Ο Τόμας Μαν, η πολιτική και ο πολιτισμός


Αν η έκφραση «εκδοτικό γεγονός» εξακολουθεί να έχει κάποιο νόημα στις μέρες μας, τότε ασφαλώς η πρόσφατη έκδοση του ογκώδους βιβλίου του Τόμας Μαν Στοχασμοί ενός απολιτικού είναι όντως ένα εκδοτικό γεγονός, βαρύνουσας μάλιστα σημασίας, αφού αφορά το έργο μιας προμηθεϊκής μορφής των ευρωπαϊκών γραμμάτων. Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό. Εδώ, όπως και σε όλο το έργο του μεγάλου δημιουργού, συνυπάρχουν ή συγκρούονται δύο αιώνες: ο 19ος και ο 20ός. Επιπλέον, αντιπαρατίθενται δύο μεγάλα ρεύματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού: το κεντροευρωπαϊκό, ή αν θέλετε «γερμανικό», με το γαλατικό. Με άλλα λόγια, το πνεύμα της γαλλικής επανάστασης, του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού με το πνεύμα των αιώνιων αξιών, όσων συνιστούν γενικά ό,τι αποκαλούμε ψυχή. Σε μια διαφορετική αναγωγή έχουμε την αντιπαράθεση του πνεύματος ή της κουλτούρας στον πολιτισμό, ή αλλιώς των διαχρονικών αξιών της καλλιτεχνίας στη φθαρτή, αγοραία και μικροαστική δημιουργία. Ωμότερα ­ και με πολιτικούς όρους ­ η «αιώνια» πνευματική και «απολιτική» Γερμανία των φιλοσόφων και των καλλιτεχνών ορθώνεται απέναντι στην «επιπόλαια» Γαλλία των διανοουμένων, της προόδου, της δημοκρατίας και των αλλαγών. Και όλα τούτα τον καιρό που μαινόταν ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος, αφού οι Στοχασμοί άρχισαν να γράφονται το 1915 και κυκλοφόρησαν το 1918.


Το βιβλίο, όπως και τα μυθιστορήματα του Μαν, είναι βαρύ, αργό, μνημειώδες, σαν ογκώδης καθεδρικός ναός γεμάτος τευτονικό σκοτάδι και ψυχικά μυστήρια. Δεν παύει βέβαια να αποτελεί βιβλίο εποχής, τα στοιχεία της οποίας όπως το αναδεικνύουν έτσι και το μολύνουν. Οταν εκδόθηκε προκάλεσε αντιδράσεις και ο συγγραφέας του πολύ σύντομα αποστασιοποιήθηκε από τον αντιδημοκρατικό του πυρήνα. Είναι επομένως αναγκαίο να προειδοποιηθούν όσοι από τους υποψήφιους αναγνώστες του δεν έχουν διαβάσει τίποτε από το έργο του Μαν πως, αν αποφασίσουν να γνωρίσουν τον συγγραφέα ξεκινώντας από τους Στοχασμούς, ενδέχεται να απογοητευθούν ή, στη χειρότερη περίπτωση, να αγανακτήσουν.



Η αξία, η διαχρονικότητα και η σημασία των κειμένων δεν είναι ανεξάρτητες από τα αίτια που τα γέννησαν όπως και από τις αφορμές που παρακίνησαν τους συγγραφείς τους να τα γράψουν, δηλαδή από την εποχή, τον περίγυρο, την ιδιοσυγκρασία, την ωριμότητα ή ακόμη και από ταπεινότερα πράγματα ­ για παράδειγμα, τα προσωπικά πάθη και μίση που κατά κανόνα οδηγούν σε ακρότητες. Ολα τούτα τα συναντούμε ­ και μάλιστα έκτυπα ­ στους Στοχασμούς. Προτού αναφερθώ αναλυτικότερα στα παραπάνω, θεωρώ απαραίτητο να παραθέσω ένα μέρος από το κείμενο του δελτίου Τύπου που κυκλοφόρησε ο εκδότης, γιατί, όπως είναι γραμμένο, δημιουργεί όχι μόνο λανθασμένες εντυπώσεις αλλά και ιδεολογήματα που δεν έχουν καμία σχέση με τον συγγραφέα Τόμας Μαν:


«Με αφετηρία την πλατωνική διαπίστωση ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο κοινωνικό και πολιτικό ζώον, αλλά και μεταφυσικό ον, δηλαδή πρόσωπο, ο Τόμας Μανν εκδιπλώνει μπροστά μας τη μεγαλειώδη εικόνα της δυτικής πνευματικότητας.


