Στην ιστορία της φιλοσοφίας των νεοτέρων χρόνων ­ συμβατικά περιοδολογείται στον 17ο και τον 18ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από την ανατροπή βασικών παραδοχών, μεθόδων και εννοιών της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου ­ επιλέγουμε, συνήθως, τα φιλοσοφικά κείμενα των Βρετανών J. Locke (1632-1704), G. Berkeley (1685-1753) και D. Hume (1711-1796) για να προσδώσουμε στις θεωρίες που διατυπώνονται εκεί, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, τον γενικό χαρακτηρισμό του εμπειρισμού.


Η θεωρία του εμπειρισμού έχει συνδεθεί κυρίως με την εξέταση μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν την ανθρώπινη γνώση, με προεξάρχον το ερώτημα σχετικά με τις πηγές από τις οποίες αυτή προέρχεται. Το γνωσιοθεωρητικό εγχείρημα πλαισιώνεται από ερωτήματα του είδους: τι μπορούμε να γνωρίσουμε, πώς αποκτούμε τη γνώση που έχουμε, ποια είναι η φύση της ανθρώπινης γνώσης. Η άποψη που χαρακτηρίζει τον εμπειρισμό είναι ότι η πηγή και ο κριτής της ενδεχομενικής γνώσης, δηλαδή της γνώσης που εξαρτάται από την πραγματικότητα, είναι η εμπειρία. Εμπειρία σημαίνει πρωτίστως κατ’ αίσθησιν αντίληψη, που κάνει χρήση των πέντε αισθήσεων, και όταν χρειάζεται βοηθητικών οργάνων, αλλά και εσωτερική αίσθηση, διά της οποίας αυτός που αντιλαμβάνεται, το υποκείμενο της εμπειρίας, έχει ενδοσκοπική αντίληψη των περιεχομένων και των λειτουργιών του δικού του νου.


Ο εμπειρισμός αντιτίθεται στη νοησιοκρατία, όπως αυτή εκφράστηκε από τον Descartes, σύμφωνα με τον οποίο, προκειμένου να υπερβούμε τα όρια της εμπειρίας που διαθέτουμε και να επιτύχουμε αιώνια και αμετάβλητη αλήθεια αρχών, ανεξάρτητη από τις συνθήκες της πραγματικότητας, η κύρια οδός για τη γνώση είναι η διάνοια ή ο λόγος· η εμπειρία το περισσότερο που μπορεί να προσφέρει είναι απλή γνώμη ή πιθανή πεποίθηση. Υπόδειγμα της γνώσης για τη νοησιοκρατία είναι το τυπικό παραγωγικό σύστημα, της γεωμετρίας και της λογικής, όπου από πρώτες αρχές, αυταπόδεικτες αλήθειες ή ορισμούς, οδηγούμαστε σε απολύτως βέβαιη γνώση.


Κατά τον εμπειρισμό, το υπόδειγμα αυτό είναι ακατάλληλο για τη γνώση της πραγματικότητας. Τα γεγονότα πραγματικότητας τα γνωρίζουμε εμπειρικά, δηλαδή με μια εμπειρική χρήση της νόησης, και όχι απλώς από αλήθειες εξαιτίας ορισμών ή από ταυτολογίες. Το κατάλληλο υπόδειγμα της γνώσης είναι η φυσική επιστήμη. Η παρατήρηση και η εμπειρία συνιστούν την πηγή και το μέσο δικαιολόγησής της.


Επομένως θα πρέπει να κατανοήσουμε τον εμπειρισμό με δύο σημασίες: πρώτον, ως πηγή εννοιών και, δεύτερον, ως εγγύηση της νομιμοποίησής τους ­ οι έννοιες έχουν περιεχόμενο μόνο αν εισφέρονται από την εμπειρία. Οι προβληματικές συνέπειες αυτής της εμπειριστικής δέσμευσης είναι πως όταν υπερβαίνουμε την εμπειρία οδηγούμαστε είτε στην α-νοησία των γλωσσικών εκφράσεων είτε στο χάσμα που ο ίδιος ο εμπειρισμός ανοίγει ανάμεσα στο υποκείμενο της εμπειρίας και την πραγματικότητα. Εξάλλου, αν γίνει αποδεκτή η ρεαλιστική παραδοχή για την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας ως ανεξάρτητης από την εμπειρία μας, ο εμπειρισμός, εφόσον δεν δέχεται ισχυρισμούς που υπερβαίνουν την εμπειρία, δεν μπορεί να αποκαταστήσει την εσωτερική του συνέπεια. Ο Λοκ, οι ιδέες και οι λέξεις


