«Μπορείς να βγάλεις τον Σημίτη από το ΠαΣοΚ,αλλά δεν μπορείς να βγάλεις το ΠαΣοΚ από τον Σημίτη» λέει στέλεχος που διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον πρώην πρωθυπουργό. Αναφέρεται στο γεγονός ότι ο κ. Κ.Σημίτης θεωρεί ότι η θέση του στην πολιτική ιστορία της χώρας προσδιορίζεται όχι μόνο από το έργο του ως πρωθυπουργού και προέδρου του ΠαΣοΚ σε μία οκταετία ιστορικών αλλαγών για την Ελλάδα, αλλά και από το γεγονός ότι είναι ιδρυτικό στέλεχος του Κινήματος- και μάλιστα ο βασικός συντάκτης της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη.

Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο, η «αποπομπή» του τον περασμένο Ιούνιο από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠαΣοΚ μπορεί να έχει μόνο μικρή σημασία. Πολύ περισσότερο όταν είναι ορατή η τάση επαναπροσέγγισης ανάμεσα στον πρώην και τον νυν πρόεδρο του ΠαΣοΚ.

Οπως διαβεβαιώνουν στελέχη που έχουν συνεργαστεί και με τους δύο, ο κ. Σημίτης δεν θα ήθελε να ολοκληρώσει την πολιτική του διαδρομή εκτός του ΠαΣοΚ αλλά και ο κ. Γ.Παπανδρέου αντιλαμβάνεται ότι στην τελική ευθεία για το μεγαλύτερο στοίχημα της πολιτικής του διαδρομής δεν έχει το περιθώριο να ρισκάρει οτιδήποτε και πολύ περισσότερο τη συμπαγή υποστήριξη της εκσυγχρονιστικής συνιστώσας του εκλογικού σώματος.

Σύμφωνα με ασφαλείς πηγές στελέχη της εκσυγχρονιστικής πτέρυγας, όπως η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου και οι κκ. Δ.Ρέππας και Γ. Παπακωνσταντίνου, έχουν διαμηνύσει στον πρόεδρο του ΠαΣοΚ ότι για λόγους πολιτικούς και εκλογικούς, για λόγους που εκτείνονται από την ιστορική συνείδηση ως την πολιτική αξιοπιστία της προοδευτικής παράταξης δεν μπορεί παρά να ενορχηστρωθεί η «ολική επαναφορά» του κ. Σημίτη στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠαΣοΚ.

«Συμφωνώ,αλλά θέλω μια αφορμή» φέρεται να έχει απαντήσει ο κ. Παπανδρέου. Τελικώς, το πρώτο βήμα το έκανε ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη και ο κ. Σημίτης ανταπέδωσε από τη Λάρισα. Η συνέχεια της προσέγγισης και η οριστική επιστροφή δεν προσδιορίζεται χρονικά, αλλά όλοι προεξοφλούν ότι θα λάβει χώρα μεσοπρόθεσμα στο πλαίσιο κάποιας συνάντησης των δύο πολιτικών. Προς το παρόν, μετά τη Λάρισα όπου μίλησε στις 16 Σεπτεμβρίου, ο κ. Σημίτης έχει προγραμματίσει δύο ακόμη ομιλίες, στις 9 Οκτωβρίου στη Λευκωσία (για ευρωπαϊκά θέματα) και στις 15 Οκτωβρίου στο Ηράκλειο. Στη Λάρισα, ο κ. Σημίτης αφιέρωσε την ομιλία του στις πράξεις και στις παραλείψεις της κυβέρνησης που καθιστούν τη σημερινή πορεία της Ελλάδας ιδιαιτέρως δυσχερή. «Ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι για την κακή κατάσταση της οικονομίας ευθύνεται η διεθνής κρίση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» είπε. «Η κυβέρνηση ενίσχυσε με τις νοοτροπίες και τις πολιτικές της τις αρνητικές δυναμικές στη χώρα». Ο κ. Σημίτης προχώρησε σε ακόμη σκληρότερη κριτική στην κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι «μια μειοψηφία “ημετέρων” εξέλαβε τον τρόπο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ως ένα μήνυμα να πλουτίσει με κάθε τρόπο και ενίσχυσε τις μεθόδους εκμετάλλευσης,φοροδιαφυγής και αξιοποίησης πολιτικών σχέσεων για την πραγματοποίηση εύκολου κέρδους».

Ολο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια ο κ. Σημίτης εκφράζει την ανησυχία του ότι η Ελλάδα εξαντλεί το κεφάλαιο, που είχε δημιουργηθεί τα χρόνια του οικονομικού εκσυγχρονισμού και της ολόπλευρης ενδυνάμωσης της διεθνούς θέσης της. Είναι χαρακτηριστική η φράση «η ασπίδα της ΟΝΕ λειτουργεί μόνο προσωρινά» που ανέφερε με έμφαση στην ομιλία του.

Ο κ. Σημίτης επισήμανε τον μεγάλο κίνδυνο για τις θέσεις εργασίας, τα εισοδήματα, την κοινωνική συνοχή και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας από τη ραγδαία επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. «Το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών από 6,6% του ΑΕΠ το 2003 έφτασε το 2007 στο 14%» είπε. Περιέγραψε την αναγκαιότητα του περάσματος στην Κοινωνία της Γνώσης και κατέθεσε σειρά προτάσεων για τη δημόσια διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση, την ενέργεια και το φορολογικό σύστημα, την Παιδεία, την Υγεία και τις υποδομές.

Ολα αυτά, βεβαίως, υπάρχουν στις ομιλίες σχεδόν όλων των πολιτικών σήμερα. Εκείνο που εξακολουθεί να διαφοροποιεί τον κ. Σημίτη- μια που εξαιρετικά ελάχιστοι πολιτικοί τολμούν να τον μιμηθούν σε αυτό- είναι η πεποίθησή του ότι οι αλλαγές δεν επιτυγχάνονται με την κοινωνία να παραμένει αμέτοχη και να αντιλαμβάνεται τη θέση της ως καρτερικού αποδέκτη μιας «ιδανικής ευεργεσίας» από το πολιτικό σύστημα.