Η Ευρώπη δεν είναι ένα αδιαίρετο και ομοιογενές σύνολο. Είναι αντίθετα δύο κόσμοι που θα συγκρούονται ακατάπαυστα. Από τη μια πλευρά, η Ευρώπη της προόδου και των επιστημών και, από την άλλη, η Ευρώπη του σταυρού, του αίματος και της θυσίας. Η Ευρώπη του υλικού πολιτισμού που μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα και η Ευρώπη της ψυχής, του προορισμού και της μεταφυσικής παρηγορίας.


Τις παραμονές του 21ου αιώνα της παγκοσμιοποίησης και του ενιαίου ανθρώπου, οι Στοχασμοί ενός απολιτικού, που μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας, αποκτούν έτσι τεράστια σημασία, έστω και μόνο για να μας θυμίσουν τι αφήνουμε πίσω μας και τι πάμε να συναντήσουμε».


Μετά από αυτά τα σωτηριολογικά, δεν βλάπτει να δούμε τι λένε και οι ίδιοι οι Γερμανοί. Γιατί οι Στοχασμοί γράφτηκαν εναντίον του Χάινριχ Μαν, αδελφού του Τόμας και διάσημου συγγραφέα στον καιρό του, ο οποίος αναφέρεται μέσα στο βιβλίο ως Πολιτισμολόγιος. Να πώς συνοψίζει το ζήτημα ­ πολύ πεζά και διόλου «πνευματικά» ­ ο γερμανός συγγραφέας Χέρμαν Κάστεν, επιμελητής των Ημερολογίων του Τόμας Μαν, που κυκλοφόρησαν το 1977:


«Η μακροχρόνια ένταση στις σχέσεις των δύο αδελφών μεγάλωνε, ώσπου με το ξέσπασμα του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ανακάλυψαν ότι οι απόψεις τους για τη φιλοσοφία και την πολιτική ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Μετά τη δημοσίευση ενός δοκιμίου του Χάινριχ για τον Ζολά, που ο Τόμας Μαν το θεώρησε ως επίθεση εναντίον του και για το οποίο ως απάντηση έγραψε τους δικούς του Στοχασμούς ενός απολιτικού, το χάσμα έγινε αγεφύρωτο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου κανείς από τους δύο δεν μιλούσε στον άλλον και ο Τόμας Μαν δεν ανεχόταν ούτε τη μνεία του ονόματος του αδελφού του ­ ιδιαιτέρως μάλιστα επειδή ο Χάινριχ, αντίπαλος του Ράιχ και γαλλόφιλος δημοκρατικός και ειρηνιστής, άρχισε να γνωρίζει αξιοσημείωτη αναγνώριση και επιτυχία μετά το τέλος του πολέμου. Μόνον όταν έπεσε βαριά άρρωστος ο Χάινριχ έγινε η πρώτη απόπειρα συμφιλίωσης. Η πλήρης αποκατάσταση των δεσμών έπρεπε να περιμένει ως το 1933». Γιατί το 1933; Είναι η χρονιά που ο Τόμας Μαν εγκαταλείπει μαζί με την οικογένειά του τη Γερμανία καταφεύγοντας αρχικά στην Ελβετία και κατόπιν στις ΗΠΑ. Είναι η χρονιά που έρχονται οι ναζιστές στην εξουσία.


