Ο Χιου Γκραντ δεν προβλέπεται να μείνει στην ιστορία για τη λεπτότητα του χιούμορ του. Ενα από τα αγαπημένα του κωμικά ενσταντανέ ­ από αυτά τα λίγα που δεν περιλαμβάνουν αιμορροΐδες και συναφή… παραϊατρικά φαινόμενα ­ έχει να κάνει με την παρθενική οντισιόν του για την ταινία «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία». «Λέγεται ότι η υπεύθυνη του κάστινγκ είχε δηλώσει: «Για να δει ο Χιου Γκραντ τον Μάικ Νιούελ (σ.σ.: σκηνοθέτη του φιλμ) θα πρέπει να περάσει πάνω από το πτώμα μου», αφηγείται ο ίδιος σε διαδρόμους και πλατό. «Παρ’ όλα αυτά πήγα και τον είδα, με ένα φοβερό hangover, του είπα κα’να δύο άθλια αστεία, του έδειξα μια κασέτα με μένα να βγάζω λόγο κουμπάρου στον γάμο του αδελφού μου, και με δέχτηκε. Η οντισιόν μου έγινε στον οργανισμό Χένσον μπροστά στον Νιούελ, στον παραγωγό Ντάνκαν Κενγουέρθι και 150 κούκλες Μάπετ, τοποθετημένες σε ράφια ακριβώς από πίσω τους. Ηταν αληθινά υπερρεαλιστικό. Νόμιζα πως ήμουν απαίσιος αλλά τελικά με ενέκριναν».


Ο Κέρμιτ και ο Ανιμαλ απεδείχθησαν γούρικοι: η ταινία έμελλε να παραλάβει τα σκήπτρα της εμπορικότερης βρετανικής κωμωδίας της τελευταίας δεκαετίας, φιλοξενώντας μάλιστα το σταρ σύστεμ της επόμενης (εκ των πρωταγωνιστών της και η Κριστίν Σκοτ Τόμας). Ο ίδιος όμως ο Γκραντ δεν θα ξεχάσει ποτέ την προτέρα κατάσταση, τότε όπου ήταν ένας ακόμη άσημος βρετανός ηθοποιός που επέμενε να χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο της Αυτού Μεγαλειότητος του πρίγκιπα Καρόλου (η λέξη «appalling»=τρομερός, φρικτός, περιλαμβάνεται πάντα στο τοπ τεν του). Δεν διστάζει να δηλώσει ότι θα απεχθάνεται στο διηνεκές την «αφάνεια», ότι η αποτυχία ενός συναδέλφου παραμένει το αποτελεσματικότερο διεγερτικό μιας δικής του επιτυχίας, ότι όχι, γιατί, παρακαλώ, να ευχηθεί βίον ανθόσπαρτο στον Ρέιφ Φάινς;


Ο Χιου Γκραντ γεννήθηκε πριν από 37 έτη ­ πού αλλού; ­ στο Λονδίνο, όπου και μεγάλωσε «με πολλή αγάπη και φροντίδα». Οι γονείς του, επίδοξοι μεγαλοαστοί αλλά χωρίς λεφτά. Η μητέρα του δασκάλα, ο πατέρας του επικεφαλής μιας λονδρέζικης εταιρείας ταπήτων, δουλειά που ποτέ δεν αγάπησε ­ προτιμούσε σαφώς τις ακουαρέλες ­ και η οποία άρχισε μάλλον πρόωρα να πνέει τα λοίσθια. «Στη δεκαετία του ’70 ο χώρος περνούσε οικονομική κρίση. Κάθε χρόνο επισκεπτόμουν τα γραφεία και ανακάλυπτα έναν όροφο λιγότερο. Στο τέλος είχε απομείνει ο πατέρας μου και η γραμματέας του. Επειτα εκείνος δούλευε με έδρα το σπίτι υπό μάλλον παράξενες συνθήκες. Το μόνο που έκανε ήταν να ανιχνεύει από το παράθυρο γερανούς σε εργοτάξια. Στη συνέχεια πλησίαζε τον υπεύθυνο και τον ρωτούσε: «Οταν πια θα έχουν περατωθεί οι εργασίες, δεν νομίζετε πως το κτίριο θα έχει ανάγκη από τάπητες;».


