Η περιέργεια να δεις πίσω από την κουρτίνα. Ιδίως όταν η κουρτίνα αφήνει χάσματα από όπου περνούν μνήμες, ακούσματα, ονόματα οικεία, δικά σου. Και ακόμη περισσότερο όταν το δίχτυ της ζωής σε δένει με την άλλη πλευρά. Να δεις, να ακούσεις, να σκεφθείς έξω από τα στερεότυπα της μαζικής εκδρομής – επιδρομής. Μοναχική πορεία σε τόπους έρημους και πολυσύχναστους για να ακούσεις το ψιθύρισμα του Ελληνικού· και να γευθείς το κοινό του τόπου και των ανθρώπων που βρίσκεται χωμένο άλλοτε βαθιά και άλλοτε μόλις κάτω από την επιφάνεια. Βόλτα στις γειτονιές από την άλλη πλευρά των συνόρων μας. Στο κομμάτι της γης που άλλοι το λένε Νοτιοανατολική Ευρώπη και άλλοι Βαλκάνια.



Το πρωί η λίμνη στο Μαύροβο παρουσίαζε μια τυπική αλπική εικόνα σαν κι αυτές που βλέπουμε να καλύπτουν τους τοίχους στις… ελληνικές πιτσαρίες. Ψηλά χιονισμένα βουνά, καταγάλανος ουρανός, άσπρα σπίτια μέσα στο δάσος και όλα αυτά να καθρεφτίζονται με ακρίβεια στο νερό της τεχνητής λίμνης. Ερημα τα ξενοδοχεία, άδειο το Μαύροβο, πού και πού κάποιοι επιδιόρθωναν τα καταστήμτα και τα σπίτια. Στη νοτιοδυτική άκρη της λίμνης ο δρόμος για το ορεινό βλαχοχώρι (14 χλμ.) Γκαλίσνικ, 2.100 μ. πάνω στη δυτική πλαγιά του βουνού Μπίστρα. Αδικος κόπος, το χωριό μένει αποκλεισμένο από τα χιόνια ως αργά τον Μάιο.


Επιστρέψαμε, και από τη δυτική άκρη της λίμνης πάνω στο φράγμα πήραμε τον δρόμο προς Ντέμπρα – Οχρίδα. Κατεβήκαμε τη χαράδρα του ποταμού Ράντιτσα που ενώνεται έξω από το Ντέμπαρ με τον Μαύρο Δρίνο (Τσέρνι Ντριν) ­ ο οποίος πηγάζει από την Οχρίδα και αφού διαγράψει μια μεγάλη πορεία μέσα στην Αλβανία χύνεται στην Αδριατική, στους ελώδεις τόπους νότια από το Σκούταρι. Πάντα δίπλα στον ποταμό Ράντιτσα κατεβαίνουμε τον δαιδαλώδη δρόμο έχοντας δεξιά το πανύψηλο (3.000 μ.) χιονισμένο Κοράμπ με κατεύθυνση προς τα νότια. Εξαιρετικά πλούσιο και άγριο τοπίο. Ο δρόμος στενός αλλά καλός, ολοένα πιο συχνά συναντάμε αυτοκίνητα με τον αλβανικό αετό και τα άσπρα «Τσερόκι» των UN.


Αραιά και πού μικρά χωριά μέσα στο δάσος με κατηφορικά περιβόλια. Στα 26 χλμ. από το Μαύροβο, απέναντι από το μουσουλμανικό χωριό Ρόστουτσα βρίσκεται κολλημένο σε απότομο βράχο το μοναστήρι του Σβέτι Γιοβάν Μπιγκόρσκι. Ανακαινίστηκε τον 19ο αιώνα και αποτελεί ένα εντυπωσιακό συγκρότημα με χαρακτηριστικό τις ξύλινες κατασκευές του. Η τεράστια τραπεζαρία με τις δίγλωσσες σε ορισμένα σημεία επιγραφές του περιμένει τους συνδαιτυμόνες. Σήμερα μονάζουν τρεις νεαροί καλόγηροι και ο ηγούμενος Παρθένιος είναι ένας νεαρός αγιορείτης που μιλάει θαυμάσια ελληνικά έχοντας μονάσει, όπως ο ίδιος μας είπε, όχι στο σερβικό μοναστήρι αλλά σε ελληνικό «γιατί εκεί ήταν πιο πειθαρχημένοι οι καλόγηροι».


Περάσαμε αρκετή ώρα πίνοντας καφέ και τσιμπολογώντας τη μεγάλη ποικιλία από μικρά τσουρέκια και γλυκίσματα στο αρχονταρίκι. Συζήτηση που θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ ­ οι σχέσεις Ορθοδόξων και Μουσουλμάνων, το μουσουλμανικό τόξο και η αναγκαία αντίδραση της Ορθοδοξίας κλπ. Ο Παρθένιος μας ξενάγησε στην πλούσια διακοσμημένη εκκλησία με το εξαιρετικά περίτεχνο ξύλινο τέμπλο και μας διευκρίνισε ότι ο μεγάλος πολυέλαιος κατασκευάστηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη. Φεύγοντας μας ζήτησε διακριτικά πληροφορίες για το πού βρίσκεται η Μονή της Ελώνης στην Ελλάδα, την οποία προτίθεται να επισκεφθεί λόγω του θαυματουργού μύρου της εικόνας της Παναγίας.


Νότια από το μοναστήρι στα 10 χλμ. η διασταύρωση, αριστερά, για Λαζαροπόλιε (12 χλμ. περίπου από τη διασταύρωση). Γρήγορα ξεμπερδέψαμε από το μπλόκο της αστυνομίας βοηθώντας τους νεαρούς αστυνομικούς να γράψουν σωστά τα ονόματά μας σε μια κατάσταση χωρίς να τους πείσουμε ότι πάμε στο ορεινό αυτό χωριό για να δοκιμάσουμε τα φημισμένα τυριά που ανέφερε ο παλιός γαλλικός οδηγός μας. «Αϊντε, άιντε…» μας είπαν κουνώντας με συγκατάβαση το κεφάλι.


Μπήκαμε σε έναν πολύ στενό αλλά καινούργιο δρόμο δίπλα σε ένα ορμητικό ρυάκι. Δάση από οξυές σε απότομες πλαγιές ανάμεσα στα βουνά Μπίστρα και Στρόγκοβο (Καράορμαν). Στα 8 χλμ. στρίβουμε αριστερά και ανεβαίνουμε μια σχεδόν κάθετη πλαγιά μέσα στο δάσος. Στην κορυφή ένα μικρό καταπράσινο οροπέδιο και μικρά ρυάκια να κατεβαίνουν από τις πλαγιές. Το χωριό έρημο. Μεγάλα πέτρινα σπίτια διασκορπισμένα σε όλη την έκταση του πλατώματος. Στη μέση, ελαφρά υπερυψωμένη η τειχισμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Πλησιάζουμε κάποιον που λιαζόταν στο χορτάρι. Η δεύτερη κουβέντα μετά το «καλώς ορίσατε» είναι συνήθως «από πού είστε;».


Μετά τη μικρή σιωπή που ακολούθησε το «είμαστε Ελληνες» ο νεαρός με ρωτάει τι θα κάνει ο Παναθηναϊκός στο Κύπελλο Ευρώπης (ήταν οι ημέρες λίγο πριν από την κατάκτηση του τίτλου στο ευρωπαϊκό μπάσκετ). Επρεπε να ήμουν πιο ενημερωμένος για να του απαντήσω με φυσικότητα. Ισως τον πείραξε η έκπληξή μου για τέτοιου είδους συζητήσεις στη Λαζαροπόλιε σε υψόμετρο 1.800 μ., γι’ αυτό έσπευσε να συμπληρώσει ότι ήταν από τα Σκόπια. Σφυρίζοντας ειδοποίησε τον γερο-φύλακα του χωριού και με όλον μαζί τον χειμερινό πληθυσμό της Λαζαροπόλιε πήγαμε στην εκκλησία. Ο γερο-φύλακας ήταν χείμαρρος. Μιλούσε συνεχώς, αδιαφορώντας αν τον καταλαβαίναμε. «Εμείς είμαστε mijanci (νομάδες) Makedonski», «Οι τιμές των οικοπέδων στο χωριό έχουν ανεβεί παρά πολύ τα τελευταία χρόνια γιατί όλοι θέλουν να κτίσουν εδώ καλοκαιρινά σπίτια. Οι κάτοικοι μένουν συνήθως στα Σκόπια αλλά έχουμε και αρκετές οικογένειες που κατοικούν στη Σόφια».


Ξεκουραστήκαμε, παρά την ορμητική διήγηση του γέροντα, στη δροσιά και στην ησυχία της εκκλησίας με το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τον περίεργο διπλό άμβωνα (δίγλωσσο εκλησίασμα;). Ο ήλιος έκαιγε υπερβολικά στην αυλή της εκκλησίας και ο φύλακας είχε πολλά ακόμη να μας διηγηθεί. Μας έδειξε το λάβαρο του χωριού, μια άσπρη σημαία με το σύμπλεγμα της λέξης «Χριστός» στη μέση και στις τέσσερις άκρες τα εμβλήματα των «τεσσάρων», όπως μας είπε, «κατακτητών της Μακεδονίας» δηλαδή ο δράκος για τους Βυζαντινούς, η ημισέληνος για τους Τούρκους, ο δικέφαλος αετός για τους Σέρβους και το λιοντάρι για τους Βουλγάρους. Στην αυλή της εκκλησίας ο καινουργοφτιαγμένος γρανιτένιος τάφος κάποιου του μητροπολίτη που «δολοφονήθηκε από τους Φαναριώτες» και δίπλα του ένας παλαιότερος, κάποιου τοπικού προεστού για τον οποίο ο γερο-φύλακας άρχισε μία ακόμη ατέλειωτη ιστορία, την οποία συνέχιζε καθώς κατεβαίναμε σιγά σιγά προς το αυτοκίνητο. Σφίξαμε τα χέρια και έτσι σταμάτησε.