Στις εύπορες αστικές οικογένειες της Ευρώπης με τα μεγάλα σπίτια, τους πολλούς συγγενείς και τις βαθιές παραδόσεις, με τα αυστηρά ήθη ­ αλλά και με τα μίση και τα πάθη ­ τέτοιες συγκρούσεις δεν είναι ασυνήθιστες. Εδώ όμως το φαινόμενο της σύγκρουσης Τόμας και Χάινριχ Μαν ούτε μόνο φροϋδικά ούτε μόνο συμβολικά, ως σχέση Κάιν – Αβελ, μπορεί να ερμηνευθεί. Πέραν των προσωπικών, οι Στοχασμοί παραμένουν έκφραση μιας μείζονος ευρωπαϊκής αντίφασης που οι καταστροφικές της προεκτάσεις ήταν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Το 1918 τα πνεύματα εξακολουθούσαν να είναι οξυμένα, παρά το σφαγείο του πολέμου. Δίχως αυτή την όξυνση και δίχως την πολιτική και πολιτισμική της μαγιά, ο ολοκληρωτισμός ίσως και να μην αναπτυσσόταν με τέτοια ευκολία και με τέτοια ταχύτητα σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη.


Και δεν βλάπτει να θυμόμαστε πως η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που, καθώς λέει ο Οργουελ στο άρθρο του Προς την ευρωπαϊκή ενότητα (1945), «είχε στυλώσει τα πόδια εναντίον των διδακτόρων» ήταν η Αγγλία. Χωρίς αντιδημοκρατικό πνεύμα πολλά θα μπορούσαν να αποφευχθούν, και αυτό εξηγεί την κατοπινή στάση του Τόμας Μαν και τη άποψή του περί συλλογικής ευθύνης για το φαινόμενο του χιτλερισμού, άποψη σύμφυτη του χαρακτήρα και της συγγραφικής του ιδιοσυγκρασίας, η οποία διέθετε το σπάνιο χάρισμα να δημιουργεί, μέσα από τις ιδέες, μυθιστορηματικούς ήρωες και να προβάλλει το πορτρέτο πνευματικών φυσιογνωμιών στο πρόσωπο μυθιστορηματικών ηρώων (λ.χ. τον όψιμο Νίτσε στο πρόσωπο του Αντριάν Λέβερκιν του Δόκτορος Φάουστους). Είναι ασφαλώς ζήτημα άλλης τάξεως το θέμα του περάσματος του Τόμας Μαν από τον συντηρητισμό στη δημοκρατία ή ακόμη και σε έναν όψιμο ριζοσπαστισμό, όπως επίσης και της πολιτικής επίδρασης στα πιστεύω του μεγάλων φυσιογνωμιών της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.


(Σκέφτεται κανείς τον Μανχάιμ και τον Λούκατς μετά την έκδοση του Μαγικού βουνού. Η επίδρασή τους ωστόσο είναι κατά πολύ μικρότερη από εκείνη του Σπεν Κλερ στους Στοχασμούς.) Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι και στους Στοχασμούς, όπως και στο υπόλοιπο έργο του Μαν, κεντρικός ήρωας είναι ο καλλιτέχνης, μέσω του οποίου ο συγγραφέας αναλύει τον εαυτό του στις βαθύτερες και τις πιο κρυφές πτυχές του. Η λαμπρότητα της σκέψης του είναι τέτοια ώστε να καταλύει ακόμη και τις πλέον κραυγαλέες του αντιφάσεις. Η σκέψη αυτή (προϊόν εκπληκτικής καλλιέργειας) μαζί με το φοβερό πείσμα και την ψυχρότητά του (γνωρίσματα του μεγάλου οικοδόμου) έχουν τη δύναμη να μετατοπίζουν τη διαστρωματωμένη συλλογική συνείδηση από το πλήθος σε ένα και μόνο πρόσωπο.


Γιατί λοιπόν ένας τέτοιος συγγραφέας, ή ας πούμε ένα τέτοιο υπερεγώ, να συμπαθεί την αστική δημοκρατία; Το ερώτημα σήμερα ακούγεται αναχρονιστικό· δεν παύει ωστόσο να είναι πραγματικό, δεδομένου ότι στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα η στάση τούτη οδηγεί στη μνημειακή γραφή και την αντίστοιχη μνημειακή σύνθεση, όπου μέσα σε ογκώδη σχήματα, γοτθικά και μπαρόκ ταυτοχρόνως, διαχέεται μια τεράστια πνευματική προσωπικότητα. Σήμερα μπορούμε να το πούμε: ο Μαν υπήρξε ο τελευταίος ­ και μεγαλύτερος ­ μνημειακός πεζογράφος του αιώνα μας και με την έννοια αυτή το έργο του αποτελεί το τελευταίο οικοδόμημα της πεζογραφίας του 19ου αιώνα, φτιαγμένο ωστόσο με υλικά του 20ού. Οσο για την ικανότητά του να αίρει τις αντιφάσεις ή καλύτερα να τις οικειοποιείται, ήταν χωρίς αμφιβολία χωρίς προηγούμενο:


Ο Μαν είχε είδωλό του τον Γκαίτε, αλλά η ζωή του δεν παρουσίαζε καμία ομοιότητα με τον βίο του μεγάλου γέροντα της Βαϊμάρης. Θαύμαζε τον Νίτσε και ωστόσο η τρέλα εκείνης της τυραννισμένης ψυχής τον άγγιξε μόνον ως πνευματική κατάσταση. Είχε τον Βάγκνερ περί πολλού, μολονότι ο συντηρητισμός του δεν είναι δυνατόν να αποδέχεται τον αφελή βαγκνερικό μεσαιωνισμό και εθνικισμό. Γράφει ύμνους για τον Σοπενάουερ αλλά η άγρια μοναξιά του τελευταίου βρίσκεται στους αντίποδες της δικής του φήμης, δημοσιότητας και παγκόσμιας δόξας. Επαινεί τον Ντοστογέφσκι, ο πολιτικοθρησκευτικός πανσλαβισμός του οποίου λειτουργεί ως παράλληλο ρεύμα και παράδειγμα για τον δικό του μεγαλογερμανισμό ­ χωρίς παρά ταύτα να δίνει σημασία στο γεγονός ότι ο Ντοστογέφσκι προκαλούσε ναυτία στον Νίτσε.


Οταν ο Μαν άρχισε να γράφει στους Στοχασμούς ήταν ακριβώς 40 ετών και διάσημος στη χώρα του και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ως συγγραφέας δεν πέρασε από καμιά φάση ωρίμανσης ­ ήταν ώριμος από πολύ νέος, γι’ αυτό άλλωστε όλη του τη ζωή βίωνε τη νεότητα, όπως και τον κόσμο, ως πνευματική και μεταφυσική κατάσταση. Η νεότητα στο έργο του Μαν, όπως εύστοχα παρατηρεί η Ελίζαμπεθ Χάρντγουικ, είναι η περίοδος στην οποία δεν αποκαλύπτεται η χαρά της ζωής αλλά η μοίρα και ο προορισμός του ανθρώπου. Ο έρωτας καταστρέφει την ψυχή, όπως η αρρώστια καταστρέφει το σώμα. Πρόκειται για μάχη των άκρων ­ και η μάχη αυτή είναι ειρωνική.


«Πάντοτε ο έρωτας ήταν ειρωνικός» αποφαίνεται στους Στοχασμούς. Αλλά η σύγκρουση των αντιθέτων εκφράζεται στον κρυφό εσωτερικό πόλεμο, που αποτελεί την ουσία της καλλιτεχνίας, το «κρυφό ατελές» του Νίτσε ή, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, το «να κάνεις την ψυχή σου παλαίστρα για τις ευρωπαϊκές αντιθέσεις· αυτό είναι γερμανικό». Κουλτούρα ή πνεύμα σημαίνει συντήρηση, αφού: «Ο Γκαίτε και ο Νίτσε ήταν συντηρητικοί, άπαν το γερμανικό πνεύμα ήταν ανέκαθεν συντηρητικό και θα παραμείνει συντηρητικό, εάν και εφόσον δηλαδή παραμείνει ο εαυτός του και δεν δημοκρατικοποιηθεί, δεν εξαλειφθεί δηλαδή».