Το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης θα του παραχωρήσει ένα πτυχίο Λογοτεχνίας μαζί με τα απαραίτητα εφόδια για τον μεταγενέστερο ακαδημαϊκό «αέρα» του στα στούντιο του Χόλιγουντ. Τα προαπαιτούμενα λίγο – πολύ γνωστά: «Για να φοιτήσεις στην Οξφόρδη πρέπει να είσαι απλώς υπέρ το δέον ευφυής», εξηγεί μάλλον χαριτολογώντας. «Οι εισαγωγικές εξετάσεις περιλαμβάνουν επιτηδευμένες ερωτήσεις επί παντός του επιστητού ­ «Προτιμάτε τα ιερά ή τα κοσμικά;», «Καλλωπισμός. Αναπτύξτε» ­, όπου καλείσαι να καταθέσεις τις εξίσου επιτηδευμένες απόψεις σου. Αυτά βέβαια ήταν παιχνιδάκι για μένα που εμφανιζόμουν ως ο πιο επηρμένος τινέιτζερ του Λονδίνου».


Αμέσως μετά την αποφοίτησή του, το 1983, εγκαινιάζει με τους φίλους του Κρις Λανγκ και Αντι Τέιλορ το κωμικών αποχρώσεων σχήμα «The Jockeys of Norfolk» ­ τα νούμερά του θα δοκιμάσουν τα προσφιλή 15 λεπτά δόξας χάρη στο τηλεοπτικό σόου του Ράσελ Χάρτι. Η μαμά Γκραντ έχει ήδη αποφανθεί για τη φθίνουσα ­ κατ’ αυτήν ­ πορεία του υιού της. «Μου έλεγε και μου ξανάλεγε: «Αυτό στην πραγματικότητα είναι πορνεία, δεν είναι, γλυκέ μου;»» ­ ίσως διότι η ίδια είχε μια επιπλέον τραυματική εμπειρία καθώς τον είχε αντικρίσει σε ηλικία τεσσάρων ετών να υποδύεται τον ροζ λαγό στην «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων». Ευτυχώς δηλαδή που υπήρχε και ο έτερος, ο συνετός υιός, ο τραπεζίτης, ονόματι Τζέιμς. Προσφάτως μάλιστα, όταν η κ. Γκραντ ρωτήθηκε από ανίδεο συνδαιτυμόνα σε κάποιο δείπνο «Πόσα παιδιά έχετε;», απάντησε «Δύο: έναν τραπεζίτη και ένα σταρ του κινηματογράφου»· για να ακούσει μετά χαράς την επόμενη ερώτηση: «Πολύ ενδιαφέρον! Σε ποια τράπεζα;».


Οι «Jockeys» σύντομα θα διαλυθούν μαζί με τα πρώτα μετεφηβικά οράματα του Χιου. Ακολουθεί η βραχύχρονη θητεία στη διαφήμιση ­ κάμποσα ραδιοφωνικά σποτάκια για τους Σμιθ και Τζόουνς. Την ίδια εποχή αρχίζει να ασχολείται ανεπισήμως και με τη βιβλιοκριτική ­ η «Daily Mail» θα είναι εκείνη που θα φιλοξενήσει τα ενίοτε αμείλικτα κείμενά του για τη σύγχρονη βρετανική λογοτεχνία. «Συνήθως υπέγραφα ως Χιου Γκραντ, στις περιπτώσεις όμως όπου ήμουν ιδιαίτερα επιθετικός με ανθρώπους του χώρου, προτιμούσα το Τζον Μάνγκο. Αλλωστε αυτά είναι τα δύο μεσαία μου ονόματα ­ Χιου Τζον Μάνγκο Γκραντ».


Το 1987 ο Τζέιμς Αϊβορι τον αναμένει στην επόμενη αγωνία. Ο ­ μάλλον ριψοκίνδυνος ­ ρόλος του ομοφυλόφιλου Κλάιβ Ντέραμ στο «Μορίς» (1987, βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Φόρστερ) θα είναι το πρώτο βάπτισμά του στην έβδομη τέχνη (αν δεν ληφθεί υπόψη η μικρού μήκους κωμωδία «Privileged» που χρηματοδότησε πέντε χρόνια νωρίτερα το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης). Οι αμέσως επόμενες απόπειρες («The Dawning», «The Lair of the White Worm», και «Ερωτική έμπνευση») δεν θα στεφθούν με την ίδια επιτυχία: «Εκείνη την εποχή μού πρότειναν σκουπίδια για πάρα πολλά λεφτά». Δεν θα αργήσει να υποκύψει σε μια εκ των εν λόγω προτάσεων με συμπρωταγωνιστή τον Ολιβερ Ριντ. Πρόκειται για την τηλεοπτική σειρά «The Lady and the Highwayman» (βασισμένο στο μυθιστόρημα «Cupid Rides Pillion» της Μπάρμπρα Κάρτλαντ). Ο ίδιος περιγράφει την ερμηνεία του ως απαράδεκτη και «όταν είμαι κακός η φωνή μου ανεβαίνει μερικές οκτάβες».


