ΣΤΙΣ 21 Απριλίου 1996 ο κεντροαριστερός συνασπισμός της «Ελιάς» στην Ιταλία κέρδισε υπό τον Ρομάνο Πρόντι τις βουλευτικές εκλογές. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1996 το ΠαΣοΚ του Κώστα Σημίτη πήρε τις εκλογές στην Ελλάδα. Προ τριημέρου το New Labour του Τόνι Μπλερ σάρωσε τους Συντηρητικούς του Τζον Μέιτζορ και ταυτοχρόνως γκρέμισε την παλαιότερη συντηρητική κυβέρνηση της Ευρώπης. Στις 25 Μαΐου είναι η σειρά της Γαλλίας να ψηφίσει. Ακόμη και αν δεν κερδίσει τις εκλογές (πράγμα που φαντάζει όλο και λιγότερο απίθανο…) το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Λιονέλ Ζοσπέν θα έχει πραγματοποιήσει ένα εντυπωσιακό come back.


Να, λοιπόν, που για άλλη μία φορά το Φάντασμα της Αριστεράς πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Εστω και αν το συγκεκριμένο φάντασμα μοιάζει πιο πολύ με το Κέντρο. Διότι, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτοί οι «αριστεροί» που πετούν από εκλογική νίκη σε εκλογική νίκη δεν θυμίζουν πολύ τους Ζορές, τους Ατλι, τους Τολιάτι ή ακόμη και τους πιο πρόσφατους Παπανδρέου του παρελθόντος. Πολιτεύονται με την αυτοπεποίθηση ρεπουμπλικανών πολιτικών, οριοθετούν με την ψυχρότητα γερμανού τραπεζίτη, διαχειρίζονται με τη μεθοδικότητα αποφοίτου πανεπιστημίου της Νέας Αγγλίας και κυβερνούν με την αποτελεσματικότητα «μπρόκερ» της Γουόλ Στριτ.


Μέσα σε ένα χρόνο ο Πρόντι πήγε το δημόσιο έλλειμμα της Ιταλίας από το 6,7% στο 3,2% του ΑΕΠ και τον πληθωρισμό σε λιγότερο από 2%. Στην Ελλάδα οι οικονομικοί δείκτες πλέουν σε πελάγη απρόσμενης ευφορίας και οι διεθνείς οργανισμοί δεν προλαβαίνουν να στέλνουν συγχαρητήρια και ενθαρρύνσεις στο Μέγαρο Μαξίμου. Το Χρηματιστήριο έφθασε στις 1.500 μονάδες!


Σύμπασα η Ευρώπη προσβλέπει στους πρώην κομμουνιστές του Μάσιμο ντ’ Αλέμα για να ανορθώσουν την Ιταλία. Ο Χέλμουτ Κολ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν χάνουν ευκαιρία να εκφράσουν την ικανοποίησή τους που οι σοσιαλιστές του Σημίτη κυβερνούν στην Αθήνα. Η κατ’ εξοχήν εφημερίδα του διεθνούς οικονομικού establishment, οι «Financial Times» σπεύδουν να υποστηρίξουν προεκλογικά τον Μπλερ (παρά «το κοινωνικό προφίλ του», όπως εξηγούν…) επειδή «η ηγεσία των Συντηρητικών είναι ανίκανη να υλοποιήσει μια συγκεκριμένη ευρωπαϊκή πολιτική». Τουλάχιστον η «Sun» του μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοκ δεν χρειάστηκε να επιστρατεύσει τόσο λεπτή επιχειρηματολογία για να εξηγήσει τις προτιμήσεις της: υποστήριξε τον Μπλερ επειδή «τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν!». Και όπως είναι γνωστό, στις αγγλικές εκλογές «you can’t win against The Sun».