Αυτό που αποτελεί την ουσία της Γερμανίας, επομένως, σύμφωνα με τον Μαν των Στοχασμών, είναι το τευτονικό πνεύμα, το οποίο οφείλει να αντιπαρατεθεί στο ρωμαϊκό πνεύμα της Δύσης ή αλλιώς στο Imperium του «πολιτισμού» των μικροαστών, ο οποίος απειλεί να καταστρέψει ό,τι πνευματικότερο και ευγενέστερο έχει προσφέρει η χώρα του Γκαίτε. Οπως κι αν το δει κανείς, εδώ έχουμε ένα κήρυγμα παγγερμανισμού ­ και μάλιστα ακραίο.


Πού βρίσκονται οι ρίζες του τευτονικού πνεύματος; Μα, στον Μεσαίωνα. Και ποιος ο σημερινός του κληρονόμος; Ο κοσμοπολίτης γερμανός αστός, τον οποίον ο Μαν αντιδιαστέλλει προς τον γάλλο μπουρζουά, τον μηδενιστή και τον εμποροκράτη. Και ποια τα ιδεώδη του τευτονικού πνεύματος; Παράδοση, οργάνωση και καθήκον, θεμέλια της γερμανικής κουλτούρας, όπου πάνω τους ο Καντ συναντά τον Λούθηρο. (Ολα τούτα ο Μαν καταφέρνει να τα θεμελιώσει και να τα συμβιβάσει ζώντας και γράφοντας στο Μόναχο, δηλαδή σε μια «μέχρι θανάτου» καθολική Βαυαρία!) Ετσι, δεν εκπλήσσεται κανείς από τη μαστορική ευχέρεια με την οποία περνά στη μια παράγραφο από τον Αντίχριστο του Νίτσε (επαινετικά) και στην επόμενη από τον Ντοστογέφσκι της μετάνοιας και της αυτοτιμωρίας-σωτηρίας (επίσης επαινετικά).


Ο συντηρητικός και πατριώτης Μαν ωστόσο δεν τυφλώνει τον συγγραφέα Μαν, που, μολονότι διαφωνεί με τον Τολστόι, δεν παύει να τον θεωρεί μεγάλο συγγραφέα, ενώ αποκαλεί τον εθνικιστή Ντ’ Αννούντσιο «καραγκιόζη». Οι πολιτικοί του πνεύματος, Ιακωβίνοι και τρομοκράτες, όπως τους χαρακτηρίζει, του προκαλούν βαθύτατη απέχθεια. Η κατάληψη του Φιούμε από τον Ντ’ Αννούντσιο ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση των Στοχασμών καταγράφεται στο ημερολόγιό του σε μιαν αράδα: «Το πραξικόπημα του Ντ’ Αννούντσιο, αυτού του παλιάτσου και ηλίθιου μιμητή του Γαριβάλδη».


Τους κινδύνους παρερμηνείας ή χρησιμοποίησης των Στοχασμών ο Μαν τους αντελήφθη αρκετά νωρίς, γι’ αυτό και πολλά από όσα υποστήριξε εκεί τα ανασκεύασε αργότερα. Τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου έγραφε στον Γκέραρτ Χάουπτμαν πως φοβόταν ότι «από μια βαθύτερη ανάγκη για πνευματική ελευθερία προσκόμισε όπλα στον σκοταδισμό». Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πάμπολλα παραδείγματα που να δικαιολογούν αυτούς τους φόβους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η κατοπινή πορεία των πραγμάτων απέδειξε ότι κάθε άλλο παρά αβάσιμη ήταν. Λ.χ., ο Μαν στο βιβλίο του περιποιεί τιμές στον Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν, κάποιες από τις ρατσιστικές θεωρίες του οποίου χρησιμοποίησαν οι ναζιστές, όπως και το παθιασμένο του κήρυγμα για τη μοίρα της Γερμανίας και των Γερμανών, ανακηρύσσοντάς τον έναν από τους μεγάλους προφήτες τους.