Βγαίνοντας πάλι στον κεντρικό δρόμο, 10 χλμ. νοτιότερα, φθάσαμε καταμεσήμερο στο Ντέμπαρ (η πάλαι ποτέ έδρα της Μητροπόλεως Δίβρης), επάνω στην τεχνητή λίμνη που σχηματίζει ο Μαύρος Δρίνος. Δύο χιλιόμετρα παραπέρα τα αλβανικά σύνορα: τα φυλάκια ξεχωρίζουν στην κορυφογραμμή πάνω στο βουνό. Να βρεθείς, μετά τη δροσιά και τη βλάστηση του φαραγγιού του Ράντετσα, στο χάος της κυκλοφορίας στην τουρκόπολη του Ντέμπαρ το καταμεσήμερο και κουρασμένος, δεν προκαλεί συναισθήματα εξερεύνησης της πόλης. Στο καθαρό κεμπαπτζίδικο με τα κλαρίνα στη διαπασών βρήκαμε κάποιον ίσκιο και νόστιμα κεμπάπ. Ούτε ίχνος στην ατμόσφαιρα ή στα κτίρια από την περίφημη Σχολή της Δίβρης που γέμισε θαυμάσια ξύλινα τέμπλα όλη τη Βαλκανική. Μόνο αλβανόφωνες επιγραφές και σκόνη. Μία ώρα αργότερα κατηφορίζαμε νότια, αποχαυνωμένοι από τη μεσημεριάτικη ζέστη και τα αναρίθμητα κεμπάπ, στις όχθες της τεχνητής λίμνης. Απέναντί μας, αριστερά, οι δυτικές πλαγιές του Στρόγκοβο (Καράορμαν) με τα μικρά χωριά σκορπισμένα στις πλαγιές του και τους αλουμινένιους μιναρέδες να γυαλίζουν στον ήλιο.



Το τοπίο ημερεύει κατηφορίζοντας παράλληλα με τον Μαύρο Δρίνο που ανηφορίζει προς το Ντέμπαρ. Η κλεισούρα ξανοίγει στον κάμπο της Στρούγκα, μπροστά στη λίμνη της Οχρίδας (Ντέμπαρ – Στρούγκα 52 χλμ.). Μπαίνοντας στον κάμπο της Στρούγκα, δεξιά στις πλαγιές του όρους Γιαμπλάνιτσα, τα δύο μοναδικά χωριά των πάλαι ποτέ πατριαρχικών Βλάχων της περιοχής, η Γκόρνα και η Ντόλνα Μπέλιτσα. Περιβόλια και καλλιέργειες ως τους καλαμιώνες της λίμνης. Αφήνοντας αριστερά τη Στρούγκα προχωράμε προς τη συνοριακή πύλη της FYROM με την Αλβανία. Στα 4 χλμ. από τη Στρούγκα, πάνω στη λίμνη, δίπλα σε πολυτελές ξενοδοχείο στο χωριό Κάλιστε (Λασποχώρι) η μικρή εκκλησία μέσα στον βράχο.


Δίνουμε τα χαιρετίσματα του Παρθενίου, ηγουμένου της Μονής Μπιγκόλσκι, στην εκκλησάρισσα και μετά ένας γρήγορος καφές στο ξενοδοχείο, από το εστιατόριο του οποίου η σκάλα οδηγεί στην εκκλησία. Απογευματινή μαγεία στην ήρεμη λίμνη, ιτιές, σαπισμένα δένδρα, καλαμιώνες, χρώματα απαλά. Η Αγγλίδα Α. Walker το 1845 την περιγράφει σαν τυπικά ολλανδικό τοπίο. Στο βάθος απέναντι το χιονισμένο Γκαλίσιτσα με την πόλη της Οχρίδας στον βορειοανατολικό μυχό της λίμνης. Συνεχίζουμε για μια γρήγορη επίσκεψη στη βασιλική της Ραντόλιστε (5ος-6ος αι.), 4 χλμ. νοτιότερα. Ενα τσούρμο αλβανάκια μάς δείχνει τον δρόμο μέσα στα πράσινα χωράφια που κατεβαίνουν στη λίμνη. Η θορυβώδης βοήθειά τους μεταφράζεται σε απαίτηση για ομαδική φωτογραφία στα ερείπια της μεγάλης πρωτοχριστιανικής βασιλικής.