Η γοητεία του Κλίντον


Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τη θριαμβευτική επανεκλογή του Μπιλ Κλίντον, τον περασμένο Νοέμβριο, μια κάπως περίεργη Αριστερά αρχίζει να κυβερνά τον πλανήτη. Μη σας παραξενεύει η αναφορά στον Κλίντον: δεν είναι λίγοι αυτοί στην Ιταλία που δημοσίως ονειρεύθηκαν την «Ελιά» ως πρόδρομο μιας νέας μεγάλης παράταξης κατά τα πρότυπα «του Δημοκρατικού Κόμματος της Αμερικής». Ο Μπλερ έχει κατ’ επανάληψη πει ότι θεωρεί τον αμερικανό πρόεδρο μια «νέας μορφής σοσιαλδημοκρατία». Είτε για την Κεντροαριστερά μιλούν στην Ελλάδα είτε για το «νέο ΠαΣοΚ» και το New Labour είτε για τη συμμαχία «Ροζ, Κόκκινων και Πράσινων» στη Γαλλία, το ζητούμενο είναι σταθερά το ίδιο: η επαναδιατύπωση του ευρύτερου «δημοκρατικού χώρου» πέρα και έξω από τα παραδοσιακά κομματικά του πλαίσια.


Αλλωστε, όπως ευφυώς έγραψε ο Jim Oakland του «Washington Post», ποια είναι η διαφορά του Κλίντον από τον Μπλερ; «Ο Κλίντον ξυπνάει κάθε πρωί και αναρωτιέται αν έχουν δίκιο με αυτά που του προσάπτουν οι φίλοι του της Αριστεράς. Ο Μπλερ ξυπνάει κάθε πρωί και σκέπτεται πώς θα τη φέρει στους εχθρούς του της Δεξιάς». Με άλλα λόγια, ο Μπλερ είναι ο Κλίντον μείον η ενοχή του παλαιού αριστερού.


Το 1996, όταν συναντήθηκαν στο Λονδίνο, ο Μπλερ έκανε πραγματικά εντύπωση στον Σημίτη. «Στα δικά μας ήταν λίγο ξένος» θα πει μετά ο έλληνας Πρωθυπουργός, εννοώντας τα θέματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, αλλά θα προσθέσει: «Στα ευρωπαϊκά θέματα ήταν απόλυτα ενήμερος και πολιτικά προχωρημένος. Είναι έξυπνος, ικανός, νομίζω ότι θα αφήσει τη σφραγίδα του στην Ευρώπη».


Ηδη από το 1994 ο Μπλερ είχε ανακοινώσει τις προθέσεις του με μία φράση που θα τη ζήλευε ο Ντ’ Αλέμα, ο Σημίτης ή ο Ζοσπέν. «Το καλύτερο πρόγραμμα» είχε πει «δεν χρησιμεύει σε τίποτε αν δεν έχεις την εξουσία να το εφαρμόσεις». Και για όσους δεν καταλάβαιναν επαρκώς, προσέθετε: «Να στραφούμε στα μεσαία στρώματα για να καταλάβουμε την εξουσία!». Διότι όποιος μιλάει σήμερα για εκλογές σε καθεστώς προχωρημένης βιομηχανικής δημοκρατίας εννοεί ένα και μόνο πράγμα: μεσαία στρώματα! Αυτοί έδωσαν τη νίκη στον Πρόντι. Αυτοί εξασφάλισαν την επικράτηση του Σημίτη. Αυτοί άνοιξαν τον δρόμο στον θρίαμβο του Μπλερ. Αυτούς κυνηγάει παθιασμένα ο Ζοσπέν για τις 25 Μαΐου.


