια του 60%. H ρευστότητά της ωστόσο δεν τονώθηκε επαρκώς ενώ, μετά την πρόσφατη ανατίμηση των λιπασμάτων κατά 10% περίπου, οι πωλήσεις της στην εσωτερική αγορά φέρεται να έχουν «παγώσει».


«Κόψαμε εξαγωγές για να ανταποκριθούμε στην εγχώρια ζήτηση» είναι μια από τις καθόλου πειστικές εξηγήσεις που παρέχουν κύκλοι της επιχείρησης σχετικά με τη σημαντική υποχώρηση που παρουσιάζει η κρίσιμη για την επιβίωσή της εξαγωγική της δραστηριότητα. «Είναι γεγονός όμως ότι οι προμηθευτές είναι πλέον κουμπωμένοι και πιο απαιτητικοί» προστίθεται.


Ο κύκλος εργασιών της βιομηχανίας λιπασμάτων, η οποία διαθέτει μονάδες στην Καβάλα και στη Θεσσαλονίκη, το 2003 ήταν ύψους 193,85 εκατ. ευρώ, μειωμένος σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος κατά 13%, ενώ η πτώση σε σχέση με το 2000, όταν υλοποιήθηκε η συγχώνευση των δύο αυτών μονάδων, πλησίασε το 20%. H σημαντική κάμψη της περυσινής αγροτικής παραγωγής διόγκωσε τα χρηματοοικονομικά προβλήματα της επιχείρησης, με συνέπεια τα λειτουργικά αποτελέσματα να μειωθούν κατά 10,8 εκατ. ευρώ και, τελικά, παρά τη μείωση των αποσβέσεων, να εμφανιστεί ζημιά 2 εκατ. ευρώ και οι τραπεζικές υποχρεώσεις να υπερβούν τα 124 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 87% είναι αποπληρωτέο εντός του 2004. Σε σύγκριση με το 2000 ο όγκος των πωλήσεων το 2003 ήταν μειωμένος τουλάχιστον κατά 300.000 τόνους.


H επιχείρηση, όπως τουλάχιστον ανέφεραν εκπρόσωποί της σε συνδικαλιστικά στελέχη την περασμένη εβδομάδα, αντιμετωπίζει «σοβαρό ταμειακό πρόβλημα λόγω υστέρησης των πωλήσεων», ωστόσο εξακολουθεί να θεωρείται βιώσιμη και η κατάστασή της, εν γένει, δεν είναι απελπιστική. H βιωσιμότητά της όμως συνδέεται με την εξασφάλιση είσπραξης των υψηλών απαιτήσεων που έχει από απαξιωμένες εμπορικές εταιρείες-πελάτες της και από ενώσεις συνεταιρισμών, το συνολικό ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 160 εκατ. ευρώ, δηλαδή ποσό ίσο προς το 82% των εσόδων της. Δεδομένου ότι σημαντικές απαιτήσεις είναι από ετών «παγωμένες» και επί της ουσίας επισφαλείς, εκφράζονται έντονες αμφιβολίες κατά πόσον είναι εφικτή η είσπραξή τους και, κατά συνέπεια, η βιωσιμότητα της εταιρείας με τη σημερινή κεφαλαιακή της δομή.


Οι τράπεζες-μέτοχοι, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Alpha Bank, έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι στηρίζουν την επιχείρηση με την προοπτική ότι αυτή θα κατορθώσει να υλοποιήσει πρόγραμμα εισόδου της στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, σε συνεργασία με άλλες ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Το σχέδιο χρονολογείται από το 2000 και συνίσταται στη δημιουργία μονάδας στις εγκαταστάσεις της ΒΦΛ στη Νέα Καρβάλη στον Νομό Καβάλας, αλλά έχει «βαλτώσει» και είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να υλοποιηθεί. Αρκετοί υποθέτουν ότι σε περίπτωση που αυτό ναυαγήσει, οι τράπεζες δεν θα έχουν πλέον λόγους να παραμένουν μέτοχοι της επιχείρησης.