Στις 13 Σεπτεμβρίου 1901
μια σφαίρα – η σφαίρα που προόριζε ένας καθυστερημένος διανοητικά ψυχοπαθής για τον 25ο πρόεδρο των ΗΠΑ – βρήκε τον στόχο της, το κορμί του Γουίλιαμ Μακ Κίνλεϊ, γυρνώντας σελίδα στην πολιτική ιστορία της Αμερικής.


Με την αυγή του 20ού αιώνα τίποτε δεν θα ήταν ίδιο πια στην αχανή γη της επαγγελίας. Εκείνοι που είχαν συντάξει το Σύνταγμα περίπου 120 χρόνια πριν δεν μπόρεσαν να προβλέψουν τον μετασχηματισμό της μικρής δημοκρατίας των καλλιεργητών στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Οι 13 αρχικές Πολιτείες δεν «χωρούσαν» διοικητικά τον ραγδαία αυξανόμενο πληθυσμό των 76 εκατομμυρίων, ούτε τα εκατομμύρια των μεταναστών που κατέφθαναν κάθε χρόνο αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Η Αμερική του 1900 ήταν η νέα αυτοκρατορία, αλλά χωρίς βασιλιάδες και πρίγκιπες. Η δική της αριστοκρατία δεν ήταν γαλαζοαίματη, είχε την (ταξική) βάση της στην παραγωγή του πλούτου. Βασιλιάδες της είναι ο άρχοντας του πετρελαίου Ροκφέλερ και ο μεγαλοτραπεζίτης Μόργκαν, ο οποίος – μαζί με τους συνεταίρους του – κατέχει 300 διευθυντικές θέσεις σε 12 εταιρείες κοινής ωφέλειας, ελέγχει 34 τράπεζες, 10 μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες, 24 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις και 32 εταιρείες μεταφορών. Ο εθνικός πλούτος ξεχειλίζει, αλλά το μερίδιο της ευημερίας δεν μοιράζεται ισομερώς. Οι αντιθέσεις βαθαίνουν.


Συντηρητικός και μεταρρυθμιστής, συγγραφέας ιστορικών βιβλίων και δημαγωγός, μανιώδης κυνηγός και οικολόγος, πανεπιστημιακός και ιδιοκτήτης αποικιοκράτης με Νομπέλ Ειρήνης, ο 26ος πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ένας πατρίκιος υπέρ των φτωχών – ο «αναθεματισμένος καουμπόης που θα εισβάλει στον Λευκό Οίκο», θα απειλήσει την απόλυτη κυριαρχία των Μόργκαν και Ροκφέλερ με την αντι-τραστ νομοθεσία του και θα εγκαινιάσει τον ρόλο της Αμερικής ως παγκόσμιας υπερδύναμης, αν και οι βεβαρημένοι από το πρόσφατο βρετανικό αποικιοκρατικό παρελθόν Αμερικανοί δεν είναι ακόμη έτοιμοι να παίξουν τον ρόλο του «ιμπεριαλιστή». Ο «Teddy the bear» (όπως είναι το παρατσούκλι που οφείλει στη μανία του κυνηγιού) θα γίνει ο ήρωας που θα οδηγήσει τη χώρα σε πόλεμο με τους Ισπανούς, θα τους νικήσει, θα αποκτήσει τον έλεγχο σε σημαντικές πρώην κτήσεις τους (Κούβα, Πουέρτο Ρίκο, Φιλιππίνες, νήσο Γκουάμ στον Ειρηνικό), θα προωθήσει τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας του ως την Απω Ανατολή και θα αναδείξει τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο ρυθμιστή. Η συνταγή του είναι: «Μίλα με το καλό, αλλά κράτα κι ένα μεγάλο ραβδί στο χέρι».