Οποιος μιλάει για «μεσαία στρώματα» ξέρει ότι ο δρόμος για την καρδιά τους είναι μονόδρομος: αποτελεσματική διαχείριση, κοινωνικός εκσυγχρονισμός, πολιτική εξυγίανση, αξιοπρεπής και μετρημένη διακυβέρνηση, αλλά κυρίως Ευρώπη. Ολοι ομολογούν ότι στη Βρετανία ο Μπλερ πήρε τις εκλογές στον στίβο της Ευρώπης. Ο «Economist», παρ’ όλο που υποστήριξε τους Συντηρητικούς, δεν δίστασε να ομολογήσει ότι «το κόμμα που δεν εμπιστεύονται πια οι ψηφοφόροι για την Ευρώπη δεν είναι το Εργατικό αλλά το Συντηρητικό». Και αν η Ευρώπη βαραίνει έτσι στην αγγλική ζυγαριά, τι να πει κανείς για την Ελλάδα ή την Ιταλία.


Σήμερα «της γης οι κολασμένοι» αποτελούν μακρινό παρελθόν… Η Αριστερά μιλάει για κριτήρια σύγκλισης, για κοινό νόμισμα, για αγορά και ιδιωτικοποιήσεις. Είναι «η Αριστερά του 3%»: το 3% του ΑΕΠ είναι το ανώτατο όριο δημόσιου ελλείμματος που πρέπει να έχει μια χώρα για να μπει στην πρώτη φάση της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης. Ασφαλώς με ορισμένες αποχρώσεις… Ο Μπλερ λέει ότι θα κάνει δημοψήφισμα. Ο Πρόντι προσπαθεί να συμβιβάσει κάπως τα πράγματα με αυτούς τους αμετανόητους παλαιοντολόγους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.


Πολιτικός πραγματισμός


Ο Ζοσπέν ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται να πάρει νέα περιοριστικά μέτρα εν ονόματι του 3% και θέτει «τέσσερις όρους» για να μπει η Γαλλία στο κοινό νόμισμα, ενώ «ο πατέρας του Μάαστριχτ» Ζακ Ντελόρ επιμένει ότι το 3% δεν προκύπτει εκ της Συνθήκης αλλά από τις απαιτήσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών Τέο Βάιγκελ. Ε, εκλογές έχουν, τις ψήφους των κομμουνιστών χρειάζονται, κάπου βάζουν και λίγο νερό στο κρασί τους. Οταν φτάσει η ώρα, ο σύντροφος Ζοσπέν θα είναι πρώτος στην τάξη της ευρωπαϊκής ορθοδοξίας. Αλλωστε, όπως είπε στωικά και ο αντίπαλός του Αλέν Ζυπέ, «δυο-τρία κομμουνιστικά κόμματα έμειναν σε ολόκληρη την Ευρώπη, μας έτυχε και εμάς το ένα!».


Το έχουν καταλάβει και οι αντίπαλοί τους. Ο υπερ-φιλελεύθερος Αλέν Μαντελέν (σαν να λέμε «ο Μάνος της Γαλλίας»…) δεν έχει πρόβλημα να δηλώσει ότι «μπροστά στον Μπλερ και στο πρόγραμμά του, θεωρεί τον εαυτό του μετριοπαθή», ενώ ο γκωλικός (αλλά αντι-Μάαστριχτ) Φιλίπ Σεγκέν κατηγορεί την Αριστερά για «υποταγή στον υπερ-φιλελευθερισμό». Ποιος δεν θυμάται ότι εδώ και μήνες η ΝΔ φώναζε στον Σημίτη ότι της έκλεψε το πρόγραμμά της! Ή ότι ο Μπλερ δήλωνε προεκλογικά πως προτίθεται να διαφυλάξει πολλά από τα κεκτημένα της πολιτικής Θάτσερ.


