Το χρονικό της παράδοσης στη Μονή Βατοπαιδίου της περιουσίας του Δημοσίου προκύπτει ανάγλυφα από την παραγγελία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδά προς το Εφετείο Αθηνών, όπου περιγράφονται κατά χρονολογική σειρά όλες οι πράξεις της Διοίκησης, οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο στη σύναψη συμβολαίων για τις κτηματικές ανταλλαγές και ακολούθως τις αγοραπωλησίες στις οποίες προχώρησε το λεγόμενο μοναστήρι των… επωνύμων. 1930
Η ιστορία ξεκινά πριν από 78 ολόκληρα χρόνια. Η σύμβαση που συνήφθη στις 4 Μαΐου 1930 μεταξύ του Δημοσίου και της μονής δεν είναι υπέρ της τελευταίας. Το μοναστήρι αποδέχεται ότι δεν έχει καμία κυριότητα επί της λίμνης Βιστωνίδας. Του παραχωρείται μόνο η εκμετάλλευση. Εκτοτε άλλαξαν πολλά εκτός, αλλά και εντός της μονής, με αποτέλεσμα οι παλαιές διεκδικήσεις να αναγεννηθούν και συν τω χρόνω να δημιουργηθεί το πρόσφορο έδαφος για την ικανοποίησή τους.

1998
Με την 26/1998 γνωμοδότησή του το Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων δέχεται για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί της νησίδας Μπουρού στη λίμνη Βιστωνίδα, εκτός του αιγιαλού. Με απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών της 5ης Φεβρουαρίου 1999 η γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων γίνεται δεκτή.

2000
Η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους συνεχίζει να ανθίσταται στις διεκδικήσεις. Με την υπ΄ αριθμόν 111/2002 απόφασή της κρίνει ότι «η λίμνη Βιστωνίδα είναι κοινόχρηστο πράγμα,δεν έχει επ΄ αυτής δικαίωμα κυριότητας η Μονή Βατοπαιδίου και έχει παραχωρηθεί μόνο για εκμετάλλευση αυτής και του ιχθυοτροφείου». 2002
Δεύτερη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, η υπ΄ αριθμόν 17/2002, κρίνει ότι το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί των παραλίμνιων εκτάσεων 25.000 στρεμμάτων των νησίδων Αγίου Νικολάου και Παναγίας Παντανάσσης στη λίμνη Μπουρού, οι οποίες «ανήκουν εξ ολοκλήρου στη Μονή Βατοπαιδίου». Η γνωμοδότηση γίνεται δεκτή με την από 5.8.2002 απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών.

2003
Νέα απόφαση (4.6.2003) του υφυπουργού Οικονομικών κάνει δεκτή μία ακόμη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, το οποίο επεκτείνει και άλλο τις γαίες της Μονής Βατοπαιδίου. Πρόκειται για την 46/2002, η οποία αποφαίνεται ότι το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί της λίμνης Βιστωνίδας και στις όχθες της, οι οποίες «ανήκουν εξ ολοκλήρου στη Μονή Βατοπαιδίου».

2004
Νέα γνωμοδότηση (26/2004) του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, η οποία εκδόθηκε κατόπιν εντολής (30.10.2003) του υφυπουργού Οικονομίας. Η εντολή δόθηκε έπειτα από σχετική ένσταση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης. Το ΣΔΚ έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος να επανεξεταστούν οι προηγούμενες τρεις γνωμοδοτήσεις του. Η γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτή με την από 7.6.2004 απόφαση του υφυπουργού Οικονομίας.

2005
Γνωμοδότηση υπ΄ αριθμόν 15/2005 του Δ΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δέχεται ότι ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης «νομίμως δύναται να αναθέσει στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίουτην ανταλλαγή» εκτάσεων της παραλίμνιας περιοχής με άλλες εκτός των Νομών Ξάνθης και Ροδόπης. Βάσει αυτής, με την από 26.7.2006 απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης κ. Ευ.Μπασιάκου και υφυπουργού Οικονομίας κ. Π.Δούκα γίνεται η ανταλλαγή της λίμνης Βιστωνίδας και των παραλίμνιων εκτάσεών της, οι οποίες έχουν πλέον αναγνωριστεί ως κτήματα της μονής, με ακίνητα του Δημοσίου εκτός των Νομών Ξάνθης και Ροδόπης.

Εκτοτε παραδίδονται στη Μονή Βατοπαιδίου ένα ακίνητο στο Ολυμπιακό Χωριό, το οποίο εν συνεχεία πουλήθηκε σε ιδιώτες αντί 40 εκατ. ευρώ, εκτάσεις στην Ουρανούπολη, στο Ωραιόκαστρο, στο Λαύριο, στο Γραμματικό και Κύριος οίδε πού αλλού. Η δικαστική έρευνα θα πρέπει τώρα να διακριβώσει αν υπήρξε κακουργηματική απάτη εις βάρος του Δημοσίου, και συγκεκριμένα να διερευνηθούν οι ευθύνες των μελών του Δ΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και εκείνες του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, με τις γνωμοδοτήσεις των οποίων η περιουσία της Μονής Βατοπαιδίου αυξήθηκε από περίπου 400 σε 27.000 στρέμματα, καθώς και των ορκωτών εκτιμητών, εξαιτίας της υπερκοστολόγησης των εκτάσεων της μονής και της υποτίμησης των δημόσιων εκτάσεων με τις οποίες αντάλλαξε την υποτιθέμενη κτηματική περιουσία της.