Από τη στιγμή που στον διεθνή φεστιβαλικό κόσμο άρχισε να κυκλοφορεί η «Απιστία» (στην Αθήνα θα προβάλλεται από τις 15 Δεκεμβρίου) η Λιβ Ούλμαν αισθάνεται σαν… Μάρτιν Σκορσέζε. Ποτέ άλλοτε στην καριέρα της δεν είχε δεχθεί από τον διεθνή Τύπο τόσο πολλές «ανήθικες προτάσεις». Ούτε ως ηθοποιός ούτε (πολύ περισσότερο) ως δημιουργός. Ολοι, μα όλοι σπεύδουν να τη ρωτήσουν ένα απλό πράγμα: Αυτά τα ομολογουμένως σκανδαλιστικά προέρχονται από τη θυελλώδη ζωή του Ινγκμαρ Μπέργκμαν; Είναι αλήθεια ότι τα έφτιαξε με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου και ότι εξαιτίας αυτού του καπρίτσιου εκείνος οδηγήθηκε στην αυτοκτονία; Είναι αλήθεια ότι κατέστρεψε τη γυναίκα του φίλου του και τη μικρή της κόρη; Και είναι επίσης αλήθεια ότι εγκατέλειψε στη μοίρα τους τη νόμιμη συμβία του και τα δύο τους παιδιά και ότι για σειρά ετών, αν και διάσημος, δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη για να συνεισφέρει έστω και μία σουηδική κορόνα στον οικογενειακό κορβανά;


Μετά το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στο «Φάνι και Αλέξανδρος» (1982) ο Μπέργκμαν διακόπτει κάθε σχέση με τον κόσμο των κινηματογραφικών γυναικών του. Οχι ακριβώς με αυτόν, αλλά εν γένει με την κινηματογραφική σκηνοθεσία. Στη συνέχεια βέβαια διέψευσε την απόφασή του, αλλά οι ταινίες που γύρισε προορίζονταν για την τηλεόραση. Ανακοινώνει λοιπόν ότι θα κρεμάσει τη μηχανή του και ότι θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στα βιβλία του και στον Στρίντμπεργκ (θέατρο). Εκείνη τη στιγμή ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα του είχε ωριμάσει η απόφαση ενός δημόσιου στριπτίζ. Δέκα χρόνια αργότερα διαπράττει τα δύο πρώτα.


Αμαρτίαι γονέων…


Πάντοτε φυσικά ξεκινάει κανείς με το… παλτό και το κοστούμι. Ο Μπέργκμαν αρχίζει με την οικογένεια. Ολοι επί σκηνής. Πατέρας, μητέρα και ολόκληρο το σόι των δύο αυτών ετερόκλητων οικογενειών από τη ζεύξη των οποίων προέκυψε ο σημερινός απόλυτος άρχων της κινηματογραφοθεατρικής Σουηδίας. Σε δύο ανθρώπους εμπιστεύεται τις δύο πρώτες σεναριακές εξομολογήσεις του: στον γιο του και στον Μπιλ Ογκαστ. Είχε βέβαια τους λόγους του. Διότι όλα τα βήματά του γίνονται μεθοδικά και υπολογισμένα. Το πρώτο σενάριο με τον τίτλο «Τα παιδιά της Κυριακής» (σχεδόν άγνωστο ως ταινία στην Ελλάδα) ανατίθεται στον γιο του. Υπήρχε λόγος. Πλάγιος αλλά αποκαλυπτικός και διατυπωμένος με μεγάλη ευαισθησία. Στην πραγματικότητα η ταινία αυτή μοιάζει με ανοιχτή επιστολή ενός γιου προς τον αυταρχικό, άκαμπτο πατέρα. Ο Μπέργκμαν επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια και ξύνει μια πληγή. Προφανώς δεν είχε ακόμη επουλωθεί η τραυματική σχέση του με τον αυστηρό, ασκητικό πατέρα του, έναν προτεστάντη ιερέα προσηλωμένο στα εκκλησιαστικά καθήκοντά του. Αλλά ταυτόχρονα η ομολογία αυτή ­ του καταπιεσμένου Μπέργκμαν προς τον πατέρα του ­ παραπέμπει και στη δική του τυραννική… αδιαφορία προς τον γιο του. Ο κύκλος του αίματος δεν κλείνει εδώ. Διότι και ο γιος του Μπέργκμαν που ανέλαβε τη σκηνοθεσία πρόσθεσε τόση μαρτυρική… αγάπη και φροντίδα σε αυτή τη μονόπλευρη αφοσίωση του γιου προς τον πατέρα που η ταινία μοιάζει με ανοιχτή επιστολή. Ο γιος του Μπέργκμαν περιγράφει δημοσίως τον πόνο του και την αγάπη του προς τον αδιάφορο διάσημο πατέρα του! «Το τι διέπραξε αυτός ο άνθρωπος στην οικογένειά του είναι εγκληματικό» έγραφαν οι εφημερίδες αντί κριτικής όταν προβλήθηκε η ταινία στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1992. Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.