Ο Locke κατ’ αρχάς θα αμφισβητήσει την άποψη ότι μπορούμε να επιτύχουμε γνώση της πραγματικότητας με μη εμπειρική χρήση της νόησης. Το Δοκίμιο για την Ανθρώπινη Νόηση (1690) αρχίζει με επίθεση εναντίον μιας εκδοχής της νοησιοκρατίας η οποία, επί τη βάσει της οικουμενικής συμφωνίας, υποστηρίζει το δόγμα των εμφύτων ιδεών σε ό,τι αφορά έσχατες αλήθειες της θεολογίας, της ηθικής και της λογικής που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε από την εμπειρία. Χωρίς να διαφωνεί ότι η απόλυτη βεβαιότητα είναι χαρακτηριστικό πρωτίστως της ενορατικής ή αποδεικτικής γνώσης, ο άγγλος φιλόσοφος θα υπερασπισθεί ωστόσο το κύρος της κατ’ αίσθησιν γνώσεως: θεμέλιο της γνώσης είναι οι ιδέες –ένα από τα δύο είδη σημείων, το άλλο είναι οι λέξεις–, όρος με τον οποίο εννοείται οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει ο νους στη σκέψη με δύο μορφές: πρώτον, ως παρατήρηση των εξωτερικών αισθητών αντικειμένων, κατά την οποία εντυπώνονται στον νου αντιλήψεις των αισθητών ιδιοτήτων των πραγμάτων, όπως το σχήμα, η υφή, το χρώμα, η οσμή (αισθήματα)· δεύτερον, ως εσωτερική παρατήρηση, ενδοσκόπηση, των λειτουργιών του νου, όπως η σύγκριση ιδεών, η πεποίθηση, η αμφιβολία (αναστοχασμός).


Δοθέντος ότι ο νους μας δεν διαθέτει τίποτε άλλο εκτός από ιδέες, η γνώση της πραγματικότητας δεν είναι παρά αντίληψη της σύνδεσης και συμφωνίας ή διαφωνίας μεταξύ τους. Ποια είναι όμως η σχέση των ιδεών με τα πράγματα; Ο Locke θα εισηγηθεί μια θεωρία για την αντίληψη, την επονομαζόμενη «πέπλο των ιδεών»: οι κατ’ αίσθησιν ιδέες μεσολαβούν ανάμεσα στον νου και τα πράγματα και λειτουργούν ως σημεία, ίστανται για κάτι άλλο, παριστάνουν κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό τους. Και η παράσταση αυτή επιτελείται αιτιακά: υπάρχουν δυνάμεις στα πράγματα, ποιότητες, οι οποίες παράγουν ιδέες στον νου.


Πέραν των αμφισημιών που επιφυλάσσει ο Locke στις χρήσεις του όρου «ιδέα» ­ ως καταστάσεις του νου, ως ενεργήματα της σκέψης, ως είδωλα ή εικόνες, ως έννοιες, ως ενδιάμεσα στον νου και τα πράγματα ­ η παραστατική θεωρία του για την αντίληψη εμπλέκει την κρίσιμη έννοια των ποιοτήτων και την προβληματική διάκρισή τους σε: α) πρωτεύουσες ποιότητες (έκταση, σχήμα, κίνηση ή ηρεμία, αριθμός, στερεότητα), β) δευτερεύουσες ποιότητες (χρώμα, ήχος, γεύση, οσμή, υφή), οι οποίες είναι δυνάμεις που παράγουν αισθήματα μέσα μας εξαιτίας των πρωτευουσών ποιοτήτων.