Ασφαλώς αυτός ο πολιτικός πραγματισμός έχει κάτι από τη βρετανική πολιτική παράδοση. Το 1964 μια μυθική φυσιογνωμία του Εργατικού Κόμματος, ο Χάρολντ Ουίλσον, εξηγούσε ότι δεν έχει διαβάσει ποτέ στη ζωή του Καρλ Μαρξ επειδή δεν διαβάζει ποτέ βιβλία όπου «οι υποσημειώσεις στο τέλος της σελίδας είναι μεγαλύτερες από το κείμενο». Πέρυσι στις 23 Απριλίου, όταν συναντήθηκαν στο Λονδίνο, ο Μπλερ είπε στον Σημίτη: «Μπορεί να με χαρακτηρίζουν δεξιό αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Και η μόνη αριστερή, προοδευτική πρόταση είναι αυτό που κάνω!». Δούλευε και άσ’ τους να λένε, που θα ‘λεγε και ο Σημίτης.


Εξ ου και αυτή η διάθεση να ξεφύγουν από την τυποποίηση. Οταν βρέθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα ο Μάσιμο ντ’ Αλέμα δεν είπε τίποτε σοφίες ούτε πρωτοτυπίες. Περισσότερο από όσα είπε εντυπωσίασε η διάθεσή του να ξεφύγει από ένα τρέχον «αριστερό στερεότυπο». Αλλο λεξιλόγιο, άλλες προτεραιότητες, άλλα σημεία ενδιαφέροντος, ίσως άλλες ευαισθησίες. Αυτή η «κεντρώα» Αριστερά δεν περιορίζεται πια σε έναν ταξικό εκπρόσωπο ή σε μια συνδικαλιστική διαχείριση της κοινωνίας: είναι εθνική δύναμη.


Εθνική δύναμη αλλά με κοινωνική ευαισθησία, με μια λογική αντίθεσης στις ανισότητες και στους αποκλεισμούς. Καθ’ όλη την προεκλογική εκστρατεία του ο Μπλερ υποσχόταν δημόσια εκπαίδευση και δημόσια υγεία. Ο Ζοσπέν μιλάει για απασχόληση, για επίθεση «κατά της ανεργίας». Την ίδια στιγμή, λ.χ., όπου οι αντίπαλοί του θέτουν στο επίκεντρο της πολιτικής τους «την ελάφρυνση των υποχρεώσεων που βαρύνουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις»! Θέμα προτεραιοτήτων… Ο Σημίτης ανοίγει τον κοινωνικό διάλογο και ο Μπλερ υπόσχεται την υπογραφή της ευρωπαϊκής κοινωνικής χάρτας. Κανένας, από την άλλη πλευρά, δεν αρνείται τη λογική ή την αναγκαιότητα των ιδιωτικοποιήσεων. Στο «περισσότερο κράτος» του παρελθόντος αντιπαραθέτουν ένα «καλύτερο κράτος».


«Κεντρώα» Αριστερά ή απλώς κοινωνικό Κέντρο; Δεν ξέρω αν οι ετικέτες έχουν κάποιο νόημα. Το ζήτημα είναι ότι η παλιά φόρμουλα «η Δεξιά κυβερνά και η Αριστερά ξοδεύει» δεν ισχύει πλέον. Αυτή η (ιδιότυπη έστω…) Αριστερά κυβερνά και μάλιστα με καλύτερα αποτελέσματα. Χωρίς ιδεοληψίες και στερεότυπα. Με εμπιστοσύνη στον εαυτό της.


Ο Μπλερ βεβαίως δεν είναι παρά ένας Βρετανός: αποκλείεται να πείσει τους συμπατριώτες του να πάψουν να οδηγούν ανάποδα! Για πρώτη φορά όμως η Αγγλία δείχνει να συμμετέχει σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πολιτικό ρεύμα. Δεν είναι κακό… Εστω κι αν όλοι έχουμε στο μυαλό μας την παλαιά ρήση του ευφυούς Ταλλεϋράνδου, ο οποίος μας είχε εγκαίρως προειδοποιήσει ότι «η Αγγλία δεν είναι παρά ένα γεωγραφικό ατύχημα με το οποίο πρέπει να συμβιώσουμε». Ο Μπλερ από μόνος του θα είχε εξαιρετικά περιορισμένο ενδιαφέρον. Αλλά ευτυχώς δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση…