Η πρώτη μηχανή βρέθηκε στα χέρια του το 1979. Δημοσιογράφος τότε, με σπουδές στη Νομική, άρχισε να φωτογραφίζει ερασιτεχνικά, για να αφιερωθεί αποκλειστικά στην εικόνα πέντε χρόνια αργότερα. Τα πρώτα ταξίδια του ως φωτογράφου τον έφεραν σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας και της γείτονας Τουρκίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν απαθανάτισε κομμάτια από την πραγματικότητα των Βαλκανίων. Βρέθηκε στην Αλβανία, στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία, στάθηκε μπροστά στα ερείπια της πρώην Γιουγκοσλαβίας, έστρεψε τον φακό του στους τσιγγάνους της Ελλάδας στο πλαίσιο ενός πανευρωπαϊκού σχεδίου για τη φτώχεια και την κοινωνική απομόνωση, φωτογράφισε ανθρακωρυχεία και λιγνιτωρύχους, κρυφοκοίταξε την καθημερινότητα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Τα Βαλκάνια στέκονταν πάντα στο κέντρο του βλέμματός του, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να ταξιδέψει ως το Τόκιο, το Ισραήλ και τα Αραβικά Εμιράτα ή να ακολουθήσει τα ίχνη της ελληνικής Διασποράς στο πλαίσιο του θέματος που δουλεύει αυτό τον καιρό.


Μόνιμο μέλος του φωτοειδησεογραφικού πρακτορείου Magnum από το 1994, ο Νίκος Οικονομόπουλος παρουσιάζει από την Πέμπτη στην Ελληνοαμερικανική Ενωση την πρώτη αναδρομική έκθεσή του. «Η φωτογραφία ξεκινά τη στιγμή που τη βλέπεις και ολοκληρώνεται τη στιγμή που αποφασίζεις να βάλεις τον κόκκινο κύκλο γύρω από το κοντάκτ το οποίο θεωρείς ότι αντιπροσωπεύει την ιδεολογία σου και την αισθητική σου» τονίζει ο φωτογράφος και επιλέγει 100 στιγμές από τα 20 χρόνια των διαδρομών του, περισσότερο ή λιγότερο γνωστές, ακόμη και αδημοσίευτες. «Δεν με ενδιαφέρει να αποδείξω πόσο καλός φωτογράφος είμαι, απλώς σε ποιον βαθμό μπορώ να επικοινωνήσω μέσα από τις εικόνες μου».


Ιμβρος, 1998



«Η φωτογραφία τραβήχθηκε Δεκαπενταύγουστο, στα Αγρίδια, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Ιμβρου, όπου τις ημέρες του καλοκαιριού έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε ελληνικό νησί. Ισως γιατί τα σπίτια είναι σε καλή κατάσταση, σε αντίθεση με το μισοερειπωμένο σήμερα Σχοινούδι. Αποφάσισα να πάω τη συγκεκριμένη εποχή ακριβώς γιατί είναι η μόνη περίοδος του χρόνου όπου μπορείς να βρεις πολλούς από τους ξενιτεμένους Ιμβριους, να παρατηρήσεις τη σχέση τους με τους κατοίκους που έχουν απομείνει. Περισσότερο από το να αποτυπώσω τη θλίψη μιας άλλης εποχής με ενδιέφερε να υπάρχουν στις φωτογραφίες μου ψήγματα αισιοδοξίας. Η φθορά καταγράφεται ούτως ή άλλως ακόμη και μέσα από καταστάσεις που δεν είναι εξαιρετικά τραγικές. Ο παππούς και η γιαγιά που βλέπετε στέκονταν πίσω από την πόρτα του σπιτιού τους για να αποφύγουν τον ήλιο. Ηταν απόγευμα, λίγα μέτρα πιο μακριά από την πλατεία του χωριού. Ο εγγονός φαντάζομαι πως θα ζει στην Αθήνα… Μια στιγμή ξανασμίγματος ήταν, που συμπυκνώνει κατά κάποιον τρόπο την ιστορία του νησιού. Η συμπύκνωση είναι άλλωστε το ζητούμενο στις φωτογραφίες μου και όχι η αλήθεια του γεγονότος. Αυτή είναι ούτως ή άλλως υποκειμενική αφού προσδιορίζεται μέσα από τη στάση του εκάστοτε φωτογράφου. Η Ιμβρος ανήκει στην ενότητα με θέμα την ελληνική Διασπορά που δουλεύω αυτό τον καιρό ­ μία από τις κοινότητες που φθίνουν, με το ένα πόδι τους εδώ, στις περιουσίες και στα νεκροταφεία τους, και το άλλο κάπου αλλού… ».


Κύπρος, 1997


«Βρισκόμουν στη Λευκωσία, στο σπίτι του φίλου μου, του Αχιλλέα. Τον κάλεσαν για εκπαίδευση στον στρατό. Το πρωί, λίγο προτού φύγει, τον είδα κατεβαίνοντας από τη σκάλα να αποχαιρετά τη γυναίκα του και τους φωτογράφισα. Γιατί; Δεν το γνωρίζω. Δεν λειτουργώ ποτέ λογικά όταν επιλέγω μια στιγμή ακριβώς γιατί δεν φωτογραφίζω για να αποδείξω κάτι. Ούτως ή άλλως θεωρώ πως το αυταπόδεικτο της φωτογραφικής απεικόνισης είναι ένας μύθος. Δεν είναι πια η φωτογραφία που ταυτίζεται με την αλήθεια αλλά ο δημιουργός της. Στο συγκεκριμένο θέμα της Κύπρου αυτό που με ενδιαφέρει είναι η Πράσινη Γραμμή. Οι άνθρωποι που ζουν κοντά στην περιοχή αυτή ακολουθούν έναν δικό τους ρυθμό που δεν έχει σχέση με το τουριστικό πρόσωπο του νησιού. Στην καθημερινότητά τους βρίσκεται η τραγωδία της Κύπρου και είναι αυτή η καθημερινότητα που τη συντηρεί στη μνήμη… Τα παιδιά εκεί παίζουν στα χαλάσματα του ’74, οι μιναρέδες μπαίνουν στα σπίτια τους, από τα παράθυρά τους βλέπουν τα Κατεχόμενα, τις νύχτες ακούνε τους πυροβολισμούς των σκοπών… Αυτή είναι η Κύπρος που με ενδιαφέρει, αυτό είναι το νόημα του θέματος που δουλεύω για τη Διασπορά: η ανίχνευση, δηλαδή, του Ελληνισμού και των στοιχείων του στην παγκόσμια κοινότητα και όχι η καταγραφή μέσα από μια αυστηρή δημοσιογραφική γραφή του πόσα μέλη αριθμεί σήμερα μια ελληνική κοινότητα στην Κορσική».


Βούκοβαρ, 1992



«Εκείνο τον καιρό είχαν τελειώσει οι μάχες. Βρέθηκα μαζί με φίλους στο μισοκατεστραμμένο Βούκοβαρ. Μια πόλη γεμάτη χαλάσματα, με δέντρα καμένα, μια ομάδα παιδιών να παίζει πόλεμο με ξύλινα όπλα και τρυπημένα κράνη, μια γριά να κουβαλάει την τηλεόραση που βρήκε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι… Ωσπου ξαφνικά έπεσα πάνω σε τρεις τσιγγάνους μουσικούς να παίζουν και να τραγουδούν με εκείνο το τεράστιο κοντραμπάσο στη μέση του δρόμου. Σκέφτηκα ότι όλος ο παραλογισμός των Βαλκανίων ήταν εκεί. Σε αυτό το σκηνικό, με τον θάνατο από τη μία και την περίεργη σχέση που διατηρεί ο άνθρωπος με τα πράγματα από την άλλη. Μια εικόνα ούτως ή άλλως ανάγει τον θεατή της σε πράγματα που βρίσκονται έξω από το συγκεκριμένο κάδρο. Εξω από το κάδρο λειτουργεί άλλωστε και η φαντασία μου. Τη χρησιμοποιώ για να οργανώσω και να στηρίξω ένα θέμα και όχι για να το στήσω, ακριβώς γιατί τη στιγμή που φωτογραφίζω δεν λειτουργώ συνθετικά αλλά αφαιρετικά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν με ενδιαφέρει να έχουν καλή φόρμα οι φωτογραφίες μου ­ με τον ίδιο τρόπο που ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να αδιαφορήσει για τη μορφή του κειμένου του. Η ασύντακτη φωτογραφία δυσχεραίνει κατά τη γνώμη μου την επικοινωνία με τον θεατή της, ακόμη και αν ο ίδιος ­ λόγω της περιορισμένης «οπτικής» παιδείας μας ­ δεν το αντιλαμβάνεται».


Η αναδρομική έκθεση φωτογραφίας του Νίκου Οικονομόπουλου θα παρουσιαστεί στις δύο γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης (Μασσαλίας 22) από την Πέμπτη ως τις 27 Οκτωβρίου. Την 1η Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί Portfolio Review από τον φωτογράφο ενώ στις 2 και 9 Οκτωβρίου θα γίνουν workshops στο Θέατρο της Ενωσης με θέμα «Αντικειμενική και υποκειμενική αλήθεια στη φωτογραφία. Ο μύθος του αυταπόδεικτου στη φωτογραφική απεικόνιση».