Η Ραντόλιστε, το τελευταίο χωριό πριν από τα αλβανικά σύνορα, γνωρίζει δόξες ανοικοδόμησης με προσεγμένα σπίτια ημιαγροτικού τύπου. Επιστροφή στη Στρούγκα. Εικόνα καλοκαιρινής παραθαλάσσιας πόλης με μικρό λιμάνι, βάρκες και κόσμο να κάνει παραθαλάσσια βόλτα. Τον περασμένο αιώνα η ιχθυόσκαλα της Στρούγκας τροφοδοτούσε με εκλεκτά χέλια και σολομούς πολλά αρχοντόσπιτα της Βαλκανικής. Η μικρή γκρίζα εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (1835), που φιλοξενούσε στην αυλή της το παλιό Ελληνικό σχολείο. Στη Στρούγκα η πάλαι ποτέ μικρή πατριαρχική κοινότητα, αποτελούμενη από αλβανόφωνους και Βλάχους, αφομοιώθηκε πολύ γρήγορα από την εξαρχική πλειοψηφία στα ταραγμένα χρόνια στις αρχές του αιώνα. Στρούγκα, το λασποχώρι του δάσκαλου Δημήτριου Milladinov, αποφοίτου της Ελληνικής Σχολής των Ιωαννίνων που δίδασκε εδώ το 1850 Πλούταρχο και Θουκυδίδη και μέσα σε οκτώ χρόνια άλλαξε την υπογραφή του από Δημήτριος Μηλαδηνίδης σε Demetar Milladinov.


Αργά το απόγευμα στον δρόμο για την Οχρίδα. Σύντομη επίσκεψη στον Αγιο Εράσμιο, μία ακόμη μικροσκοπική εκκλησία σε βράχο ακριβώς δίπλα στον δρόμο και μετά ξενοδοχείο Belvi, στην τουριστική ζώνη της Οχρίδας. Αφήσαμε την επίσκεψη της πόλης για την επόμενη ημέρα. Απολαύσαμε τη δύση στη λίμνη από τη βεράντα του πολύ καλού ξενοδοχείου και γευματίσαμε εξαιρετικά στην ησυχία και υγρασία της νύχτας. Μόνοι μας σε όλο το ξενοδοχείο ώσπου να εμφανισθούν δύο έλληνες επιχειρηματίες, που έδωσαν ραντεβού για «meeting» με τους ντόπιους συναδέλφους τους στις 21.30. Το δικό μας «meating» άρχισε νωρίτερα και ήταν διανθισμένο με πέστροφες της λίμνης.


Η πρωινή βαλκανική νωχέλεια στη λίμνη. Ολα τα μαγαζιά στο κέντρο της πόλης κλειστά. Στην πλατεία, στην όχθη της λίμνης, όπου καταλήγουν οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης, η Κλήμεντος Οχρίδος και η λεωφόρος Μακεδόνων Μαρτύρων, αγουροξυπνημένοι σκουπίζουν τα πεζοδρόμια μπροστά από τις καφετέριες. Η παλιά πόλη απλώνεται στα νότια του λόφου που σαν βράχος εισχωρεί στη λίμνη. Το τείχος που την περιέβαλλε διατηρείται σε πολλά σημεία και αν από την πλατεία στη λίμνη πάρεις την οδό τσαρ Σαμουήλ, σε 50 μέτρα θα περάσεις την Ντόλνα Πόρτα. Αριστερά, τα καλά εστιατόρια στις όχθες της λίμνης. Το δρομάκι με το καλντερίμι ελίσσεται ανάμεσα σε διατηρημένα σπίτια του 19ου αιώνα. Η δροσιά του πρωινού και η στιγμιαία όψη της γαλάζιας λίμνης ανάμεσα στα στενά σού δημιουργούν την ψευδαίσθηση της αιγαιοπελαγίτικης πόλης.


Αριστερά στο καλντερίμι οι διπλανές, και οι δύο του 14ου αιώνα, μικρές εκκλησίες του Αγίου Νικολάου του Νοσοκομείου (Σβέτι Νικόλε Μπόλνιτσι) και της Παναγίας (Μπογκορόντιτσα). Στην Παναγία, πάλι το περίτεχνο και επιχρυσωμένο τέμπλο της Σχολής της Δίβρης του 1835. Στον Αγιο Νικόλαο ο εκκλησάρης έπινε καφέ με έναν φίλο του και πότιζε τις ντομάτες του. Η οικογένεια Ντουσάν, ο κράλης, η γυναίκα του Ελένη και οι γιοι τους Σάββας και Συμεών με κοιτάζουν απλανώς. Ο φίλος του εκκλησάρη πιάνει κουβέντα: «Ερχομαι στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι τα τελευταία 20 χρόνια», μου λέει, «αλλά πέρυσι δεν ήρθα. Εφέτος ελπίζω να τα καταφέρω. Λέμε να πάμε για μπάνια στο Λιτόχωρο». Δεν θέλω αυτό το ζωηρό ανοιξιάτικο πρωινό στη σκιά της μεγάλης καρυδιάς στην Οχρίδα να κουβεντιάσω για το εμπάργκο.


Λίγο παρακάτω ο Αγιος Νικόλαος του Νοσοκομείου με καλή συλλογή εικόνων. Ο επιτάφιος φέρει χρυσοκέντητη επιγραφή με ελληνικά στοιχεία: «ΠΟΔΑΡΙΛΑ (δηλαδή η δωρήτρια) ΕΛΙΣΑΒΕΤΤΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΒΑ». Τα καραμανλίδικα των Βαλκανίων. Το 1835 ο J. Venelin οικτίρει τους Βουλγάρους της Οχρίδας γιατί γράφουν στα ελληνικά. Η βουλγαρική αναγέννηση θα αρχίσει με τις πρώτες στοιχειώδεις γραμματικές που φτιάχνουν οι αδελφοί Miladinov – Μηλαδήνη και ο Γρηγόρης Parlitsev – Σταυρίδης στα μέσα του περασμένου αιώνα.


Στη δεξιά πλευρά της τσαρ Σαμουήλ, λίγο παρακάτω, συναντάς το θεόρατο ­ τρίπατο; τετράπατο; ­ σπίτι της οικογενείας Ρόμπεφ που στεγάζει και το μουσείο της πόλης. Στο ισόγειο οι παλιές αποθήκες, ελάχιστα μαρμάρινα δείγματα από την Οχρίδα – Λυχνιδώ της ρωμαϊκής και πρωτοβυζαντινής περιόδου. Στους ορόφους η σύντομη απεικόνιση της περιόδου της Αναγέννησης (19ος αι.) μέσα από την πορεία της οικογενείας Robev. Το γενεαλογικό δένδρο σε κάποιον τοίχο αποτυπώνει τις μεταλλαγές και τις οικογενειακές αποσχίσεις ανάμεσα σε Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα. Οσοι πήγαν στο Βελιγράδι πήραν σιγά σιγά σερβικά ονόματα, όσοι πέρασαν στη Φλώρινα απέκτησαν παιδιά που τους έδωσαν ονόματα όπως Αλκιβιάδης, Ευανθία, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Σόφια.


Απέναντι από το αρχοντικό της οικογένειας, το ταπεινό σπιτάκι του ποιητή Γρηγόρη Πάρλιτσεφ. Νεαρός ο Γρηγόρης εγγράφεται στο Οθωνικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας με το εξελληνισμένο του όνομα: Γρηγόριος Σταυρίδης. Εχει φιλοδοξίες ποιητού και ζηλεύει τον Ομηρο για τη δόξα του καθώς ονειροπολεί στην Ακρόπολη τα απογεύματα. Η δόξα στη μικρή οθωνική Αθήνα αρχίζει να του χαμογελά, βραβεύεται μάλιστα στον ποιητικό διαγωνισμό του Πανεπιστημίου για το ποίημά του «Οι αρματολοί». Λίγα μόνο χρόνια αργότερα, η μεγάλη στροφή. Συμμετέχει ενεργά και με πάθος στην «αναγέννηση» της πατρίδας του, της Βουλγαρίας. Οι βουλγαρόφωνοι γουναράδες της Οχρίδας και οι διανοούμενοι ανακαλύπτουν την εθνική συνείδησή τους μέσα από την οξεία, πλέον, αντιπαράθεσή τους με τον ελληνισμό. Η μικρή ελληνορθόδοξη πατριαρχική κοινότητα της πόλης εξαφανίζεται.


