Κάθε εβδομάδα ένα βιβλίο από το ράφι της μεγάλης παγκόσμιας βιβλιοθήκης


Ο Αλφρεντ Ντέμπλιν ονόμαζε έπος το κορυφαίο του μυθιστόρημα Μπερλίν Αλεξάντερπλατς. Την ίδια άποψη είχε και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η συζήτηση για τις νέες μορφές που μπορούσε να πάρει το είδος κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο (1929), ήταν της μόδας ανάμεσα στους συγγραφείς, ιδίως μετά τη δημοσίευση του Οδυσσέα του Τζόις. Πρόκειται για ζήτημα που δεν αφορά τον σημερινό αναγνώστη και ίσως ίσως ούτε και τον κριτικό. Το Μπερλίν Αλεξάντερπλατς είναι μυθιστόρημα που ταυτοχρόνως αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου, του Φραντς Μπίμπερκοπφ, περιγράφει τη ζωή μιας πλατείας και μέσα από αυτήν αναδεικνύει τη βουή και τη φωνή μιας μεγαλούπολης: του Βερολίνου σε εποχή κρίσης, φτώχειας και αβεβαιότητας.


Ο Μπίμπερκοπφ βγαίνοντας από τη φυλακή αποφασίζει να ζήσει μια τίμια ζωή – και το προσπαθεί με πείσμα, με παιδικό ενίοτε φανατισμό, με την αφελή πεποίθηση ότι μπορεί να περάσει στην άλλη πλευρά της κοινωνίας. Αλλά η κοινωνία τροφοδοτείται από το έγκλημα, που κάθε τόσο ο αλήτης αυτός, ο παρίας του εαυτού του, αγωνίζεται να το απομακρύνει από μπροστά του, σαν εκείνους που επιχειρούν να διώξουν με νεύματα τις κακές σκιές του παρελθόντος. Η προσπάθειά του είναι ηρωική και δεν την εγκαταλείπει, ακόμη και όταν βρίσκεται μπροστά στις ρόδες ενός αυτοκινήτου και χάνει το χέρι του, ακόμη και όταν σκοτώνουν τη φίλη του. Ο άνεργος Μπίμπερκοπφ δεν αγωνίζεται μόνο για το ψωμί του ή – καλύτερα -αγωνίζεται να γίνει εκείνο που δεν μπορεί, δηλαδή να αλλάξει το πεπρωμένο του.


Τούτη την ατελέσφορη προσπάθεια ο Ντέμπλιν τη θεωρεί μεγαλειώδη διάψευση όλων μας των θεωρητικών παραδοχών. Ο φύσει καλός Φραντς Μπίμπερκοπφ βγαίνει από τη φυλακή αλλά αδυνατεί να επιβεβαιώσει τη φύση του στην πράξη, αφού σύμφωνα με τον συγγραφέα «η κοινωνία είναι ζυμωμένη με το έγκλημα». Αυτό το μαύρο πρόβατο εν τούτοις διαθέτει τη δική του «αισθηματική αγωγή», όπως παρατηρεί ο Μπένγιαμιν. Ετσι, στο τέλος καταφέρνει από νταβατζής και αλήτης να γίνει μικροαστός – αλλά εδώ, κλείνοντας το μυθιστόρημα, εμείς αισθανόμαστε ότι τον έχουμε χάσει. Πίσω από το νέο του όνομα, από το θυρωρείο της φάμπρικας στο οποίο κάθεται έχοντας ενταφιάσει το παρελθόν του, ο απόηχος της μυθικής πλατείας του μυθιστορήματος ολοκληρώνει τη νεκρολογία μιας ολόκληρης εποχής.


Ο Ντέμπλιν δεν χάνει ούτε για μια στιγμή τον έλεγχο του ήρωά του, τη φυσιογνωμία του, τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Γιατί ο Μπίμπερκοπφ μιλάει τη γλώσσα της εποχής του, του είδους του και της πόλης όπου ζει με τρόπο αλάνθαστο, που σπάνια τον συναντάμε στην ευρωπαϊκή πεζογραφία. Ο εαυτός από τον οποίο θέλει να απαλλαγεί είναι η σκιά της πλατείας, η οποία σαν μαύρη τρύπα στον χρόνο καταπίνει και στη συνέχεια ξεβράζει πολλαπλασιασμένες τις φωνές των κατοίκων της. Και ίσως σε κανένα άλλο έργο η προφορική γλώσσα δεν γνώρισε την αποθέωσή της μέσα στην έντεχνη αφήγηση όπως στο Μπερλίν Αλεξάντερπλατς.


Το δαιμονικό μοντάζ του βιβλίου είναι σχεδόν αδύνατον να το μιμηθεί κανείς με άλλα μέσα. Συνοδευόμενοι από τους ήχους, τις κινήσεις του πλήθους και τα απανωτά θραύσματα της καθημερινής ζωής κατεβαίνουμε στην κόλαση μιας ετοιμοθάνατης μεγαλούπολης «με τυμπανοκρουσίες και φανφάρες», ενώ τα πουλιά πάνω από το κεφάλι του δύστυχου ήρωα «συνεχίζουν να τον βρίζουν». Για ποια πουλιά ωστόσο μιλάει ο συγγραφέας; Είναι οι φαντασιώσεις του Μπίμπερκοπφ, οι επιθυμίες του που θα πεθάνουν προτού προλάβουν να τον σκοτώσουν. Και έτσι θα μας χαιρετήσει άδοξος, άγνωστος αλλά πολύ πιο σοφός.


* Αλφρεντ Ντέμπλιν «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς»