Oι οικόσιτοι σκύλοι εξελίχθηκαν από τους γκρίζους λύκους πριν από μόλις 10.000 χρόνια. Από τότε ως σήμερα ο εγκέφαλός τους συρρικνώθηκε, τόσο ώστε σήμερα ένας σκύλος με μέγεθος όσο εκείνο ενός λύκου να διαθέτει εγκέφαλο περίπου 10% μικρότερο σε σύγκριση με τον άγριο πρόγονό του. Αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίον οι ειδικοί σε θέματα συμπεριφοράς των ζώων πίστευαν ότι οι σκύλοι δεν ήταν τίποτε άλλο από… ελαφρόμυαλοι λύκοι. Ωστόσο κατέστη σαφές ότι παρά την απώλεια εγκεφαλικού όγκου στους σκύλους, τα χιλιάδες χρόνια κατά τα οποία εξελίχθηκαν παράλληλα με τους ανθρώπους είχαν τεράστια επίδραση στις νοητικές ικανότητές τους.

Σωστό και λάθος
Εν πρώτοις, οι ερευνητές πείθονται ολοένα και περισσότερο ότι οι σκύλοι διακρίνουν, έστω ως ένα βαθμό, το σωστό από το λάθος με στόχο να αντεπεξέρχονται στον πολύπλοκο κοινωνικό κόσμο των ανθρώπων. Ενας πρωτοπόρος αυτού του πεδίου είναι ο Μαρκ Μπέκοφ από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Μπούλντερ, ο οποίος πέρασε ολόκληρες δεκαετίες παρατηρώντας ζώα ενώ έπαιζαν. Ο Μπέκοφ είναι προασπιστής της ιδέας ότι σε πολλά κοινωνικά είδη, μεταξύ των οποίων είναι οι σκύλοι, μια από τις λειτουργίες του «παιχνιδιάρικου καβγά» είναι το να αναπτυχθεί μια στοιχειώδης αίσθηση ηθικής (Νew Scientist, 13 Ιουλίου 2002, σελ. 34). Το γεγονός ότι το παιχνίδι σπάνια μετατρέπεται σε… τρικούβερτο καβγά μαρτυρεί ότι τα ζώα υπακούουν σε κανόνες και περιμένουν και από τα υπόλοιπα να κάνουν το ίδιο. Με άλλα λόγια, ξέρουν να ξεχωρίζουν το σωστό από το λάθος. Ο Μπέκοφ υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια προσαρμογή που συνέβη με στόχο την επιβίωση, η οποία επιτρέπει στα ζώα να χειρίζονται ήπια και άλλες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Δίκαιο και άδικο
Η Φριντερίκε Ράνγκε από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης στην Αυστρία πηγαίνει το ζήτημα της ηθικής των σκύλων ένα βήμα πιο πέρα. Σε μια σειρά πειραμάτων, η ομάδα της αντάμειβε σκύλους με φαγητό εάν κατάφερναν να κρατήσουν όρθιο το ένα πόδι. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όταν στο πείραμα συμμετείχε ένας μόνος σκύλος ο οποίος σήκωνε το πόδι του όπως του είχε ζητηθεί αλλά δεν λάμβανε το βρώσιμο βραβείο του, τότε περίμενε καρτερικά να τελειώσει όλο το πείραμα που αφορούσε 30 επαναλήψεις. Οταν όμως μελετώνταν δύο σκύλοι μαζί και οι ερευνητές επιβράβευαν μόνο τον έναν σε περίπτωση που έφερνε εις πέρας το καθήκον του, τότε ο άλλος σκύλος θα διαμαρτυρόταν εντόνως και θα σταματούσε να συνεργάζεται έπειτα από λίγο. «Οι σκύλοι δείχνουν ισχυρή απέχθεια στην ανισότητα» λέει η Ράνγκε. «Προτιμώ να μην το αποκαλώ αίσθημα δικαίου,ωστόσο κάποιοι άλλοι μπορεί να το ονομάζουν και έτσι».

Πρόκειται για μια σημαντική δήλωση: ακόμη και η ιδέα ότι τα πρωτεύοντα είδη ανταποκρίνονται στην αδικία με παρόμοιο τρόπο με τους ανθρώπους αμφισβητείται εντόνως. Γιατί λοιπόν να χρειάζεται ένας σκύλος ένα τέτοιο χαρακτηριστικό; Η Ράνγκε τονίζει ότι η σύλληψη της ανισότητας είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα των ανθρώπινων κοινωνιών· χωρίς αυτήν δεν θα τιμωρούσαμε όσους ξεφεύγουν από τα όρια. Πιθανότατα οι σκύλοι να ανέπτυξαν αυτή την απόκριση ώστε να βοηθηθούν στο να αντεπεξέρχονται στον κόσμο μας.

Γαβγίζω, άρα… επικοινωνώ
Τη στιγμή που η σχέση μεταξύ ανθρώπου και σκύλου είναι χτισμένη μάλλον επάνω στη δικαιοσύνη, είναι απαραίτητη και η αποτελεσματική επικοινωνία. Ισως για αυτό τον λόγο πολλούς ερευνητές τους συναρπάζει αυτή η πτυχή της… σκυλίσιας γνώσης. Είναι φανερό ότι οι σκύλοι δεν διαθέτουν πολύπλοκη γλώσσα, ωστόσο διαθέτουν το γάβγισμα. Το γάβγισμα είναι σπάνιο στα ενήλικα άγρια ζώα της οικογένειας των κυνιδών, γεγονός που μαρτυρεί ότι εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια της εξημέρωσης προκειμένου να επιτρέψει στους σκύλους να επικοινωνούν μαζί μας, λέει ο Πέτερ Πονγκράτς από το Πανεπιστήμιο Εotvos Lorand στη Βουδαπέστη.

Ο Πονγκράτς και οι συνεργάτες του παρουσίασαν ενδείξεις σχετικά με το ότι το γάβγισμα του σκύλου περιέχει πράγματι πληροφορίες τις οποίες μπορούν να καταλάβουν οι άνθρωποι. Το 2005 οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ακόμη και τα άτομα που δεν είχαν ποτέ σκύλο μπορούσαν να αναγνωρίσουν το συναισθηματικό «νόημα» γαβγισμάτων που παράγονταν σε διαφορετικές καταστάσεις, όπως το παιχνίδι, η μοναξιά ή η αναμέτρηση με κάποιον ξένο (Journal of Comparative Ρsychology, τόμος 119, σελ. 136).

Η συγκεκριμένη ερευνητική ομάδα ανέπτυξε τώρα ένα πρόγραμμα σε υπολογιστές που μπορεί να συγκεντρώσει εκατοντάδες γαβγίσματα τα οποία έχουν καταγραφεί υπό ποικίλες συνθήκες και να εξαγάγει από αυτά τα βασικά ακουστικά συστατικά τους. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι καθένας από τους διαφορετικούς τύπους γαβγίσματος παρουσιάζει διακριτά μοτίβα συχνότητας, τονικότητας και ρυθμού, καθώς και ότι ένα τεχνητό νευρικό δίκτυο μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτά τα χαρακτηριστικά ώστε να ταυτοποιήσει ένα γάβγισμα που δεν έχει ξανασυναντήσει. Ολα αυτά αποτελούν περαιτέρω μαρτυρίες σχετικά με το ότι το γάβγισμα μεταφέρει πληροφορίες σχετικά με την ψυχική κατάσταση του σκύλου (Αnimal Cognition, τόμος 11, σελ. 389). Οι ούγγροι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι ο άνθρωπος μπορεί να εντοπίσει σωστά μεταξύ γαβγισμάτων ποια από αυτά δείχνουν χαρά, ποια μοναξιά ή επιθετικότητα. «Ακόμη και παιδιά από την ηλικία των έξι ετών που δεν είχαν ποτέ σκύλο αναγνωρίζουν αυτά τα μοτίβα» λέει ο Πονγκράτς.