Το δεύτερο στριπτίζ του Μπέργκμαν ­ το οποίο χρονικά εμφανίστηκε πρώτο ­ τιτλοφορήθηκε «Καλύτερες προθέσεις» και σκηνοθετήθηκε από τον Μπιλ Ογκαστ. Κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών του 1992 αλλά αφήνει παγερά αδιάφορα τα ταμεία. Εδώ πια ο Μπέργκμαν τα βγάζει όλα στη φόρα. Πρώτα απ’ όλα, η γιαγιά του δεν ήθελε τον πατέρα του. Η κόρη της να παντρευτεί έναν πένητα ιερέα αυστηρών αρχών; Και μάλιστα να ξενιτευτεί στην άλλη άκρη της Σουηδίας για χάρη του; Ποτέ! Τα δύο αυτά ετερόκλητα πλάσματα παντρεύονται, αλλά επακολουθεί βαρύς χειμώνας στη σχέση τους. Σε τέτοιο σημείο επιβεβαιώνονται οι ενστάσεις της γιαγιάς που παρ’ ολίγον να προκύψει διαζύγιο. Ο πατήρ Μπέργκμαν είναι ταγμένος στην Εκκλησία με την ίδια στοχοπροσήλωση ενός νεοφώτιστου μπολσεβίκου της εποχής της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης! Θύμα αυτής της μακροχρόνιας παγωνιάς ο μικρός Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Κάπως έτσι ­ όπως λέει ο ίδιος στη συνέχεια ­ εξηγείται η μανιώδης φυγή του σε έναν άλλο, «ψευδή», φανταστικό κόσμο. Μόλις σε ηλικία πέντε ετών αρχίζει να φλερτάρει με το θέατρο και όταν γίνεται εννέα κατασκευάζει την πρώτη του θεατρική σκηνή στο δωμάτιό του!


Το χαρέμι και ο Φοίνικας


Ανοίγοντας με τα ίδια του τα χέρια τους οικογενειακούς ασκούς του Αιόλου δίνει αφορμές για τις δικές του «πομπές». Η αδυναμία του για το «άλλο» φύλο, ιδιαίτερα δε για τις πρωταγωνίστριές του, είναι παροιμιώδης. Από την Ινγκριντ Τούλιν ως τη Λιβ Ούλμαν, ουδεμία διαψεύδει. Δηλαδή τι να διαψεύσει; Μια ερωτική επαφή με τον Μπέργκμαν ισοδυναμεί με ευλογία Θεού. Το πιο εξωφρενικό είναι ότι το μισό της θηλυκής «συλλογής» του, το μισό «χαρέμι» του, μετά χαράς αναλαμβάνει ρόλο αντιπροσώπου στα 50χρονα του Φεστιβάλ των Καννών, για να παραλάβει αντ’ αυτού και εν απουσία του τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα των Χρυσών Φοινίκων! Τέτοια και τόση δημοσίως ομολογημένη φαλλοκρατική υπεροχή ουδέποτε είχε συμβεί από συστάσεως «δυτικού πολιτισμού». Σε αυτή την εορτή κουρελιάστηκαν όλες οι αρχές του διεθνούς φεμινιστικού κινήματος. Μα καλά, επειδή είναι Μπέργκμαν μπορεί να κάνει ό, τι θέλει; Περίπου!


Στις 30 Ιανουαρίου του 1976 ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν βγαίνοντας από την πρόβα ενός έργου του Στρίντμπεργκ και κατευθυνόμενος προς παρακείμενο cafe συλλαμβάνεται από δύο μυστικούς Ράμπο του σουηδικού ΣΔΟΕ! «Μα είμαι ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν»! Τίποτε αυτοί. Η Στοκχόλμη δεν είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ο δημιουργός των ταινιών «Σιωπή», «Περσόνα» και «Αγριες φράουλες», ο ανθρωπος που μεταπολεμικά πέταξε τη ναφθαλίνη από τη Σουηδία, συλλαμβάνεται σαν απλός θνητός του κοινού ποινικού δικαίου. Ή πληρώνεις φόρους πολλών εκατομμυρίων ή φυλακίζεσαι (προτίμησε τελικώς την τρίτη λύση, της φοροδιαφυγής και του εξωτερικού, εγκαταλείποντας τη Σουηδία χάριν Γερμανίας και Χόλιγουντ, ευτυχώς προσωρινά). Αυτή ήταν η τελευταία φορά κατά την οποία διαταράχθηκε η παροιμιώδης ασυλία του. Τον Ιούλιο του 1978 επιστρέφει ως απόλυτος άρχων, μετά βαΐων και κλάδων, στη Στοκχόλμη και στο ιδιόκτητο νησί του με την ονομασία Φάρο.