Παρά το γεγονός ότι ο Τόμας Μαν διώχθηκε από τους ναζιστές, που του αφαίρεσαν τη γερμανική υπηκοότητα και κατέσχεσαν την περιουσία του, και μολονότι αγωνίστηκε με πάθος εναντίον τους στην εξορία, οι Στοχασμοί του αποδεικνύουν πως η γαλλογερμανική πολιτισμική ­ και όχι μόνον ­ σύγκρουση δεν υπήρξε παραμύθι των φανατικών και σημάδεψε τη νεότερη Ευρώπη. Αν στο σημερινό πολιτισμικό και πολιτικό τοπίο της ηπείρου μας οι συνέπειες της σύγκρουσης αυτής έχουν αμβλυνθεί, δεν σημαίνει πως έχουν πάψει να υφίστανται. Γι’ αυτό και η ανάγνωση των Στοχασμών αποβαίνει πολλαπλά επωφελής, αν μάλιστα κάποια από τα θέματα που αναπτύσσουν τα συσχετίσει κανείς με ορισμένα επίκαιρα φαινόμενα. Π.χ., είναι τουλάχιστον υπερβολικά όσα πρόσφατα ειπώθηκαν στη χώρα μας για την πρωτοβουλία ίδρυσης Μουσείου Ευρωπαϊκής Ιστορίας όπου θα εμφανίζεται ότι η νεότερη Ευρώπη ξεκινά με τον Καρλομάγνο. Γιατί δεν είναι λίγοι οι γερμανοί διανοούμενοι που ακόμη και σήμερα θεωρούν τον Καρλομάγνο σφαγέα των Σαξόνων και τον καθεδρικό ναό του Ααχεν, όπου στέφθηκε ο Καρλομάγνος, χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. (Νομίζω πως οι Μεσογειακοί θα έπρεπε να παρακολουθήσουμε την ιστορία αυτή από απόσταση και με χαμόγελο ­ αν όχι ειρωνείας, τουλάχιστον συγκατάβασης.)


Οι Στοχασμοί είναι ένα σημαντικό βιβλίο για όποιον θέλει να πάρει μια γεύση από το πνεύμα της εποχής ή να κατανοήσει κάποια στοιχεία από την προσωπικότητα του ίδιου του Τόμας Μαν. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα διαβαστούν κριτικά, όπως τους «διάβασε» μεταγενέστερα ο ίδιος ο συγγραφέας τους και με τη γνώση ότι δεν ανήκουν στα έργα που θεμελιώνουν τη συγγραφική του δημιουργία ή τη σηματοδοτούν, όπως τα τρία του αριστουργήματα: οι Μπούντενμπρουκ, το Μαγικό βουνό της ωριμότητάς του και ο Δόκτωρ Φάουστους, το μεγαλειώδες έργο που συνέθεσε στας δυσμάς του βίου του. Ας πούμε συνοψίζοντας ότι οι Στοχασμοί είναι ένα τμήμα του τεράστιου και πανίσχυρου βαυαρικού κάστρου που έστησε αυτός ο μέγας οικοδόμος χρησιμοποιώντας εναλλάξ υλικά της εποχής του και υλικά του παρελθόντος στο μεταίχμιο δύο αιώνων, του 19ου και του 20ού, ή στο σημείο συνάντησης δύο πολιτισμικών και πνευματικών ρευμάτων.


Ετσι νομίζω ότι πρέπει να τους αντιμετωπίσει κανείς, αν δεν θέλει να αδικήσει έναν κολοσσό, κυρίως όμως αν δεν θέλει να αδικήσει τον εαυτό του.


Η έκδοση είναι άκρως επιμελημένη και η μετάφραση σε ωραία ελληνικά.


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η κοίτη του χρόνου ­ Τόποι, Πόλεις, Ανθρωποι».