Η φωνή ενός ξένου
Οι σκύλοι δεν είναι μόνον ικανοί να μας «μιλήσουν», μπορούν επίσης να καταλάβουν ορισμένες πτυχές της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στο φόρουμ της Βουδαπέστης, η Ακίκο Τακαόκα από το Πανεπιστήμιο του Κιότο στην Ιαπωνία ανακοίνωσε μια αδημοσίευτη ακόμη μελέτη η οποία εξέτασε τι συμβαίνει στο μυαλό ενός σκύλου όταν ακούει τη φωνή ενός ξένου. Η ερευνήτρια έβαλε τους σκύλους να ακούσουν μια σειρά από άγνωστες φωνές- τόσο ανδρικές όσο και γυναικείες-, ενώ κάθε φωνή ακολουθείτο από μια φωτογραφία ενός ανθρώπινου προσώπου η οποία προβαλλόταν σε μια οθόνη. Εάν το γένος του προσώπου δεν συνταιριαζόταν με εκείνο της φωνής, οι σκύλοι κοιτούσαν για περισσότερη ώρα την οθόνη, γεγονός που μαρτυρούσε ότι δεν εκπληρωνόταν η προσδοκία τους. «Η μελέτη έδειξε ότι οι σκύλοι δημιουργούν μια εσωτερική οπτική αναπαράσταση του αρσενικού ή του θηλυκού με βάση τη φωνή που ακούνε» αναφέρει η Τακαόκα. Υποστηρίζει ότι αυτή η ικανότητα των σκύλων να εξάγουν πληροφορίες σχετικά με ένα άτομο από τη φωνή του και μόνο μπορεί να τους βοηθά να επικοινωνούν με τους ανθρώπους. Η τακτική αυτή είναι παρόμοια με εκείνη που ακολουθούμε εμείς όταν κρίνουμε την ηλικία κάποιου ή τη διάθεσή του από τον τρόπο που μιλά προκειμένου να εξαγάγουμε πληροφορίες που θα μας βοηθήσουν στην αλληλεπίδραση μαζί του.

Εν τω μεταξύ, η Τζουλιάν Καμίνσκι από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ μελετά πώς οι σκύλοι ερμηνεύουν άλλες μορφές της ανθρώπινης επικοινωνίας. Πειράματα έχουν ήδη αποδείξει ότι οι σκύλοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις ανθρώπινες κινήσεις και χειρονομίες- όπως όταν ένας άνθρωπος τους δείχνει κάτι με το δάχτυλό του- προκειμένου να βρουν κρυμμένη τροφή ή παιχνίδια (Journal of Comparative Ρsychology, τόμος 115, σελ. 122). Η Καμίνσκι επιθυμούσε να ανακαλύψει εάν οι σκύλοι απλώς μαθαίνουν να συνδέουν αυτού του είδους τις χειρονομίες με μια επιβράβευση ή αντιλαμβάνονται ότι οι χειρονομίες αυτές αποτελούν ένα είδος επικοινωνίας. Αυτή η σύλληψη του «σκοπίμου» θεωρείται άκρως λεπτή και εξελιγμένη.

Προκειμένου να βρει την άκρη προσάρμοσε στους σκύλους ένα τεστ που διεξάγεται σε παιδιά ενός έτους. Ενα βραβείο τοποθετείται κάτω από έναν ή από δύο κλωβούς, οι οποίοι στη συνέχεια μετακινούνται. Ο ερευνητής κάνει στη συνέχεια μια κίνηση που μαρτυρεί επικοινωνία, όπως το να δείχνει ή να κοιτάζει έντονα ή και τα δύο μαζί, ώστε να δείξει πού βρίσκεται το βραβείο ή κάνει μια παρόμοια κίνηση που δεν μαρτυρεί όμως επικοινωνία, όπως το να κοιτάζει το ρολόι του ή να κουνά το κεφάλι. Ακριβώς όπως και τα μικρά παιδιά έτσι και οι σκύλοι συνήθως επιλέγουν σωστά τη θέση του κρυμμένου βραβείου μετά την εκούσια κίνηση του ερευνητή αλλά βρίσκουν το βραβείο απλώς από τύχη όταν οι κινήσεις που χρησιμοποιούνται από τον ερευνητή δεν μαρτυρούν επικοινωνία.

Ετσι όταν κοιτάζουμε ή δείχνουμε ένα πράγμα, οι σκύλοι καταλαβαίνουν ότι προσπαθούμε να τους πούμε κάτι. «Η εξημέρωση φαίνεται ότι διαμόρφωσε τους σκύλους με τέτοιον τρόπο που τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν αυτές τις κινήσεις για να επικοινωνήσουν από την ηλικία μόλις των έξι εβδομάδων» σημειώνει η Καμίνσκι.

Μια εικόνα χίλιες λέξεις
Σε ποιο βαθμό όμως μπορούν οι σκύλοι να κατανοήσουν τον τρόπο της δηλωτικής επικοινωνίας, όπως αυτή που παρουσιάζεται μέσα από εικόνες και φωτογραφίες; Για να βρει την απάντηση η Καμίνσκι μελέτησε τρεις σκύλους οι οποίοι μπορούσαν να ταυτοποιήσουν δεκάδες παιχνίδια από το όνομά τους και να τα φέρνουν σε εκείνον που τους τα ζητούσε από ένα άλλο δωμάτιο.

Η Καμίνσκι ήθελε να μάθει πόσο μακριά θα μπορούσε να σπρώξει τους σκύλους στο να χρησιμοποιήσουν τη δηλωτική επικοινωνία. Οταν έδειξε στους σκύλους ένα αντίγραφο ή μια μινιατούρα ενός παιχνιδιού, εκείνοι επέστρεφαν με το σωστό αυθεντικό παιχνίδι, γεγονός που έδειχνε ότι καταλάβαιναν κάποιες μορφές της επικοινωνίας που στηριζό ταν στη «γλώσσα των εικόνων». Σε μελέτη που αναμένεται να δημοσιευθεί στο επιστημονικό περιοδικό «Developmental Science» η ερευνήτρια αναφέρει ότι ένας σκύλος κατάφερε ακόμη και να φέρει ένα παιχνίδι έχοντας απλώς δει τη φωτογραφία του.

Αυτή η παρατηρούμενη συμπεριφορά τοποθετεί τους σκύλους στην ελίτ. Αλλα ζώα όπως οι χιμπαντζήδες και τα δελφίνια μπορούν να διδαχθούν να κάνουν παρόμοια πράγματα, λέει η Καμίνσκι, ωστόσο μόνο ύστερα από εντατική εκπαίδευση. Οι σκύλοι ακόμη και μέσης ευφυΐας μπορούν να εκπαιδευθούν πιο εύκολα από άλλα είδη ζώων. Ορισμένοι σκύλοι μάλιστα, ανάμεσά τους και τρεις από τους σκύλους του πειράματος, μαθαίνουν αυθόρμητα τη δηλωτική επικοινωνία. «Οι σκύλοι εντοπίζουν τις ανθρώπινες συμπεριφορές επικοινωνίας με τρόπους παρόμοιους με εκείνους που χρησιμοποιούν τα βρέφη» λέει ο Γιόζεφ Τοπάλ από την Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών. Στην πραγματικότητα πιστεύει ότι οι ομοιότητες μεταξύ σκύλων και βρεφών δεν σταματούν εδώ, καθώς υποστηρίζει ότι η εξέλιξη χάρισε στους σκύλους έναν εγκέφαλο δημιουργημένο για κοινωνική αλληλεπίδραση που μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τον δικό μας.

