▅ Η χρεοκοπία της μεγαλύτερης αμερικανικής τράπεζας καταθέσεων Washington Μutual ενέτεινε την ανησυχία για το εύρος της χρηματοπιστωτικής κρίσης
▅ «Το σχέδιο δεν προστατεύει τους φορολογουμένους και θυσιάζει τη Μain Street (τους πολίτες) για χάρη της Wall Street» δήλωσε ο Τζον Μακ Κέιν
▅ Το σχέδιο Μπους προβλέπει πιστώσεις 700 δισ. δολαρίων για την εξαγορά των «τοξικών» χρεών, ώστε να εκκαθαριστούν οι τραπεζικοί ισολογισμοί
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ Τ ο σχέδιο της κυβέρνησης Μπους για τη διάσωση της Wall Street γνώρισε μια απρόσμενη περιπλοκή, με την άρνηση της τελευταίας στιγμής του κόμματος του προέδρου να εγκρίνει το σχέδιο στη συζήτηση του Κογκρέσου. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν και χθες, υπό το βάρος μάλιστα νέων «κανονιών».

Η χθεσινή χρεοκοπία της μεγαλύτερης αμερικανικής τράπεζας καταθέσεων Washington Μutual και η κατεπείγουσα εξαγορά της από την JΡ Μorgan για μόλις 1,9 δισ. δολάρια, καθώς και η νέα ένεση ρευστότητας από κοινού από όλες τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, ενέτειναν την ανησυχία για τη χρηματοπιστωτική κρίση και έδειξαν την επείγουσα ανάγκη κατάρτισης ενός σχεδίου παρέμβασης από το αμερικανικό κράτος.

Παρ΄ όλη την κοινή συνείδηση του τελευταίου από σύσσωμη την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ, καθώς και τη « θεμελιακή συμφωνία » σε μια σειρά από αρχές στις οποίες είχε καταλήξει η διαβούλευση της Δημοκρατικής πτέρυγας της Βουλής των Αντιπροσώπων με τους εμπνευστές της κυβέρνησης Μπους, τον υπουργό Οικονομίας Χένρι Πόλσον και τον επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι, οι Ρεπουμπλικανοί επανέφεραν μια αντιπρόταση που «τίναξε τα πάντα στον αέρα».

«Βρεθήκαμε ξανά εκεί που βρισκόμασταν την πρώτη ημέρα» είπε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μπομπ Κόρκερ.

Οπως είναι γνωστό, το σχέδιο Μπους προβλέπει την έγκριση από τη Βουλή πίστωσης 700 δισ. δολαρίων για να αγοράσει τα «τοξικά» χρέη, εκκαθαρίζοντας έτσι τους τραπεζικούς ισολογισμούς και επαναφέροντας την ισορροπία. Οι Δημοκρατικοί βουλευτές διαπραγματεύτηκαν τους όρους με τους οποίους θα ενέκριναν τις πιστώσεις αυτές. Και αν δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες, είναι γνωστές οι διαθέσεις τους: – Η κίνηση αυτή να μην είναι εφάπαξ «λευκή επιταγή» στον υπουργό Οικονομίας, να συνδεθεί με συμμετοχή στο τραπεζικό κεφάλαιο, να επεκταθεί σε περιορισμούς των αμοιβών των τραπεζικών και σε διαφάνεια στα λογιστικά, όπως επίσης να προβλέπονται διευθετήσεις όχι μόνο για τις τράπεζες αλλά και για τα νοικοκυριά που χάνουν τα σπίτια τους.

Στην τωρινή εμπλοκή των διαπραγματεύσεων, οι Ρεπουμπλικανοί αντεπιτέθηκαν διαπιστώνοντας «σοβαρά προβλήματα» στο σχέδιο Πόλσον, όπως δήλωσε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Ρίτσαρντ Σέλμπι: «Ακόμα και αν το σχέδιο Πόλσον λειτουργούσε τέλεια- κάτι για το οποίο αμφιβάλλουν πολλοί και μεταξύ τους και 200 οικονομολόγοιδεν θα τόνωνε τις πιστώσεις,δεν θα βοηθούσε τους ιδιοκτήτες ακινήτων και δεν θα συνέβαλλε στην ανάκαμψη της οικονομίας» δήλωσε. Και ο ίδιος ο Μακ Κέιν εκτίμησε ότι «το σχέδιο που μας προτάθηκε από την κυβέρνηση δεν διαθέτει την εμπιστοσύνη των Αμερικανών.Δεν προστατεύει τους φορολογουμένους και θυσιάζει τη Μain Street (σσ. εννοώντας τους απλούς ανθρώπους) για χάρη της Wall Street». Στην πραγματικότητα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μόνο το ένα τρίτο των Αμερικανών στηρίζει το σχέδιο Μπους, αν και ενάντιά του τοποθετείται επίσης μόνο το ένα τρίτο.