Ο Θίοντορ Ρούζβελτ γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1858 στο Μανχάταν, όπου ζούσε η οικογένειά του επί επτά γενεές. Ο ολλανδικής καταγωγής πατέρας του (Θίοντορ) και η απόγονος Ουγενότων σκωτσέζικης και ιρλανδικής καταγωγής μητέρα του (Μάρθα Μπάλοκ) έχοντας την οικονομική άνεση αποφάσισαν να προσλάβουν οικοδιδασκάλους για τον «Τέντι». Αυτοδίδακτος, ανταγωνιστικός, δραστήριος αλλά ασθενικός – αδύνατος, με προβλήματα όρασης και άσθμα – ο νεαρός Ρούζβελτ έβαλε το πρώτο μεγάλο προσωπικό στοίχημα: να γυμναστεί ώστε να καλύψει τα «κενά» της φυσικής του κατάστασης και να διαπρέψει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Με σκληρή άσκηση και μελέτη (είχε στραφεί στις φυσικές και θεωρητικές επιστήμες) το στοίχημα το κέρδισε, αποκτώντας σωματική ευρωστία και ολοκληρώνοντας τις σπουδές του. Στα 22 χρόνια του παντρεύεται το «φλερτ των γουικέντ», τη 19χρονη Αλίκη Χάθαγουεϊ Λι (η προσωπική ευτυχία του όμως θα έχει ημερομηνία λήξεως τις 16 Φεβρουαρίου 1884, ημέρα διπλής κηδείας: η σύντροφος της ζωής του θα πεθάνει στη γέννα την ίδια ημέρα που θα φύγει από τον κόσμο και η μητέρα του – ο πατέρας του είχε πεθάνει όσο ο Τέντι σπούδαζε ακόμη).


Στα 23 χρόνια του θέτει επιτυχώς υποψηφιότητα για την τοπική Βουλή της Νέας Υόρκης. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο της συζύγου του παντρεύεται την παιδική φίλη του Ιντιθ Κέρμιτ Κάροου και αποκτά μαζί της πέντε παιδιά. Σύντομα όμως ερωτεύεται αποκλειστικά την πολιτική και αναδεικνύεται σε έναν ισχυρό πολιτικό παράγοντα των Ρεπουμπλικανών που τολμά να έλθει σε ρήξη με τον διεφθαρμένο κομματικό μηχανισμό. Ακολουθούν τρεις διαδοχικές πολιτικές ήττες και αποσύρεται στο αγρόκτημά του στην Ντακότα ως το 1889. Επί προεδρίας Μακ Κίνλεϊ χρίζεται βοηθός υπουργός Ναυτικών και υποστηρίζει σθεναρά την κήρυξη πολέμου στην Ισπανία, θεωρώντας ότι τα συμφέροντα της πατρίδας του πρέπει να επεκταθούν. Με την κήρυξη τελικά του πολέμου, το 1898, υποβάλλει αιφνιδιαστικά την παραίτησή του, συγκροτεί μια ιδιόρρυθμη ομάδα από καουμπόηδες της Ντακότας, αμερικανούς Ινδιάνους, έφιππους αστυνομικούς της Νέας Υόρκης και πανεπιστημιακούς αστέρες του φουτμπόλ, βαφτίζει την ομάδα «Θυελλώδεις Ιππείς» και αποβιβάζεται στην Αβάνα, όπου εξασφαλίζει τη νίκη στη μάχη του Σαν Χουάν Χιλ. Σε τέσσερις μήνες ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος («ένας λαμπρός μικροπόλεμος» σύμφωνα με τα λόγια του) είχε τελειώσει. Τι κι αν η νίκη οφειλόταν στο αμερικανικό ναυτικό; Ο Ρούζβελτ την είχε «εισπράξει» και είχε ανακηρυχθεί εθνικός ήρωας.


Το 1898 εκλέγεται κυβερνήτης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, θέση στην οποία παρέμεινε έναν χρόνο, ωσότου δηλαδή δέχθηκε να κατέλθει ως αντιπρόεδρος με πρόεδρο τον Μακ Κίνλεϊ. Γιατί του εμπιστεύθηκε τη θέση αυτή ο ορκισμένος εχθρός του, το κομματικό κατεστημένο; Διότι εκτιμούσε ότι θα απέτρεπε όσους Ρεπουμπλικανούς ζητούσαν μεταρρυθμίσεις να στραφούν στην αντιπολίτευση. Τα τραστ των ισχυρών είχαν αναπνεύσει με ανακούφιση μετά την εκλογή του Μακ Κίνλεϊ, αλλά η σφαίρα ενός ψυχοπαθούς το 1901 ανησύχησε τους βαρόνους του κεφαλαίου. Δικαίως. Προτού συμπληρωθεί χρόνος από την ανάληψη της προεδρίας από τον «Τέντι» είχε εφαρμοσθεί ο νόμος Σέρμαν κατά των τραστ. Η «Detroit Free Press» έγραφε: «Η Γουόλ Στριτ έχει παραλύσει με τη σκέψη ότι ένας πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών θα φθάσει τόσο χαμηλά ώστε να προσπαθήσει να επιβάλει αυτόν τον νόμο». Ο Μόργκαν παραπονιόταν στα επίσημα δείπνα του παρασκηνίου ότι ο Ρούζβελτ δεν είναι τζέντλεμαν. Εξάλλου αυτός ο «αχρείος καουμπόης», εκτός του ότι είχε επιτρέψει την πρόσληψη γυναικών στο Δημόσιο, δεν είχε απορρίψει το αίτημα των ιδιοκτητών ανθρακωρυχείων να σταλούν στρατεύματα κατά των απεργών και είχε συστήσει μια επιτροπή διαιτησίας αναγνωρίζοντας στα συνδικάτα το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης; Ναι. Οι εργοδότες είχαν συμφωνήσει να αυξήσουν τους μισθούς και να βελτιώσουν τις εργασιακές συνθήκες με αντάλλαγμα τη μείωση της τιμής του άνθρακα κατά 10%. Αυτό ήταν που ονόμασε ο Ρούζβελτ «έντιμη πολιτική» («Square Deal»).


