«…Eίναι απίστευτη και απερίγραπτη η φρίκη της απραξίας που και δεν έχεις τι να κάνεις, αλλά και υπάρχουν τα «απαγορεύεται» τα διάφορα. Είναι ο αντίποδας της υπερκόπωσης. Φοβερό. Ζουλάς, βιάζεις το μυαλό σου να βρεις κάτι να κάνεις. Τι να βρεις τόσες εκατοντάδες μέρες;… Δεν έχεις να κάνεις τίποτα, εκτόνωση απλής ενέργειας πουθενά! Σκουριάζεις. Νιώθεις το σώμα σου να «μπαίνει», το μυαλό σου να τρελαίνεται στις ίδιες και ίδιες σκέψεις, η ρουτίνα τσακίζει, εξουθενώνεσαι». (Από γράμμα φυλακισμένου, σ.σ.: 62-63.) Οι περισσότεροι από μας τους «απ’ έξω» γκρινιάζουμε ότι δεν έχουμε αρκετό ελεύθερο χρόνο. H ειρωνεία είναι ότι οι φυλακισμένοι διαθέτουν ανυπόφορα άφθονο. Αλλά σε συνθήκες επιβαλλόμενου εγκλεισμού πόσο «ελεύθερος» μπορεί να χαρακτηριστεί; Εν πάση περιπτώσει, πώς ακριβώς βιώνεται;


Επιστημονικές έρευνες για τις ελληνικές φυλακές έχουν γίνει αρκετές. Δεν έχει όμως εξεταστεί διεξοδικά η διάσταση του χρόνου στην οποία ακριβώς επικεντρώνεται ο εγκληματολόγος Γιάννης Μαυρής στην έρευνα που εκπόνησε στις ανδρικές φυλακές του Αγίου Στεφάνου Πατρών τον Μάιο του 1998. Τα πορίσματά της αποτελούν την καρδιά του Πανοπτικού του Χρόνου. H επιλογή της συγκεκριμένης φυλακής δεν είναι τυχαία. Οι κρατούμενοι είναι κυρίως βαρυποινίτες, πάνω από 200 στο σύνολο. Ο ένας στους δύο έχει ήδη εκτίσει πέντε χρόνια κάθειρξης (όταν διεξήχθη η έρευνα) και οι τρεις στους τέσσερις μετρούν την ημέρα αποφυλάκισής τους με διψήφιο αριθμό ετών στο σύνολο. Ο εγκλεισμός τους επομένως δεν μπορεί να νοηθεί ως μια θλιβερή αλλά σύντομη παρένθεση.


Ρυθμιστής συλλογικών πρακτικών


Εξυπακούεται ότι δεν ενδιαφέρει η ροή του χρόνου ως φυσικό φαινόμενο, αλλά ως κοινωνικό γεγονός. Αντικείμενο αναφοράς είναι ο κοινωνικά καθορισμένος χρόνος που νοηματοδοτεί τη σχέση μας με τον κόσμο, που κανονικοποιεί και ελέγχει τη συμπεριφορά μας, που εσωτερικεύεται ως ρυθμιστής συλλογικών πρακτικών. Αν επομένως ο χρόνος ως θεσμός προσλαμβάνει εξουσιαστικά χαρακτηριστικά στην ευρύτερη κοινωνία, εννοείται ότι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στη ζωή των κρατουμένων. Μια από τις βασικότερες διαστάσεις της μελέτης του Μαυρή είναι ακριβώς οι «τεχνικές αντίστασής» τους στην αυστηρά επιβαλλόμενη κατανομή του χρόνου από τη διεύθυνση της (κάθε) φυλακής. Αν το 24ωρο επιμερίζεται σε δραστηριότητες που χρονοθετούνται με σχολαστική ακρίβεια (αφύπνιση, σίτιση, εργασία, «ελεύθερος» χρόνος, προαυλισμός, επισκεπτήριο, κατάκλιση κτλ.), τότε ο φυλακισμένος οφείλει να επινοήσει τρόπους να «σπάσει» αυτή τη ρουτίνα, να διαφυλάξει όσο γίνεται την προσωπικότητά του από έναν μηχανισμό πειθάρχησης και ελέγχου που νιώθει να τον συνθλίβει. Αν θεωρεί ότι απλώς άγεται ως έρμαιο, τότε έχει χάσει το παιχνίδι. Είτε πέφτει στα σκληρά ναρκωτικά, είτε καταθλίβεται. Πρέπει να βρει τη δύναμη αλλά και την επινοητικότητα να συνδημιουργεί, ελάχιστα έστω, την πραγματικότητα που βιώνει καθημερινά.