Το ζήτημα όμως είναι και για ιδιοτελείς λόγους σημαντικό, 40 ημέρες μόνο πριν από τις εκλογές από τις οποίες δεν θα αναδειχθεί μόνο ένας πρόεδρος αλλά και η νέα Βουλή. Αν ως τώρα οι Δημοκρατικοί φάνταζαν σαν αυτοί που ενδιαφέρονται για τον απλό κόσμο, απέναντι σε μια κυβέρνηση που θα ενδιαφερόταν μόνο για τη διάσωση της Wall Street, οι Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι δεν δίστασαν να τορπιλίσουν (έστω προσωρινά) τη συμφωνία Μπους- Δημοκρατικών για να αναδείξουν τις δικές τους κοινωνικές ευαισθησίες.

Οπως το εξήγησε ο Ρεπουμπλικανός σύμβουλος Αλεξ Καστελάνος: «Με βάση την πολιτική τους παράδοση , είναι πιο εύκολο για τους Δημοκρατικούς να δαπανήσουν 700 δισ. δολάρια από τα χρήματα των φορολογουμένων». Και για αυτό αντιπρότειναν ένα σχέδιο που να μη μεταφραστεί σε αύξηση της κρατικής ιδιοκτησίας, αλλά να γίνει με τη μορφή δημόσιας ασφάλισης των τραπεζών, οι οποίες θα δέχονταν να κρατήσουν τους «τοξικούς» τίτλους έως ότου να περάσει η κρίση. Στο σχέδιό τους μάλιστα προσέθεσαν αιτήματα για φορολογικές μειώσεις, ακόμα και για χαλάρωση των ρυθμίσεων.

Οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να υιοθετήσουν μόνοι τους ένα σχέδιο της κυβέρνησης Μπους (ακόμη κι αν θα περιλαμβάνει και τις δικές τους διορθώσεις), κατάλαβαν καλύτερα περί τίνος πρόκειται. « Μου φαίνεται ότι αυτό που έγινε» (με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων) «είναι ένα σχέδιο σωτηρίας του Τζον Μακ Κέιν» δήλωσε στο CΝΝ ο επικεφαλής της επιτροπής τραπεζικών υποθέσεων του Κογκρέσου Κρίστοφερ Ντοντ. Αργότερα, μαζί με τον επικεφαλής της επιτροπής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών Μπάρνεϊ Φρανκ προειδοποίησαν τους Ρεπουμπλικανούς να συμμετάσχουν στην υιοθέτηση του σχεδίου: «Ο πρόεδρος και το κόμμα του πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν ή όχι» να συμμετάσχουν στο σχέδιο. Ο Λευκός Οίκος επίσης εξέδωσε μια ανακοίνωση για να θυμίσει ότι ο πρόεδρος «στηρίζει την ουσία του σχεδίου Πόλσον».

«Οχι» από 150 οικονομολόγους

Εντονος προβληματισμός επικρατεί και στην επιστημονική κοινότητα στις ΗΠΑ για το σχέδιο σωτηρίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο προωθεί η κυβέρνηση Μπους. Προχθές το βράδυ 150 οικονομολόγοι, ανάμεσά τους και τρεις κάτοχοι Νομπέλ Οικονομίας, εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο σχέδιο Πόλσον για τη συγκέντρωση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών που πτώχευσαν και των στοιχείων ενεργητικού – των «τοξικών» προϊόντων- άλλων τραπεζών που βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Οπως εκτιμούν, τα μέτρα αυτά εφόσον υιοθετηθούν θα έχουν προσωρινή και μόνο επίδραση στις αγορές και αμφίβολα αποτελέσματα. Μάλιστα, προβλέπουν ότι το σχέδιο σωτηρίας θα δημιουργήσει μεσο-μακροπρόθεσμα δομικό πρόβλημα στην αμερικανική οικονομία, η οποία στηρίζεται στους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Αλλά και στην Ευρώπη επικρατεί προβληματισμός για κάθε άνωθεν ρύθμιση των αγορών, πολιτική την οποία αποστρέφονται οι υγιείς επενδυτές.