Μπορεί ο Ρούζβελτ να ενόχλησε τα μεγάλα συμφέροντα στο εσωτερικό της Αμερικής, δεν συνάντησε όμως τις ίδιες αντιδράσεις στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του. «Δεν κάνω κανένα βήμα αν δεν σιγουρευτώ ότι θα μπορέσω να επιβάλω τη θέλησή μου αν χρειαστεί και με τη βία» ήταν το δόγμα του. Ατεγκτος αλλά και ευέλικτος, υιοθέτησε την πολιτική των Ανοικτών Θυρών στις σχέσεις με την Κίνα, υπερασπίζοντας την κινεζική κυριαρχία στο κινεζικό έδαφος με αντάλλαγμα την ισότιμη πρόσβαση στην πλούσια αυτή ασιατική αγορά. Αρχισε διαπραγματεύσεις με την κολομβιανή κυβέρνηση για τη δημιουργία διώρυγας στον Παναμά, καταφέρνοντας το 1903 να αποσπάσει τη Ζώνη της Διώρυγας από την Κολομβία. Απείλησε δύο φορές με επέμβαση στη Βενεζουέλα και τρεις φορές στη Δομινικανή Δημοκρατία. Επεξεργάστηκε το 1904 διακήρυξη (γνωστή ως Προσθήκη Ρούζβελτ στο Δόγμα Μονρόε) σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν θα επέτρεπαν στο εξής επεμβάσεις μη Αμερικανών στις υποθέσεις των λατινοαμερικανικών χωρών αλλά και θα αστυνόμευαν αυτή την περιοχή.


Αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο το 1906. Η απόταξη ορισμένων μαύρων αξιωματικών και το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε για τη μείωση του αριθμού των γεννήσεων («φυλετική αυτοκτονία» χαρακτήρισε το φαινόμενο) θεωρήθηκαν ρατσιστικά. Αντιδράσεις προκάλεσε η προσπάθειά του να εφαρμόσει ένα απλοποιημένο σύστημα ορθογραφίας. Ο χρηματιστηριακός πανικός του 1907 αποδόθηκε στο ότι είχε τρομάξει τους μεγαλοβιομηχάνους. Η πολιτική απάντησή του ήταν ότι δεν θα θέσει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ. Ωστόσο για τη μεσαία τάξη ο Ρούζβελτ ήταν ο εκπρόσωπός της. Η σταυροφορία όσων δεν ζητούσαν σοσιαλιστική επανάσταση ή ριζοσπαστικές αλλαγές ήταν σαρωτική. Ετσι, ώριμο όσο ποτέ το αίτημα για πιο δίκαιη κατανομή της «πίτας της ευημερίας» σε όλους τους Αμερικανούς, βρήκε τον εκφραστή του σε ένα νέο κόμμα, που θα αντιτασσόταν στον δικομματισμό Δημοκρατικών – Ρεπουμπλικανών στις εκλογές του 1912: το Προοδευτικό Κόμμα ή «Bull Moose». Η κάλπη όμως ανέδειξε νικητή της αναμέτρησης τον Γούντροου Γουίλσον. Ο Ρούζβελτ εγκατέλειψε το «Bull Moose». Ως το 1918 πίστευε ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα του έδιναν και πάλι το χρίσμα του υποψηφίου για τις επικείμενες εκλογές, επιβραβεύοντας την προσφορά του, όπως είχε επιβραβευθεί με Νομπέλ Ειρήνης το 1906 η συμβολή του στον τερματισμό του ρωσοϊαπωνικού πολέμου. Η έντονη δραστηριότητα όμως είχε κλονίσει την υγεία του 61χρονου «Teddy the bear». Ο Θίοντορ Ρούζβελτ πέθανε μια νύχτα ενώ κοιμόταν, το 1919, χωρίς να ζήσει αυτή την τιμή.