Ηδη όμως αυτό προϋποθέτει να συμφιλιωθεί πρώτα από όλα με το ίδιο το γεγονός του εγκλεισμού του. Δηλαδή να πιστέψει ότι το διάστημα αυτό δεν συνιστά αναγκαστικά «χαμένο» χρόνο μεταξύ ενός παρελθόντος που πιθανόν η αναπόλησή του (τουλάχιστον των ευχάριστων στιγμών του) τον μελαγχολεί και ενός μέλλοντος τόσο μακρινού και αβέβαιου που δεν τον συγκινεί, πόσο μάλλον δεν τον παρακινεί σε δράση. Ας πούμε το επισκεπτήριο αγαπημένων προσώπων γεμίζει χαρά τον κρατούμενο, αλλά ταυτόχρονα τον στενοχωρεί γιατί μόλις τελειώσει του υπενθυμίζει την κατάστασή του. ‘H, για παράδειγμα, η πραγματοποίηση μιας εξέγερσης – στη φυλακή του Αγίου Στεφάνου έγινε το 1996 – ως η πλέον ακραία μορφή αμφισβήτησης του θεσμικού χρόνου συνιστά επιπλέον ένα μείζον γεγονός στη συλλογική μνήμη των κρατουμένων, συμβάλλει στη δημιουργία αισθήματος κοινότητας μεταξύ τους και τους γεμίζει αισιοδοξία. Ωστόσο από την άλλη είναι επικίνδυνο να τους εγκλωβίσει τελικά στην ίδια την «ιδρυματική» λογική που αντιμάχονται.


H επιρροή του Φουκό


Τα συμπεράσματα της έρευνας είναι σύνθετα και γενικά δεν επιδέχονται εύκολες αναγωγές. Δεν είναι πάντως ιδιαίτερα πρωτότυπα ή αναπάντεχα. Ο συγγραφέας αναφέρεται τόσο σε ορισμένες από τις σημαντικότερες κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες για τον κοινωνικά ρυθμισμένο χρόνο, όσο και σε εγκληματολογικές μελέτες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Ωστόσο αυτές οι αναφορές έχουν περισσότερο χαρακτήρα επισκόπησης αντί να παράσχουν ένα συνεκτικό θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου η έρευνα θα αποδεικνυόταν ενδεχομένως περισσότερο παραγωγική. Ακόμη και η εμφανής (ήδη από τον τίτλο και την εικονογράφηση του εξωφύλλου) επιρροή του Φουκό και της ανάλυσής του περί «πανοπτισμού» μένει μετέωρη, χωρίς κριτική πρόσληψη και ευκρινή ενσωμάτωση στο όλο έργο.


Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο είναι ενδιαφέρουσα πηγή έμπνευσης για περαιτέρω έρευνα και γενικό προβληματισμό. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι η πλειονότητα των κρατουμένων επιθυμεί να εργαστεί ή να καταρτιστεί σε κάποιο αντικείμενο, αλλά είναι πολύ λίγοι όσοι πράγματι απολαμβάνουν αυτό το «προνόμιο» χωρίς να το εκλαμβάνουν ως αγγαρεία ή τιμωρία (επειδή κάνουν κάτι αδιάφορο ή άσχετο προς τις δεξιότητές τους). Είναι σαφές ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης προγραμμάτων μαθητείας, δημιουργικής απασχόλησης και ελεύθερων δράσεων μέσα στις φυλακές, κάτι που σήμερα συμβαίνει σε μη ικανοποιητικό βαθμό. Το θέμα είναι φυσικά πρωτίστως πολιτικό, δηλαδή αφορά το πόσο διατεθειμένη είναι η οργανωμένη κοινωνία να φιλελευθεροποιήσει τον χρόνο του φυλακισμένου.