Πίσω από τον Αγιο Νικόλαο του Νοσοκομείου η μικρή πλατεία με τον μεγάλο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας. Κτισμένη, ή τουλάχιστον ριζικά ανακαινισμένη, μετά την κατάλυση του βουλγαρικού βασιλείου του Συμεών το 1014 από τον επίσκοπο Λέοντα. Η μεγαλοπρεπής εκκλησία αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της αμφίπλευρης πολιτικής του Βασιλείου Β’, ο οποίος αφενός εντάσσει τη βουλγαρική επικράτεια ξανά στην αυτοκρατορική εξουσία αλλά συγχρόνως της παραχωρεί εκκλησιαστική αυτονομία. Από τότε η Οχρίδα με την Αγία Σοφία αποτέλεσε την έδρα της αυτόνομης Επισκοπής Οχρίδας που αργότερα πήρε και τον τίτλο του «Πατριαρχείου». Η αυτόνομη εκκλησία της Οχρίδας διατηρήθηκε ώς το 1767, οπότε επανεντάχθηκε μαζί με το «Πατριαρχείο» του Ιπεκίου (Pec στη σημερινή Σερβία) στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Η αυτόνομη ύπαρξη της εκκλησίας της Οχρίδας αποτέλεσε ένα από τα ιδεολογικά βάθρα στην πορεία αναγέννησης και ανεξαρτησίας του βουλγαρικού έθνους τον 19ο αιώνα.


Η βασιλική της Αγίας Σοφίας διακοσμείται από εντυπωσιακές τοιχογραφίες επίσημης, «κωνσταντινουπολίτικης» νοοτροπίας του 11ου αιώνα αλλά και μεταγενέστερες, της Κομνηνείας και Παλαιολόγειας περιόδου (14ος αι.) όπως το πορτρέτο του Σεβαστού Ιωάννη Προσενίκου στο κατώτερο τμήμα του νάρθηκα. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η απεικόνιση των επισκόπων Ρώμης στο διακονικό ­ παράδοση που σταμάτησε μετά το σχίσμα του 1054. Στον εξωνάρθηκα η πελώρια τούβλινη επιγραφή που είναι ενσωματωμένη στην τοιχοποιία «διαφημίζει» κυριολεκτικά την ανακαίνιση που πραγματοποίησε ο Επίσκοπος Λέων. Ματαιοδοξία; Υπενθύμιση της βυζαντινής κυριαρχίας; Η αναμφισβήτητη υπερβολή θα είχε ανάλογο αν στην είσοδο της Μητρόπολης Αθηνών υπήρχε φωτεινή επιγραφή: Εθεμελιώθη υπό του Αρχιεπισκόπου… τάδε.


Πίσω από την εκκλησία ανηφορίζουμε τα σκαλάκια που οδηγούν παραλιακά στη συνοικία Κανέο και από εκεί στον Αγιο Ιωάννη, στον βράχο στην άκρη της λίμνης. Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Κανέο αποτελεί κάτι σαν σήμα κατατεθέν της Οχρίδας. Χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για τις ανάγκες του φιλμ «Πριν τη βροχή», στη χαρακτηριστική εικόνα με τον νεαρό καλόγηρο να τρέχει στην άκρη του βράχου με φόντο τη λίμνη. Είναι μια πραγματικά ειδυλλιακή περιοχή όπου η θέα της λίμνης σού δίνει την εντύπωση αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας. Αν μάλιστα τη στιγμή όπου είσαι εκεί περνάει και καμιά ψαρόβαρκα, τότε η εικόνα γίνεται ακόμη πιο πειστική. Εδώ σταματάει το μονοπάτι και είτε θα γυρίσεις πίσω ή θα ανεβείς, σχετικά εύκολα, τα βράχια προς την κορυφή του λόφου όπου το Κάστρο του Σαμουήλ δεσπόζει της πόλης.


Ανεβαίνοντας στο κάστρο μέσα από το αραιό πευκοδάσος φθάνεις πρώτα σε ένα πλάτωμα με τα ερείπια του Αγίου Παντελεήμονος και λίγο μετά στην τειχισμένη ακρόπολη του Σαμουήλ, τη δεύτερη πρωτεύουσά του μετά τον Αγιο Αχίλλειο στην Πρέσπα. Φθάνοντας ψηλά στο κάστρο η επιστροφή στην πόλη είναι εύκολη και ευχάριστη. Ανάμεσα στον λόφο του κάστρου και στον χαμηλότερο με την εκκλησία του Αγίου Κλήμεντος βρίσκονται τμήματα του ρωμαϊκού θεάτρου. Το εντυπωσιακό όμως δεν είναι τόσο η εκκλησία του Αγίου Κλήμεντος, όσο και αν ο φύλακάς της τη θεωρεί ένα από τα αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης, αλλά η έκθεση εικόνων στο μικρό μουσείο δίπλα στην εκκλησία: η Παναγία η Ψυχοσώστρα με την ανέμη στο χέρι, ο Χριστός ο Ψυχοσώστης, ο καταπληκτικός Ευαγγελιστής Ματθαίος και πολλά άλλα κομμάτια με κράτησαν πάνω από μία ώρα.


