Α πώλειες που ξεπερνούν το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ σημειώνουν τα χρηματιστήρια, καθώς οι συνθήκες τρόμου που κυριάρχησαν στις αγορές οδήγησαν σε ζημιές 4 τρισ. δολαρίων τις μετοχές την τελευταία εβδομάδα και συνολικά 18 τρισ. δολάρια εφέτος. Με δεδομένο επίσης το γεγονός ότι μεγάλα θεσμικά χαρτοφυλάκια μείωσαν τις θέσεις τους σε περιφερειακές αγορές όπως η ελληνική, οι μετοχές του ΧΑ βρέθηκαν να χάνουν82 δισ. ευρώ εφέτος, ποσό που αντιστοιχεί στο 32% του ΑΕΠ της χώρας για το 2008, ενώ το ελληνικό χρηματιστήριο παρουσιάζει τη δεύτερη χειρότερη απόδοση μεταξύ των ανεπτυγμένων αγορών παγκοσμίως.

Το διαφαινόμενο νέο σχέδιο διάσωσης στις ΗΠΑ- ανάλογο αυτό της κρίσης στο τέλος της δεκαετίας του ΄80- και οι ξαφνικοί περιορισμοί στο short selling (πτωτικές θέσεις στα παράγωγα) στη Βρετανία και στις ΗΠΑ δείχνουν ότι η τρέχουσα κρίση είναι πρωτίστως και κρίση θεσμών και δομών του ίδιου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τώρα βέβαια, αν οι αρχές του ΧΑ (ποτέ δεν είναι αργά…) έπαιρναν αντίστοιχα μέτρα με αυτά, π.χ., των Βρετανών (προτού τα πάρουν αυτοί), είναι σίγουρο ότι στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και των ελεύθερων αγορών η ελληνική αγορά θα κατατασσόταν μαζί με τη συμπαθή Μποτσουάνα, το χρηματιστήριο της οποίας παρεμπιπτόντως πάει καλά τα τελευταία χρόνια. Τα δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι το κλείσιμο των «ανοιχτών θέσεων» (προχθές Παρασκευή έληξαν οι τριπλές σειρές των παραγώγων παγκοσμίως) μπορεί να οδηγήσει σε βραχύβια ανάκαμψη τις αγορές. Το γεγονός όμως ότι η ανάπτυξη και τα εταιρικά κέρδη υποχωρούν ενώ το κόστος μεγεθύνεται, καθώς και οι φόβοι ότι η κρίση θα πλήξει τελικά πιο σοβαρά την οικονομία καθιστούν την «ουσιαστική» ανάκαμψη των μετοχών σχεδόν αδύνατη, στην παρούσα τουλάχιστον φάση.

Το στοιχείο του φόβου κυριάρχησε πάντως στις αγορές, με τους συμμετέχοντες έντρομους να αναζητούν τα «επόμενα θύματα», ενώ ο δείκτης μεταβλητότητας των μετοχών εκτινάχθηκε. Η απόδοση επίσης του τρίμηνου αμερικανικού έντοκου γραμματίου (Τreasury Βills) κατέρρευσε στο 0,06% και βρέθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από το τέλος του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου, υποδηλώνοντας ότι κάποιος τοποθετούσε τα χρήματά του εκεί απλώς για να μην τα χάσει. Τη στιγμή που τα επιτόκια στη διατραπεζική αγορά, παρά τις παρεμβάσεις των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη παραμένουν στα ύψη, καθώς οι τράπεζες δεν εμπιστεύονται η μία την άλλη, κυριάρχησε η αποστροφή των επενδυτών προς ανάληψη υψηλού κινδύνου. Ετσι τα βλέμματα στράφηκαν στους λεγόμενους «ασφαλείς παραδείσους», καθώς οι τιμές του χρυσού και των πολύτιμων μετάλλων σημείωσαν ράλι (το οποίο περιορίστηκε στη συνέχεια), ενώ τα θεσμικά χαρτοφυλάκια αύξησαν τις θέσεις τους σε κρατικά ομόλογα και σε… μετρητά.

Ενώ οι καταρρεύσεις και οι επιλεκτικές διασώσεις δεικνύουν ότι ορισμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα είναι «πολύ μεγάλα ή αρκούντως διασυνδεόμενα ώστε να αφεθούν στην τύχη τους», όπως παρατηρούσε ο κ. Roger Doig της Schroder Ιnvestment Μanagement, σε αυτή τη μεγαλύτερη αναδιαμόρφωση του χρηματοοικονομικού κλάδου από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης, όταν το νέο τοπίο ξεκαθαρίσει, αυτό που προβλέπεται πως θα κυριαρχήσει είναι μια ριζική μεταβολή του συστήματος αποτίμησης κινδύνων, ενώ ένα νέο θεσμικό πλαίσιο αναμένεται να λειτουργήσει στη μετά την κρίση εποχή των αγορών.

Καθώς τρεις από τις πέντε μεγάλες επενδυτικές τράπεζες των ΗΠΑ (η Βear Stearns, η Lehman Βrothers και η Μerrill Lynch) δεν υπάρχουν πια και οι άλλες αναζητούν ισχυρούς συμμάχους, ο κ. Πλάτων Χαλδαίος της ΕFG Εurobank Αsset Μanagement προβλέπει ότι το παραδοσιακό μοντέλο της επενδυτικής τράπεζας που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια θα μεταβληθεί οριστικά. Δημιουργούνται νέα σχήματα με ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση, μικρότερη μόχλευση και συντηρητικότερες επενδυτικές επιλογές, λέει, ενώ οι επιπτώσεις θα φανούν στις αγορές και στις οικονομίες τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή, ενώ οι επιλεκτικές επιχειρήσεις διάσωσης των αμερικανικών αρχών κοστίζουν μέχρι στιγμής 850 δισ. δολάρια, οι καταγεγραμμένες ζημιές των τραπεζών ανέρχονται πλέον σε 512 δισ. δολάρια και οι αυξήσεις κεφαλαίων κυμαίνονται σε 360 δισ. δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες χρειάζονται ήδη άλλα 152 δισ. δολάρια, καθώς και ότι περίπου 2 τρισ. δολάρια (καθώς προβαίνουν σε πολλαπλάσιες χορηγήσεις) λείπουν σήμερα από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αν τώρα βγουν αληθινές και οι προβλέψεις του κ. Μatt Spick τηςDeutsche Βank ότι οι τράπεζες θα προβούν σε επιπλέον απομειώσεις 400-500 δισ. δολαρίων, δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με τη διαπίστωση του κ. Αdrian Cattley και της ευρωπαϊκής ομάδας στρατηγικής της Citigroup ότι οι αγορές διέρχονται σήμερα από όλα τα στάδια της αρχαίας τραγωδίας. Η φούσκα της αγοράς ακινήτων και η απληστία παρομοιάζονται με την ύβρι, ενώ η εκτόξευση των τιμών που οδήγησε σε συσσώρευση δανείων που δεν μπορούσαν πια να αποπληρωθούν οδήγησε στη νέμεσι. Η κατάρρευση της αγοράς των subprime, που ήλθε τη στιγμή που η μόχλευση στους ισολογισμούς των τραπεζών ήταν στο ζενίθ, οδήγησε σε πιστωτική κρίση και δεν άργησε να πλήξει τις τράπεζες, τις κεφαλαιαγορές και ενδεχομένως τις οικονομίες. Τώρα ακολουθεί η κάθαρση, η οποία δύσκολα θα ολοκληρωθεί χωρίς να προκαλέσει «πόνο». Οι αγορές βιώνουν την οδύσσειά τους, είπαν πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα όπου βρέθηκαν οι κκ. Κen Dowd και William Μann της Citigroup, και, όπως ανέφεραν, η σημερινή κρίση είναι ίσως η χειρότερη που έχουν δει, καθώς η μόχλευση που έχει συγκεντρωθεί στο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι τεράστια επηρεάζοντας το σύνολο των οικονομιών και των αγορών, ενώ το τέλος της δεν αναμένεται πριν από το 2010.

Παράλληλα η κρίση αγγίζει και τη χώρα μας, καθώς, τη στιγμή που η ανάπτυξη επιβραδύνεται, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας βρέθηκε να προσεγγίζει ακόμη και επίπεδα προ ΟΝΕ εποχής, ενώ απώλειες ενδεχομένως να σημειωθούν και στα χαρτοφυλάκια ομολόγων των εγχώριων τραπεζών. Μπορεί οι απώλειες από την πτώχευση της Lehman Βrothers να περιορίζονται σε μερικές δεκάδες εκατ. ευρώ, ωστόσο οι αρνητικές επιπτώσεις στις τιμές όλων των εταιρικών ομολόγων και βεβαίως των ομολόγων που εκδίδουν οι ίδιες οι τράπεζες μπορεί έχουν σημαντικότερο αντίκτυπο. Τα τμήματα private banking των τραπεζών επίσης που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά είχαν τοποθετημένα για λογαριασμό πελατών τους αξιόλογα ποσά σε ομόλογα, δομημένα επενδυτικά προϊόντα και αμοιβαία κεφάλαια της Lehman Βrothers, κάτι που αναμένεται να αυξήσει τη «μαύρη τρύπα». Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των χορηγήσεων επίσης αναμένεται να έχει επιπτώσεις στην εγχώρια ζήτηση και στην ανάπτυξη, ενώ και με δεδομένη την υπερπροσφορά ακινήτων εκφράζονται φόβοι ότι η δύσκολη συγκυρία θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί την κτηματαγορά.

Στο παρόν περιβάλλον της υποχώρησης των ρυθμών ανάπτυξης στις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, αλλά και της συνεχιζόμενης αποθέρμανσης των τιμών των εμπορευμάτων, τα δεδομένα σκιαγραφούν ένα θολό επενδυτικό τοπίο για τη συνέχεια. Ο κ. Jonathan Wilmot της Credit Suisse σημείωνε μεταξύ άλλων και τον κίνδυνο αποχώρησης κεφαλαίων από hedge funds που έχουν επενδύσει σε ριψοκίνδυνες αξίες, ενώ παρατηρείται επαναπατρισμός κεφαλαίων και από τις αναδυόμενες (π.χ. ρωσική αγορά) και τις πιο αδύναμες αγορές (π.χ. ΧΑ) προς πιο ασφαλή καταφύγια. Τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια πλούτου επίσης, τα μόνα που διατηρούν μεγάλη ρευστότητα, αναμένεται να διοχετεύσουν ένα μέρος της για να σώσουν αρχικά τις τοπικές αγορές. Ανεξάρτητα από το πότε θα ολοκληρωθεί η σημερινή πτώση των τιμών, το σίγουρο είναι ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν σημαντικά κεφάλαια, κάτι που επεσήμανε και ο κ. Αlan Greenspan (πρώην πρόεδρος της Fed) σε μια ενημέρωση στελεχών της Deutsche Βank (σ.σ.: διατελεί σύμβουλός της), καθώς τους υπενθύμισε ότι στο μακρινό παρελθόν η σχέση ιδίων κεφαλαίων προς το συνολικό ενεργητικό των τραπεζών έφθανε ακόμη και το 40%. Καθώς η περίφημη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ- η οποία θεωρείται κλειδί για την ανάκαμψη- δεν αναμένεται πριν από το τέλος του α΄ εξαμήνου του 2009, ο κ. Β.Πατίκης του Wealth Μanagement της Τράπεζας Πειραιώς σημειώνει και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια παλαιότερων περιπτώσεων την ύφεση της αγοράς ακινήτων ακολουθούσε περιορισμός της κατανάλωσης με μια υστέρηση 10-12 μηνών. Αυτό σημαίνει ότι σοβαροί μακροοικονομικοί κίνδυνοι, που προέρχονται από τους ισχυρούς δεσμούς της αγοράς ακινήτων και της κατανάλωσης, παραμένουν. Ετσι, καθώς οι θεσμικοί επενδυτές συνεχίζουν να διατηρούν αυξημένες θέσεις σε μετρητά και ομόλογα, το ουσιαστικό «γύρισμα» των μετοχικών αγορών ενδεχομένως να καθυστερήσει.