Οταν τον περασμένο χειμώνα ο ιταλός τραγουδοποιός Αντζελο Μπραντουάρντι προετοίμαζε τη μουσική εργασία του πάνω στο έργο και τη ζωή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης επεδίωξε τη συμμετοχή στον δίσκο αυτόν ανθρώπων με τους οποίους αισθανόταν μουσικώς συγγενής: των συμπατριωτών του Ενιο Μορικόνε και Νουόβα Κομπανία ντι Κάντο Ποπολάρε, των Κορσικανών Ι Μουβρίνι και των Πορτογάλων Μαντρεντέους. Απευθύνθηκε στο ελληνικό τμήμα της εταιρείας του, ζήτησε να του προτείνει τρεις τραγουδιστές, έλαβε τους δίσκους τους και επέλεξε τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα για την ελληνική εκδοχή του τραγουδιού «ll Sultano di Babilonia e la prostituta» (ως «Ο σουλτάνος της Βαβυλώνας και η γυναίκα» αποδόθηκε στα ελληνικά από τη Λίνα Νικολακοπούλου), το οποίο συμπεριελήφθη στην ελληνική έκδοση του δίσκου του που κυκλοφορεί εν μέσω θέρους.


Η συνεργασία των δύο καλλιτεχνών, που επεκτάθηκε στις ζωντανές εμφανίσεις με συμμετοχή του Λ. Μαχαιρίτσα στη συναυλία του ιταλού συναδέλφου του στη Λούκα της Τοσκάνης και θα κορυφωθεί με κοινές συναυλίες στην Ελλάδα, στο Βέλγιο, στο Λονδίνο και στο Ντύσελντορφ, αναμένεται να συνεχισθεί και σε δισκογραφικό επίπεδο. «Υπάρχει το σοβαρό ενδεχόμενο να πάρω κάποια τραγούδια του Μπραντουάρντι και να τα τραγουδήσω στα ελληνικά, να αποδώσει και εκείνος τραγούδια μου στα ιταλικά και να γίνει ένας κοινός δίσκος» αποκαλύπτει ο Λ. Μαχαιρίτσας.


Μια γόνιμη συνεργασία


Τόσο το άνοιγμα του ιταλού τραγουδοποιού προς ανατολάς όσο και η αλληλομεταγλώττιση στίχων στην οποία επιθυμούν να εισέλθουν είναι στοιχεία αποκαλυπτικά μιας μουσικής επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες, η οποία συνεχίζεται αδιάσπαστη στον χρόνο, έτσι ώστε να μιλάμε πλέον για μια «ιταλική σχολή του ελληνικού τραγουδιού». Ο όρος μπορεί να ξενίζει, σε ποια όμως κατηγορία τραγουδιού πλην αυτής θα μπορούσαν να ενταχθούν η συνεργασία του Λούτσιο Ντάλα με τη Μαρία Φαραντούρη (1995), οι αποδόσεις τραγουδιών του ιταλού τραγουδοποιού στα ελληνικά από τον Διονύση Σαββόπουλο («Ο χρόνος που μετράει») και τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα («Μάρκος και Αννα»), η πρόσφατη συνεργασία των Συνήθων Υπόπτων με την ιταλίδα τραγουδίστρια Εμίλια Οταβιάνο, η ελληνική εκδοχή του ναπολιτάνικου «Luna Rossa» από τον Γιώργο Νταλάρα πριν από τρία χρόνια, η συνεργασία της Χαρούλας Αλεξίου με τον ιταλικής καταγωγής Πάολο Κόντε το 1988 και η δισκογραφική επιτυχία του Θάνου Μικρούτσικου με τη Μίλβα στις αρχές του ’90;


«Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν ιταλικά τραγούδια που θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα ελληνικά, όπως και το αντίστροφο: το «Πόσο σε θέλω» των Τερμιτών θα μπορούσε να είναι ένα κλασικό ιταλικό τραγούδι» επισημαίνει ο Λ. Μαχαιρίτσας, ο οποίος έχει και στο παρελθόν αποδώσει ιταλικές μελωδίες στα ελληνικά. «Ιταλικό και σύγχρονο ελληνικό τραγούδι είναι αδέρφια, μοιάζουν σε φόρμα και σε ιδεολογία» τονίζει ο τραγουδοποιός, και συμπληρώνει: «Η ιταλική σχολή του τραγουδιού βασίστηκε στη ροκ, στα μεσογειακά ακούσματα και στην έθνικ μουσική, όπου δηλαδή και το δυτικό ελληνικό τραγούδι».


Η επαφή των καλλιτεχνών των δύο λαών δεν είναι απόρροια της παγκοσμιοποίησης που χαρακτηρίζει τη μουσική της τελευταίας δεκαετίας. Η επικοινωνία υπάρχει από τότε που η Μίλβα βάφτιζε ιταλικά τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη ή «από την εποχή που τα ελαφρά τραγούδια του Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο αποκτούσαν ελληνική υπηκοότητα και συνιστούσαν επιτυχίες στη χώρα μας» επισημαίνει ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας. Αν και οι ιταλικές μελωδίες δεν είναι οι μόνες που υπέστησαν «ελληνοποίηση» ­ τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν συνήθης διαδικασία η απόδοση διεθνών επιτυχιών στα ελληνικά ­, η ελληνοϊταλική επικοινωνία χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία που δεν συναντώνται στις άλλες «μουσικές ανταλλαγές»: διάρκεια και ενσωμάτωση. Η συναλλαγή ελληνικού – ιταλικού ήχου και στίχου συνεχίζεται αμείωτη ως τις μέρες μας, ενώ τα τραγούδια που μεταγλωττίζονται εισχωρούν στον πυρήνα της ελληνικής μουσικής χωρίς να αποτελούν ξένο σώμα. Ποιος γνωρίζει ότι το «Πριν το τέλος» του Β. Παπακωνσταντίνου έχει γραφτεί από τον Λούτσιο Μπατίστι (ελληνικοί στίχοι Λίνας Νικολακοπούλου) ή ότι το «Τι να πω» του Λ. Μαχαιρίτσα δεν είναι άλλο από το «Ε penso a te» (απόδοση στίχων της Αφροδίτης Μάνου);


Αμοιβαίες επιρροές


Η αλήθεια είναι πως ο διαρκής ελληνοϊταλικός διάλογος έχει ρίζες πολύ βαθύτερες από την ανάγκη ανεύρεσης ρεπερτορίου ή την πίστωση μιας διεθνούς επιτυχίας, ρίζες που αγγίζουν τις ιστορικές συνθήκες και τα γεωγραφικά δεδομένα. Ανέκαθεν υπήρχαν δύο δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο πολιτισμών: το ελληνικό στοιχείο της Κάτω Ιταλίας και τα Επτάνησα. «Ιδιαίτερα κατά την οθωμανική κατάκτηση η περιοχή του Ιονίου απετέλεσε την κυριότερη «πόρτα» του ελληνισμού προς τη Δύση. Η λαϊκή μουσική των Επτανήσων και η «επτανησιακή σχολή» της έντεχνης μουσικής ­ με κορυφαίους τον Σπ. Σαμάρα και τον Ν. Μάντζαρο ­ μαρτυρούν τις ιταλικές επιρροές» τονίζει ο Λ. Λιάβας, ενώ για την ελληνική μουσική παράδοση της Κάτω Ιταλίας επισημαίνει: «Οι δύο πυρήνες των χωριών όπου επιβιώνουν ελληνόφωνες διάλεκτοι, στις περιοχές της Απουλίας και της Καλαβρίας, προεκτείνουν ως τις μέρες μας τον απόηχο της Magna Grecia και αποτελούν αντικείμενο πολλών επιστημονικών μελετών ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες». Μπορεί να φαίνεται παρακινδυνευμένη η αναγωγή του σύγχρονου ελληνοϊταλικού μουσικού διαλόγου στην αρχαιοελληνική παράδοση, αλλά η ταραντέλα ­ με πηγή της ονομασίας και στην αρχαία αποικία του Τάραντα ­ είναι ένα μουσικό είδος το οποίο διατρέχει τους αιώνες, περνάει από τον ελληνικό ζωναράδικο χορό (όπως επεσήμανε πρόσφατα ο Λ. Λιάβας σε ομιλία του με αυτό ακριβώς το θέμα) για να φθάσει ως τη σύγχρονη ποπ ταραντέλα του Μπραντουάρντι που ερμήνευσε πρόσφατα ο Μαχαιρίτσας.