Το πρόβλημα στη διάκριση των ποιοτήτων και των δυνάμεων ­ ορολογία της σωματιδιακής φυσικής της εποχής του ­ έγκειται στο ότι, πρώτον, προϋποτίθεται η χρήση της προβληματικής έννοιας της δύναμης, βάσει της οποίας o Locke εισηγείται την έμμεση αιτιακή παραγωγή των ιδεών και, δεύτερον, δεν υφίσταται η διάκριση ανάμεσα σε πρωτεύουσες ποιότητες που έχουν τα πράγματα καθαυτά και δευτερεύουσες ποιότητες που αποδίδονται σε αυτά από εμάς· οι πρωτεύουσες ποιότητες ως αντικείμενα της κατ’ αίσθησιν αντιλήψεως εξαρτώνται από τον νου το ίδιο όπως και οι δευτερεύουσες. Επίσης είναι δύσκολο για έναν συνεπή εμπειρισμό να αρθρώσει μια ικανοποιητική θεωρία για την έννοια της υπόστασης, ενός από τις τρεις τύπους των σύνθετων ιδεών ­ οι άλλοι δύο είναι οι τρόποι και οι σχέσεις ­, σε συνδυασμό μάλιστα με τη θεωρία της αφαίρεσης που εισηγείται ο συγγραφέας του Δοκιμίου. Η εξήγηση της αποτυχίας του έχει αναζητηθεί στο γεγονός ότι επιχειρεί να πραγματευθεί τον νου και τις λειτουργίες του, κατά τις οποίες οι ιδέες θεωρούνται συστατικά της σκέψης, την ίδια στιγμή που προϋποθέτει μια κατηγοριοποίηση των ιδεών και μια ορισμένη θεώρηση των διεργασιών που αυτές υφίστανται από τον νου. Η θεώρηση των απλών κατ’ αίσθησιν ιδεών μάς εφοδιάζει με μια έννοια του «εμπειρικώς δεδομένου», που έχει την πρόθεση να αποτελέσει θεμέλιο όλου του γνωστικού οικοδομήματος. Η «αήττητη συνείδησή» μας όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οτιδήποτε πιστεύουμε συνδυάζοντας απλές ιδέες της αίσθησης και του αναστοχασμού· και στο σημείο αυτό καραδοκεί ο ανελέητος σκεπτικιστής.


Ο εμπειρισμός δεν μπορεί να δείξει πώς οι παραστάσεις μπορούν να προσπορίσουν αξιόπιστη γνώση αν δεν διαπεράσουμε το «πέπλο των ιδεών». Η παραστατική θεωρία μπορεί να αποκτήσει νόημα μόνο αν υποθέσουμε την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας και τις αιτιακές σχέσεις που τη διέπουν ως αληθείς παραδοχές. Ο Locke όμως αποτυγχάνει να στηρίξει τον εσωτερικά ασταθή συνδυασμό ρεαλισμού και εμπειρισμού: ο ρεαλισμός υποθέτει την ανεξαρτησία των αντικειμένων της εμπειρίας από την εμπειρία τους, ενώ ο εμπειρισμός ισχυρίζεται τη θεμελιώδη εξάρτηση από την εμπειρία κάθε πεποίθησης για τα αντικείμενα της εμπειρίας. Το εγχείρημα της συμφιλίωσής τους στο πλαίσιο του εμπειριστικού προγράμματος του Locke δείχνει να είναι αδύνατο και οι σκεπτικιστικές συνέπειες αναπόφευκτες. Ο Μπέρκλεϊ και η Νέα Αρχή


Ο Berkeley με τα έργα του Αρχές της Ανθρώπινης Γνώσης (1710) και Τρεις Διάλογοι ανάμεσα στον Χύλα και τον Φιλόνου (1713) θα επιχειρήσει να απαντήσει στον σκεπτικισμό και τον αθεϊσμό υπερασπιζόμενος τον κοινό νου και τη φυσική θεολογία ­ τη μελέτη της θεότητας ανεξάρτητα από την αποκάλυψη και το δόγμα. Θα αποδώσει τις ρίζες του σκεπτικισμού στην αγεφύρωτη απόσταση που η θεωρία των ιδεών δημιούργησε ανάμεσα στην εμπειρία και τον κόσμο, συνεπαγόμενη την παράδοξη διπλή ύπαρξη των κατ’ αίσθησιν αντικειμένων: η μία διανοητή ή στον νου και η άλλη πραγματική ή χωρίς τον νου. Το πρόβλημα στο οποίο επιχειρεί να δώσει λύση είναι το εξής: αν είμαστε εξοικειωμένοι απλώς και μόνον με τις αντιλήψεις μας, και ποτέ με τα πράγματα που υποτίθεται ότι υπάρχουν, μη προσβάσιμα, πέρα από εμάς, πώς μπορούμε να ελπίσουμε για τη γνώση τους ή πώς δικαιολογούμαστε να ισχυρισθούμε την ύπαρξή τους; Η έννοια της ύλης ως τεχνικός φιλοσοφικός όρος είναι προβληματικός, θα ισχυρισθεί ο Berkeley: αν πρόκειται να είμαστε συνεπείς με τις εμπειριστικές αρχές μας, δεν μπορούμε να δεχθούμε μια τέτοια έννοια για κάτι που εξ ορισμού δεν είναι εμπειρικά ανιχνεύσιμο ως κρυμμένο πίσω από τις αντιληπτές ποιότητες των πραγμάτων. Εφόσον δεν μπορούμε να υπερασπισθούμε την έννοια της ύλης, θα πρέπει να κατανοήσουμε την έννοια της εμπειρίας και της γνώσης με άλλους όρους.


Και θα εισηγηθεί μια Νέα Αρχή, εξαιτίας της οποίας η φιλοσοφία του θα χαρακτηρισθεί υποκειμενική ιδεοκρατία. Ολες οι ιδέες υπάρχουν μέσα στον νου που τις αντιλαμβάνεται. Επομένως, αν τα πράγματα δεν είναι παρά συλλογές από ποιότητες, και οι ποιότητες είναι αισθητές ιδέες, και αυτές υπάρχουν μόνο μέσα στον νου, τότε αυτό που κάνει ένα πράγμα να υπάρχει είναι το να είναι αντιληπτό: esse est percipi. Επομένως τα πράγματα είναι αντιληπτικά αντικείμενα. Σύμφωνα με τον Berkeley, η κοινή αντίληψη για την ανεξάρτητη από τον νου ύπαρξη των πραγμάτων είναι καρπός λανθασμένης αφαίρεσης. Η έννοια της απόλυτης ύπαρξης χωρίς τον νου είναι αντιφατική.


Αλλά η σχέση που ο Berkeley συλλαμβάνει ανάμεσα στον νου και τις ιδέες δείχνει να είναι προβληματική. Η ονομαζόμενη αρχή της διάκρισης, ότι ο νους και οι ιδέες είναι διακριτά, δημιουργεί αντίφαση όταν συσχετισθεί με την αρχή της ταυτότητας: οι ιδέες δεν είναι διακριτές από την αντίληψή τους. Επιπλέον, η σχέση της αρχής της διάκρισης με την αρχή της εμμένειας ­ οι ιδέες υπάρχουν μόνο μέσα στον νου ­ χρειάζεται εξήγηση. Η συνέπεια ίσως μπορεί να αποκατασταθεί με βάση την παραδοχή ότι υπάρχει ένας άπειρος νους που αντιλαμβάνεται κάθε τι και πάντα. Και την παραδοχή αυτή ο Berkeley θα τη συνδέσει με το επιχείρημά του για την ύπαρξη του Θεού. Ο Χιουμ και η ανθρώπινη πράξη


Ο Hume, ενδιαφερόμενος κυρίως να ερευνήσει ζητήματα της ανθρώπινης πράξης, και προκειμένου να απαντήσει στο ηθικό ερώτημα πώς οφείλουμε να πράττουμε, επιδίδεται στην αναζήτηση των θεμελίων της ηθικής διά της έρευνας του τρόπου με τον οποίο αποκτούμε τη γνώση των ηθικών κρίσεων. Διερωτώμενος αν αυτή προέρχεται από τον Λόγο ή από ένα είδος ηθικής αίσθησης, η οποία πηγάζει από την ανθρώπινη φύση, επιλέγει τη δεύτερη απάντηση που του υπαγορεύει την αναγκαιότητα οικοδόμησης της επιστήμης του ανθρώπου, την οποία και εισηγείται με την Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση (1739-40) ­ υπότιτλος: «Μια απόπειρα εισαγωγής της πειραματικής μεθόδου συλλογισμού στα ηθικά θέματα».


Διαπιστώνοντας τις προβληματικές συνέπειες της θεωρίας των ιδεών του Locke και τα παράδοξα της αϋλοκρατίας του Berkeley, μεταστρέφει το περιεχόμενο της μεταφυσικής από αναζήτηση των αρχών του όντος σε έρευνα του υποκειμένου που γνωρίζει το ον. Η σαφής αντιμεταφυσική στάση που υιοθετεί και η σκεπτικιστική κριτική που εξαπολύει στις έννοιες της υλικής και πνευματικής υπόστασης, καθώς και στην έννοια της αιτιότητας, ωστόσο, ερμηνεύονται από τους συγχρόνους του ως ακραίος αγνωστικισμός και αθεϊσμός.


Εναρκτήριο σημείο του γνωσιολογικού εγχειρήματος του Hume είναι η λογική νοουμένη ως εξέταση των περιεχομένων και των διεργασιών της νόησης. Με τη διάκριση των αντιλήψεων σε εντυπώσεις και ιδέες αποσαφηνίζει τις σημασίες του όρου ιδέα που υπάρχουν στα κείμενα του Locke και εισάγει την εμπειριστική αρχή: όλες οι απλές ιδέες μας όταν εμφανίζονται για πρώτη φορά προέρχονται από απλές εντυπώσεις στις οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες αναπαριστούν ακριβώς. Οι έννοιες των υποστάσεων δεν περνούν επιτυχώς από τον έλεγχο αυτής της αρχής και συνεπώς απορρίπτονται ως στερούμενες νοήματος.


Ερευνώντας τις διεργασίες του νου με «πειραματική μέθοδο» ­ έχει ονομασθεί «φυσιοκρατική πραγμάτευση» ­ ο Hume υποστηρίζει ότι αυτές διέπονται από την αρχή του συνειρμού των ιδεών, την οποία εμπνέεται από τη νευτώνεια φυσική και την αρχή της βαρύτητας που ισχύει στον φυσικό κόσμο. Η αρχή του συνειρμού οφείλεται στη φαντασία όταν δεν ασκείται αυθαίρετα πάνω στα αντικείμενα του ανθρώπινου λόγου, τα οποία είναι οι επτά φιλοσοφικές σχέσεις, δύο κατηγοριών: α) οι αναφερόμενες στις σχέσεις που οι ιδέες έχουν μόνο μεταξύ τους, και β) οι εξαρτώμενες από τα γεγονότα της πραγματικότητας. Με τη βοήθεια του συνειρμού των ιδεών ο σκωτσέζος φιλόσοφος θα επιχειρήσει να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουμε πεποιθήσεις, τη σημασία και τα όρια του ανθρώπινου λόγου, τη φύση της γνώσης μας.


Θα διακρίνει τη γνώση σε ενορατική ή αποδεικτική (λόγος) αφενός και σε πιθανή γνώση (εμπειρία) αφετέρου, και θα εξετάσει την αιτιακή σχέση, τη μόνη, κατά την άποψή του, που μας βοηθά να υπερβούμε τις εντυπώσεις της κατ’ αίσθησιν αντιλήψεως. Με το σκεπτικιστικό του επιχείρημα θα επιφέρει ένα ­ χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της φιλοσοφίας ­ χτύπημα στη μεταφυσική έννοια της αιτιότητας. Θα δείξει ότι η γνώση της αιτιακής σχέσης δεν προκύπτει με βεβαιότητα διά του νοησιοκρατικώς εννοουμένου λόγου, γιατί είναι γνώση που έχει τη βάση της στην παρατήρηση και την εμπειρία των σταθερών συζεύξεων αιτιών και αποτελεσμάτων, είναι γνώση πιθανότητας. Η τελευταία λέξη του όμως δεν είναι σκεπτικιστική. Εφόσον η ιδέα της αναγκαίας σύνδεσης αιτίας και αποτελέσματος, που είναι πιο σημαντικό χαρακτηριστικό και από αυτό της παρατηρήσιμης κανονικής χωροχρονικής ακολουθίας τους, δεν μπορεί να ανιχνευθεί ως ποιότητα των πραγμάτων, ο Hume θα στραφεί δι’ άλλης οδού στη θετική αναζήτηση της αιτιακής αναγκαιότητας. Ο εναλλακτικός δρόμος που θα επιλέξει θα είναι η φυσιοκρατική, ψυχολογική, έρευνα του τρόπου με τον οποίο επιτελούμε επαγωγικές συναγωγές μεταβαίνοντας από μια παρούσα εντύπωση (αιτία) στη συσχετιζόμενη ιδέα της (αποτέλεσμα), σύνδεση που γίνεται εσωτερικά αισθητή στον νου, ως εντύπωση αναστοχασμού, με τη βοήθεια της φαντασίας, της έξης και του έθους.


Το εγχείρημα του εμπειρισμού, και ιδιαιτέρως του Hume, μαζί με τις ασάφειες που μπορεί να επισημάνει κανείς σε αυτό, χαρακτηρίζεται οριακό και δυσερμήνευτο. Ανεξάρτητα από το αν επιτυγχάνει ή όχι τον στόχο του, οι επανερμηνείες που συνεχίζει να επιδέχεται συνιστούν απόδειξη της γονιμότητάς του και συμβολή στην αναδιατύπωση ερωτημάτων που παραμένουν ενδιαφέροντα.


Η κυρία Μαρία Πουρνάρη είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.