Ευλογία Θεού


Τώρα που όλος ο κόσμος είναι στα πόδια του, τώρα που αρχίζει να παίζει σκάκι με τον Χάροντα της «Εβδομης σφραγίδας», είναι καιρός να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του. Ετσι παραδίδει σε μια από τις καλύτερες και φρονιμότερες «μαθήτριές» του, τη Λιβ Ούλμαν, ένα σενάριο με τον τίτλο «Trolosa» («Απιστία»), εντός του οποίου ομολογεί τα εγκλήματά του. Είναι το δεύτερο σενάριο του Μπέργκμαν που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει η Λιβ Ούλμαν μέσα σε τρία χρόνια (το πρώτο, «Private confessions», προβλήθηκε στις Κάννες το 1997, αλλά παραμένει άγνωστο στο ελληνικό κοινό).


Ενα βράδυ ­ στην «Απιστία» ­, έτσι για να περάσει η ώρα, γυρίζει και λέει στη γυναίκα του καλύτερού του φίλου: «Ξέρεις, Μαριάν, θέλω να κοιμηθώ μαζί σου». Εκπληκτη εκείνη αντιδρά στην αρχή αρνητικά και σαρκαστικά: «Μα τώρα τι λες, γνωριζόμαστε είκοσι χρόνια». Αλλά φυσικά στη συνέχεια υποκύπτει. Ετσι, για την εμπειρία. Από κρυφό ραντεβού σε κρυφό ραντεβού και από «κρεβάτι» σε «κρεβάτι», η σχέση κορυφώνεται, ο σύζυγος τους πιάνει στα πράσα, το διαζύγιο επέρχεται και η άπιστη Μαριάν μένει έγκυος από τον (σκηνοθέτη) φίλο της οικογένειας. Μια κοινωνική λειτουργός επισκέπτεται τη Μαριάν προκειμένου να αποφασίσει αν θα της ανατεθεί η επιμέλεια και φροντίδα της μικρής της κόρης. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αποκαλύπτεται ότι ο Ντέιβιντ (δηλαδή ο Μπέργκμαν) έχει εγκαταλείψει την πρώην συμβία του και τα δύο παιδιά τους στο έλεος του Θεού και των ανθρώπων. Οτι συστηματικά την κεράτωνε και ότι η έννοια της πατρότητας τον άφηνε παντελώς αδιάφορο. Σαν να μην υπήρχαν…


Οταν η Μαριάν ενδίδει στον όρο του πρώην συζύγου της να κάνουν για τελευταία φορά έρωτα, και μάλιστα με όλους τους «τρόπους» που εκείνος επιθυμεί, προκειμένου να της δώσει την επιμέλεια της κόρης τους, ο Ντέιβιντ, ο αγαπημένος της, την υποβάλλει σε ανάκριση τρίτου βαθμού για να μάθει την αλήθεια. «Πήγες» της λέει. «Δεν πήγα» απαντάει εκείνη, γνωρίζοντας ότι η αλήθεια θα προκαλούσε τόσο θυμό που ίσως να κατέληγε και σε ξυλοδαρμό. «Ωραία, αφού δεν πήγες, δώσε μου την κιλότα σου να τη μυρίσω»! Η κατάληξη αυτής της απιστίας που άρχισε σαν πλάκα δύο παλιόφιλων φθάνει στην αυτοκτονία. Οχι φυσικά του «αιώνιου» εραστή, άφιλου και άπιστου Μπέργκμαν, αλλά του συζύγου. Μάλιστα ο τελευταίος μέσα στην απελπισία του παραλίγο να πάρει ακόμη και την κόρη του στον τάφο. Η συνέχεια για τον Μπέργκμαν θυμίζει την πασίγνωστη νεοελληνική ρήση «κι εκείνος τον χαβά του». Από τη Μαριάν σε κάποιαν άλλη και απ’ αυτήν σε μια τρίτη, πέμπτη, δέκατη, εκατοστή. Πόσες; Ουδείς πλην εκείνου ξέρει. Πάντως οι γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα στο κινηματογραφοθεατρικό βασίλειο της Σουηδίας βεβαιώνουν ότι καμία δεν του είπε «όχι». Είπαμε, να «πας» με τον Μπέργκμαν είναι ευλογία Θεού!