Το πρώτο βήμα στην ανθρώπινη κοινωνικοποίηση για ένα βρέφος είναι το να δεθεί με εκείνον που το φροντίζει και γνωρίζουμε εδώ και αρκετό καιρό ότι οι σκύλοι δένονται με τα αφεντικά τους με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, οι σκύλοι θα εξερευνήσουν ένα άγνωστο δωμάτιο εάν το αφεντικό τους είναι παρόν, αλλά θα αποκτήσουν άγχος και ντροπή εάν ο ιδιοκτήτης τους φύγει από το δωμάτιο- ένα μοτίβο συμπεριφοράς το οποίο παρατηρείται επίσης στα βρέφη και σε όσους τα φροντίζουν.

Μίμησις πράξεως σπουδαίας…

Ο Τοπάλ έχει προχωρήσει τώρα στο δεύτερο στάδιο της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης το οποίο περιλαμβάνει μια εξειδικευμένη μορφή μάθησης που ονομάζεται παιδαγωγική. Ενώ τα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των πιθήκων, μαθαίνουν μεν μέσω της μίμησης- παρατηρούν άλλους να φέρνουν εις πέρας ένα καθήκον και στη συνέχεια χρησιμοποιούν ένα μείγμα αντιγραφής και αυτοσχεδιασμού για να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα- εμείς είμαστε οι μόνοι που διαθέτουμε την ικανότητα της ακριβούς μίμησης. Αυτό είναι το προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της παιδαγωγικής και εμφανίζεται αυθόρμητα ανάμεσα στα βρέφη και σε όσους έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους («Νew Scientist», 1 Απριλίου 2006, σελ. 42).

Η παιδαγωγική ξεκινά με τον δάσκαλο να χρησιμοποιεί την οπτική επαφή, τις χειρονομίες και την ομιλία για να κατευθύνει την προσοχή του μαθητή. Οι σκύλοι, μοναδικοί μεταξύ των ζώων, κάνουν το ίδιο πράγμα. «Η συμπεριφορά των σκύλων είναι ίδια με αυτή των παιδιών» αναφέρει ο Τοπάλ. Εκτιμά ότι αυτά τα χαρακτηριστικά της προσοχής προκαλούν μια δεκτικότητα στη στάση των σκύλων που είναι συγκρίσιμη με την παιδαγωγική μάθηση στον άνθρωπο.

Αυτή την ιδέα επιβεβαιώνουν πειράματα που διεξήχθησαν από τον Λούντβιχ Ούμπερ και τους συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης στην Αυστρία. Οι ερευνητές βάσισαν τη μελέτη τους σε ένα κλασικό παιδαγωγικό πείραμα στο οποίο μια εκπαιδεύτρια δείχνει σε ένα παιδί ενός έτους πώς να σβήνει το φως χρησιμοποιώντας το μέτωπό της. Στην πρώτη εκδοχή του πειράματος, η εκπαιδεύτρια έχει τα χέρια της σε τέτοια θέση επάνω στο τραπέζι ώστε να φαίνονται καθαρά. Στη δεύτερη εκδοχή του πειράματος τα χέρια της είναι δεμένα μέσα σε μια εσάρπα έτσι ώστε να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. Οταν η εκπαιδεύτρια ζητεί από τα παιδιά να σβήσουν εκείνα το φως, όσα εξ αυτών έχουν παρακολουθήσει την πρώτη εκδοχή του πειράματος χρησιμοποιούν το κεφάλι τους για να κλείσουν τον διακόπτη, όσα όμως έχουν δει τη δεύτερη εκδοχή τον κλείνουν με το χέρι. Η ερμηνεία είναι ότι η πρώτη ομάδα παιδιών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένας καλός αν και όχι φανερός λόγος για τον οποίον η δασκάλα χρησιμοποιεί τη μέθοδο του μετώπου, καθώς αλλιώς θα είχε χρησιμοποιήσει τα χέρια της για να σβήσει το φως.

Ο Ούμπερ ανακάλυψε ότι και οι σκύλοι κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Σε ένα πείραμα στο οποίο ήταν απαραίτητο να τραβήξουν έναν μοχλό για να λάβουν επιβράβευση, είχαν την επιλογή να το πράξουν είτε με το πόδι είτε με το στόμα τους. Θα τραβούσαν τον μοχλό με το στόμα ακόμη και όταν ένας σκύλος-«βοηθός» του πειράματος χρησιμοποιούσε το πόδι για να κάνει το ίδιο- μόνο όταν όμως ο σκύλος αυτός είχε μια μπάλα στο στόμα που δεν του επέτρεπε να το χρησιμοποιήσει. Εάν ο σκύλος-«εκπαιδευτής» χρησιμοποιούσε το πόδι, ενώ θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει το στόμα του, τότε οι άλλοι σκύλοι αντέγραφαν πλήρως την κίνησή του.

Σκυλίσια θεωρία του νου;

Ευρήματα σαν και αυτό οδηγούν κάποιους ερευνητές στο να προτείνουν ότι οι σκύλοι διαθέτουν έστω μια στοιχειώδη μορφή της αποκαλούμενης «θεωρίας του νου», της νοητικής δηλαδή ικανότητας που επιτρέπει και στους ανθρώπους να καταλαβαίνουν τις επιθυμίες, τα κίνητρα και τις προθέσεις των άλλων. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι λίγα άλλα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων πιθήκων, διαθέτουν την ικανότητα μιας κάποιας «ανάγνωσης» του μυαλού, σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για μια ικανότητα που αποτελεί ίδιον μόνο των πιο έξυπνων ειδών. Ετσι οι σκύλοι φαίνεται ότι ανήκουν στους «κύκλους της διανόησης».

Δεν συμφωνούν όλοι πάντως με αυτήν την άποψη. Η Αλεξάντρα Χόροβιτς από το Κολέγιο Μπάρναρντ στη Νέα Υόρκη προτιμά τον όρο «θεωρία της συμπεριφοράς» για να περιγράψει τη διαφαινόμενη οξυδέρκεια των σκύλων. «Πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ της θεωρίας του νου και της θεωρίας της συμπεριφοράς» λέει. Η δική της πρόσφατη μελέτη υποστηρίζει αυτή τη θέση: όταν τα σκυλιά παίζουν μαζί, χρησιμοποιούν τα κατάλληλα σήματα για να κερδίσουν την προσοχή των υπολοίπων ή για να δείξουν την επιθυμία για παιχνίδι ανάλογα με το διαφαινόμενο επίπεδο προσοχής των άλλων σκυλιών- αν δηλαδή βρίσκονται μπροστά τους και τα κοιτάζουν ή στο πλάι. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ικανότητα να διαβάζουν το μυαλό, παραδέχεται η ερευνήτρια, αλλά τονίζει ωστόσο ότι υπάρχει και μια πιο απλή εξήγηση: είναι πιθανόν τα σκυλιά να διαβάζουν τη γλώσσα του σώματος και να αντιδρούν με στερεοτυπικό τρόπο.

Αυτού του είδους η επιφυλακτικότητα είναι κατανοητή. Αλλωστε η μελέτη της ψυχολογίας των σκύλων ξεκίνησε με τον Παβλόφ και πριν από λίγα μόλις χρόνια η έννοια του ότι οι σκύλοι διαθέτουν τη «θεωρία του νου» θα εθεωρείτο πλήρως αβάσιμη. Σε κάθε περίπτωση, όσο «βυθιζόμαστε» στον εσωτερικό κόσμο των σκύλων, αυτός αρχίζει να φαίνεται ολοένα και πιο γνώριμος. Ισως εμείς θα έπρεπε να νιώθουμε ενοχές που δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει νωρίτερα.

© 2008 Νew Scientist Μagazine, Reed Βusiness Ιnformation Ltd.