Το 1986 συμμετέχει στη χλιαρότατη ευρωπαϊκή παραγωγή «Rowing with the wind» και συναντά το μοντέλο ­ θα ήθελε πολύ να γίνω και ηθοποιός ­ Λιζ Χάρλεϊ. Το ειδύλλιό τους θα γίνω αυτομάτως πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «Sun» και στις λοιπές βρετανικές ταμπλόιντ ­ «η Λιζ ήταν ήδη εθισμένη στη δημοσιότητα», το περιοδικό «Tatler» είχε σημειώσει ρεκόρ πωλήσεων όταν τη φιλοξένησε για πρώτη φορά στο εξώφυλλο. Οσο για την καριέρα του ακολουθεί τους γνωστούς βραδείς ρυθμούς: «Crossing the Line» (1990), «The Big Man», «Our Sons» (1991), «Νυχτερινό τρένο» (1992) και «Απομεινάρια μιας ημέρας» (1993, όπου την παράσταση θα κλέψουν ως γνωστόν οι Αντονι Χόπκινς και Εμα Τόμσον).


Η αγγλική κινηματογραφία όμως ανιχνεύει το δικό της σταρ σύστεμ. Η κωμωδία «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία» (1994) θα «σπάσει» διεθνώς τα ταμεία, φλερτάροντας τα Οσκαρ καλύτερης ταινίας και πρωτότυπου σεναρίου. Ο Χιου Γκραντ είναι πλέον βασιλιάς και μαζί ο ιδεώδης καβαλιέρος κάθε βρετανοτραφούς θυγατέρας σε ηλικία γάμου. Ενα χρόνο αργότερα ­ το βράδυ της 26ης Ιουνίου 1995 ­ τα δάφνινα στεφάνια πέφτουν στο πεζοδρόμιο. Η αστυνομία της πόλης του Λος Αντζελες ­ εκεί όπου βρίσκεται για να προωθήσει τη νέα του ταινία «Εννέα μήνες» ­ τροφοδοτεί τον σκανδαλοθηρικό Τύπο με λαβράκι πρώτου μεγέθους. Ο Γκραντ συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω μέσα στη λευκή BMW του να δέχεται τις «υπηρεσίες» της 23χρονης πόρνης Ντιβάιν Μπράουν. Σε λίγο θα αφεθεί ελεύθερος με αναστολή, αλλά καμία μητέρα με σώας τας φρένας δεν θα τον διεκδικήσει πλέον ως μέλος της οικογένειάς της.


«Χθες βράδυ έκανα κάτι τελείως τρελό. Πλήγωσα ανθρώπους που αγαπώ και έφερα σε δύσκολη θέση τους συνεργάτες μου. Και για τα δύο έχω μετανιώσει πολύ περισσότερο από όσο είμαι σε θέση να σας πω», θα είναι η απολογία του. Η Λιζ Χάρλεϊ έχει ήδη φτιάξει τις βαλίτσες της, όσο για την Ντιβάιν (=Θεϊκή) θα εισπράξει από την εφημερίδα «The News of the World» ένα ζουμερότατο τσεκ 100.000 στερλινών προκειμένου να καταθέσει τις σεξουαλικές φαντασιώσεις του διάσημου πελάτη της ­ θα επακολουθήσει και ένα συμβόλαιο με μεγάλη βραζιλιάνικη εταιρεία εσωρούχων.


Η ίδια η μεγάλη οθόνη θα σημάνει και την απαρχή της κάθαρσης του απολωλότος. Οι ταινίες του «Ο πιο μεγάλος ρόλος της ζωής μου», «Ο Αγγλος που ανέβηκε ένα λόφο και κατέβηκε ένα βουνό» (λίαν συμβολικός ο τίτλος), «Λογική και ευαισθησία» θα σβήσουν συντόμως τα τελευταία απομεινάρια της «θεϊκής» ιστορίας. Η Χάρλεϊ είναι πάλι πίσω στο λονδρέζικο διαμέρισμά τους, συνεχίζει να αποκαλεί χαϊδευτικά τον αγαπημένο της «Μαϊμού» (γι’ αυτό άλλωστε και η εταιρεία παραγωγής του ζεύγους φέρει το όνομα «Simian Films» ­ σε ελεύθερη απόδοση «Πιθηκοειδή φιλμ»), ενώ έχει αναλάβει και χρέη παραγωγού στην καινούργια του ταινία «Ακραίες καταστάσεις». Οσο για τον ίδιο περιμένει τη στιγμή όπου θα ανεβεί το πρώτο του βουνό. Τι είπε


Για το αν ο Θεός έχει στυλ


Ανέκαθεν είχα μια αδυναμία στις μαζορέτες. Ιδιαίτερα στις Καθολικές μαζορέτες. Πίσω από κάθε Καθολικό κρύβεται ένα χαμόγελο. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι χώρες που πρεσβεύουν τον Καθολικισμό είναι και οι πιο χαρούμενες, οι τόποι με το αληθινό στυλ. Ρίξτε μια ματιά στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Γαλλία. Ωραίοι άνθρωποι. Κουλτούρα. Πολιτισμός. Κομψό ντύσιμο, υπέροχο φαγητό. Δείτε και την Ιρλανδία ­ όλοι είναι τόσο γοητευτικοί, ευχάριστοι, αυθεντικά ωραίοι. Ο καλύτερος τόπος που θα μπορούσε κανείς να επισκεφθεί. Και ακόμη και σήμερα πηγαίνουν στην εκκλησία! Ρίξτε τώρα και μια ματιά στη Γερμανία με τον Προτεσταντισμό της. Ή τον αλαλούμ που επικρατεί σε εμάς εδώ στην Αγγλία. Ή στην Αμερική. Δεν νομίζω ότι πρόκειται και για τόσο πολιτισμένη χώρα.


Για την περιώνυμη τεμπελιά του


Ισως οι δηλώσεις μου περί τεμπελιάς να συγκρούονται με την επιθυμία μου να είμαι ταυτόχρονα παραγωγός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός. Το ξέρω, ακούγεται αντιφατικό. Η αλήθεια είναι ότι όταν ήμουν 20 ετών, το μόνο που επιθυμούσα ήταν να κάνω τα λιγότερα δυνατά. Και ομολογώ ότι αυτή η προοπτική εξακολουθεί πάντα να με δελεάζει, αν όπως και να το κάνεις στα 36 σου το να μην είσαι καλός σε τίποτα έχει χάσει πια τη σαγήνη του. Είναι σχεδόν νοσηρό. Επιπλέον, καθώς δεν υπήρξα ποτέ ο πιο ενθουσιώδης ηθοποιός αυτού του κόσμου, πάντα καταλήγω να βαριέμαι αφόρητα στο πλατό.


Για τη δυστυχία τού να είσαι Αγγλος


Αυτό που μισώ περισσότερο στην Αγγλία σήμερα είναι η αδυναμία να περνάς καλά. Κάθε χώρα έχει εφεύρει τον δικό της τρόπο διασκέδασης αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τους Βρετανούς, ιδιαίτερα τους μεσοαστούς Βρετανούς του Νότου. Επικρατεί ένα τρομακτικό καθεστώς όπου μπορείς να συκοφαντηθείς μόνο και μόνο επειδή φόρεσες ένα σέξι φόρεμα. Πάντα πίστευα ότι η βρετανική ιστορία κατατρύχεται από ένα κύμα πουριτανισμού. Εκανε την εμφάνισή του τον 17ο αιώνα, επανήλθε τον 19ο αιώνα και νομίζω ότι υπάρχει και σήμερα κάπου εκεί έξω. Δεν είναι τυχαίο ότι βλέπεις ακόμη ανθρώπους ντυμένους στα μαύρα, όπως συνήθιζαν οι πουριτανοί, με το πάνω πάνω κουμπί ξεκούμπωτο. Εδώ μισούν οποιονδήποτε δείχνει να περνάει καλά. Το γκλάμουρ αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα! Σε αντίθεση με τη Γαλλία, όπου ο κόσμος κυριολεκτικά το λατρεύει, όπου οι γυναίκες είναι ελεύθερες να είναι γυναίκες, όπου είσαι ελεύθερος να μιλάς για το σεξ.


Για τους «πουλημένους» του επαγγέλματος


Εντάξει, δεν έχω παρευρεθεί σε όλες τις τελετές απονομής βραβείων. Δεν νομίζω ότι ο Κουέντιν Ταραντίνο έχει απουσιάσει ποτέ από καμία, εγώ άφησα κα’να δύο. Δεν είμαι πια και εντελώς «πουλημένος».


Για τους επίδοξους άγγλους ασθενείς


Προσωπικά, η είδηση της αποτυχίας κάποιου στον χώρο μπορεί να με χαροποιήσει για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ολοι με κοιτάνε με απορία κάθε φορά που ξεστομίζω κάτι τέτοιο. «Είναι απίστευτο, δεν θέλεις να τα πάει καλά ο συνάδελφός σου Ρέιφ Φάινς;». Ε, όχι, λοιπόν, δεν θέλω… Σίγουρα όταν ήμουν ένας πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός που αγωνιζόταν να επιβιώσει δεν επρόκειτο απλά για ζήλια. Ηταν αυθεντικό μίσος για οποιονδήποτε ήταν έστω και στο ελάχιστο επιτυχημένος. Και ναι, όσον αφορά τον εαυτό μου σήμερα, θα είχα ήδη αρχίσει να καταστρώνω σχέδια για τη δολοφονία μου.


Για την ειδεχθή Εμα Τόμσον


Εχω συνεργαστεί αρκετές φορές μαζί της. Το μόνο πράγμα που απεχθάνομαι πάνω της είναι το ότι είναι τόσο fucking προικισμένη! Μισώ τους ταλαντούχους ανθρώπους. Ιδιαίτερα όταν έχουν την ίδια ηλικία με εμένα. Εχει κερδίσει τόνους ολόκληρους βραβείων, έχει διασκευάσει για τον κινηματογράφο βιβλία της Τζέιν Οστιν… Δεν είναι απλά έξυπνη, είναι μεγαλοφυής.


Για ποιο λόγο δεν πήγε σε ψυχοθεραπευτή


Ολο το καστ στους «Εννέα μήνες» ­ με εξαίρεση εμένα ­ επισκεπτόταν τον ψυχαναλυτή του. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εγώ ποτέ δεν έχω πάει σε τέτοιου είδους ιατρείο. Ισως, δεν λέω, να τους κάνει καλό. Το μόνο που δεν μου αρέσει στην όλη διαδικασία είναι αυτή η συνεχής απορρόφηση με τον εσωτερικό σου κόσμο, είναι εξαιρετικά εγωιστικό. Η σοφότερη συνταγή για τις στιγμές που αισθάνεσαι «πεσμένος» είναι αυτή που μας έδιναν οι γονείς μας: να βγεις έξω και να βοηθήσεις μια γριούλα να κάνει τα ψώνια της ή να διαβάσεις ένα καλό βιβλίο.


Για το ποιος παίρνει τις ευγενέστερες συνεντεύξεις


Κανείς δεν σέβεται τον ηθοποιό περισσότερο από τους Γάλλους, σε βλέπουν κάτι σαν ημίθεο, σαν φιλόσοφο. Πηγαίνεις σε μια γαλλική συνέντευξη και αντί να σε ρωτήσουν τα συνήθη των Αμερικανών που είναι του τύπου «Πες μας λοιπόν, Χιου, για τον ρόλο σου» ή των Αγγλων «Λοιπόν, Χιου, είναι αλήθεια ότι εσύ αγοράζεις τα εσώρουχα της Λιζ;», σου λένε «Τι σημαίνει ο κινηματογράφος για σένα;». Η μόνη φορά που έγινα έξαλλος σε συνέντευξη ήταν μια φορά στις Κάννες. Με ρώτησε μια δημοσιογράφος: «Ποια η διαφορά ανάμεσα στους Αγγλους και στους Ουαλούς;». Εβαλα τα δυνατά μου να της δώσω μια ικανοποιητική απάντηση. Μετά μου λέει: «Ποια η διαφορά ανάμεσα στους Ουαλούς και στους Σκωτσέζους;» και της απαντάω «Δεν ξέρω!». Εκείνη συνέχισε: «Ποια η διαφορά ανάμεσα στους Σκωτσέζους και στους Αμερικανούς;». «Για όνομα του Θεού», της είπα, «δεν έχετε τίποτε πιο ενδιαφέρον να με ρωτήσετε;». Και άρχισε να μονολογεί: «Εμ, βέβαια, τώρα που έγινες μεγάλος σταρ έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να φέρεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο». Σκέτη μιζέρια.