Κατηφορίζουμε μέσα από στενά δρομάκια. Το μεγάλο ροζέ κτίριο που στεγάζει το Μουσείο Σλαβονικής Γραφής είναι κλειστό, όπως ήταν και πριν από μερικά χρόνια. Στον κεντρικό δρόμο του παζαριού, την Κλήμεντος Οχρίδος, τσιμπήσαμε κάτι πρόχειρο. Στην πλατεία Cinar κάτω από τον πλάτανο μια παρέα στρατιωτών του ΟΗΕ με ημιστρατιωτικά ­ μπότες, στρατιωτικά παντελόνια και Τ-σερτ με «no problem» ­ αντιμετώπιζε με παγωτά τον καυτό ανοιξιάτικο ήλιο. Λίγα μέτρα πιο ‘κεί, στον δροσερό και ήρεμο τεκέ των μπεκτασήδων η ψιθυριστή κουβέντα για την ενότητα του θείου πέρα από θρησκείες «σε πήγαινε αλλού». Στον δρόμο τα μαγαζιά κλείνουν για τη μεσημεριάτικη διακοπή. Η νέα έκδοση διαφημίζεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων: «Αλέξανδρος ο Βασιλιάς των Μακεδόνων». Η ανάγκη παραγωγής εθνικής ιστορίας. Στο εστιατόριο Letnica, στο κέντρο, καταφεύγουμε για έναν καφέ. Η κουβέντα για την «αφηγηματικότητα» της ιστορίας σβήνει μέσα στο μεσημεριάτικο λιοπύρι.


Βορειοανατολικά της πόλης, στα 5 περίπου χλμ., αφού αφήσεις δεξιά τη Velgosti (μου θύμισε τη Βελιγοστή της Πελοποννήσου) φθάνεις στο Λέσκοετς. Στο κέντρο του χωριού συνεχίζεις δεξιά και 1 περίπου χλμ. έξω από το χωριό πάνω σε ένα πλάτωμα είναι η μικρή εκκλησία του Σωτήρος (Σβέτι Σπάς). Τα κλειδιά της τα έχει η οικογένεια που μένει στο τελευταίο σπίτι του χωριού πριν από την εκκλησία. Εύφορος κάμπος με χαμηλούς λόφους. Κερασιές και οπωροφόρα, αμπέλια και καρυδιές. Στην εκκλησία συναντήσαμε μια οικογένεια προσκυνητές από το χωριό. Ο νεαρός μάς ρωτάει αν συμφωνούμε ότι ο Αλέξανδρος είναι βασιλιάς των Μακεδόνων. Οι τοιχογραφίες τού 1426. Στον νότιο τοίχο η εικόνα του κτίτορος: «Δέησις του Δούλου του Θεού Τόδε». Ανοικτόχρωμος ο Τόδε, με σφιχτά πιασμένα τα μαλλιά, χωρίστρα στη μέση και μικρά, έντονα μάτια. Δίπλα του: «Δέησις της Δούλης του Θεού Βούλκα». Η γυναίκα τού Τόδε με στενά, σφιγμένα χείλη, έντονο κοκκινάδι στα μάγουλα, μεγάλα σκουλαρίκια και μαντιλοδέσιμο βυζαντινό να πέφτει στους ώμους της. Ομορφη γυναίκα και πιθανότατα ισχυρή για να διεκδικεί ξεχωριστή και ισότιμη με τον Τόδε θέση στους κτίτορες της μονής.


Επιστροφή στην πόλη. Κατηφορίζουμε προς τα νότια, κατά μήκος της λίμνης. Τα απογευματινά χρώματα σου δημιουργούν μια ήρεμη διάθεση χαλάρωσης και ρεμβασμού. Ο παραλιακός δρόμος διασχίζει καθαρά και μάλλον τουριστικά χωριά με ξενοδοχεία και «rooms to let». Γκορίτσα, Λαγκαντίν, Πέστανι. Αριστερά μας οι απότομες και δασωμένες πλαγιές τής Γκαλίσιτσα. Η Παναγία Ζαούμ (15 χλμ. από την Οχρίδα) έχει πρόσβαση μόνο από τη λίμνη. Σταματάμε στην Τραπέϊτσα (Τραπεζίτσα). Ο νεαρός του σουπερμάρκετ θα μας πάει με τη βάρκα του ως την εκκλησία. Κατηφορίζουμε για την παραλία. Κόσμος ψαρεύει τα μικρά ψάρια της λίμνης, κάτι σαν σαρδέλες. Ο νεαρός μοιάζει ενθουσιασμένος. Κάθε τόσο και σε κάθε ευκαιρία δηλώνει: «Greece is super». Φυσικά ξέρει τη Θεσσαλονίκη, με την έννοια ότι θυμάται τις διάφορες ντισκοτέκ της συμπρωτεύουσας.


Παλαιότερα πήγαινε συχνά για προμήθειες και για να εφοδιασθεί με τα απαραίτητα είδη ψαρικής. «Τώρα είναι λιγάκι δύσκολο», λέει, «αλλά», συνεχίζει χωρίς να τον ρωτήσουμε, «εμένα δεν με ενδιαφέρει η πολιτική». Η μεταλλική βάρκα πλέει δίπλα στις βραχώδεις και απότομες όχθες της λίμνης. Το νερό είναι εντυπωσιακά καθαρό με πράσινες ανταύγειες. Κατασκηνωτές μάς παρατηρούν και μας χαιρετούν. Σε 15 λεπτά φθάνουμε στην εκκλησία. Δεν θυμάμαι εικόνα τόσο κομψής βυζαντινής εκκλησίας στην άκρη της «θάλασσας» πνιγμένη στα δένδρα. Δίπλα στον ναό τα ερειπωμένα κελιά. Στο εσωτερικό κούφωμα της πόρτας διαβάζω: «… Επισκόπου Δεαβολιτών…».


Στην επιστροφή ο νεαρός συνοδός μάς προσφέρει καφέ στο μπακάλικό του. Ενδιαφέρεται για ελληνικά προϊόντα για το μαγαζί του. «Τα περισσότερα είναι τουρκικά», μας διαβεβαιώνει, χωρίς να τον ρωτήσουμε. Τον αποχαιρετάμε γιατί, πρώτον, είμαι μάλλον επιφυλακτικός στις εμπορικές συμφωνίες του ποδαριού και, δεύτερον, προτιμώ να περάσω τις ώρες του απογεύματος στον Αγιο Ναούμ.


Στο νότιο άκρο της λίμνης, στις εκβολές του Μαύρου Δρίνου, πάνω σε μια μικρή βραχώδη προεξοχή είναι το μοναστήρι του Αγίου Ναούμ, θεμελιωμένο τον 11ο αιώνα. Για λόγους γραφικότητας προσεγγίζουμε το μοναστήρι με βάρκα, αν και η απόσταση από το πάρκινγκ ως τη μεγάλη ξύλινη πορτάρα του μοναστηριού δεν ξεπερνά τα 300 μ. Ενα ακόμη εντυπωσιακό ξύλινο επιχρυσωμένο τέμπλο: 1711, Χειρ Κωνσταντίνου Ιερομονάχου. Καταζωγραφισμένο το εσωτερικό «Διά Χειρός Εμού Τέρπου Ζωγράφου Υιού Κωνσταντίνου Ζωγράφου εκ Κορυτζάς». Η Κορυτσά δεν απέχει από εδώ περισσότερο από 50 χλμ. Πάνω από την είσοδο: «Ανιστορήθη ο Παρών Ούτος και Σεβάσμιος Ναός του Οσίου Ημών Ναούμ του Θαυματουργού… Επιστασίας του Πανοσιωτάτου Καθηγουμένου Κυρού Φιλιππουπόλεως του και Νέου Κτίτορος επί των Ημερών του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Αγίου Πρεσπών Κυρού Καλλινίκου και του Συνδρόμου (sic) Χατζή Κυρίου Ιακώβου και του Επιτρόπου της Ιεράς Ταύτης Μονής Κύρου Ιωάννου Γαβριήλ. ΑΩΕΖ, Σεπτεμβρίου Στ’». Ενσωματωμένο στην κυρίως εκκλησία ένα μικρό παρεκκλήσι όπου κοιμάται ο Αγιος Ναούμ. Πίσω από το ιερό, ο τάφος του παπα-Γιώργη, ηγουμένου της μονής, που πέθανε το 1905. Η ελληνόγλωσση επιγραφή και ο χρόνος: 1905. Τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.


Εκατόν πενήντα μέτρα πέρα από το μοναστήρι, τα σύνορα με την Αλβανία. Η πόλη τού Πόγραδετς ξεχωρίζει καλά. Στο κέντρο της πόλης διακρίνεται από μακριά το μεγάλο ξενοδοχείο όπου πέρυσι προσπαθούσαμε να φάμε ένα παγωτό κάτω από τα μάτια τσούρμου μικρών παιδιών που μας κοίταζαν αμίλητα, κρεμασμένα στο μπαλκόνι. Αλλες ιστορίες.


Ο ήλιος πέφτει πίσω από τα βουνά της Αλβανίας επιστρέφοντας στην Οχρίδα. Δοκιμάσαμε ένα εστιατόριο, από τα «καλά» στην παραλία, μπροστά από τον Αγιο Νικόλαο του Γηροκομείου. Ζωντανή διακριτική μουσική, φωτογραφίες επισήμων στους τοίχους. Κατά τα άλλα, τίποτε το ιδιαίτερο.