Το Ταταριστάν απέχει πολύ από τη Νότια Οσετία. Ενώ η Νότια Οσετία είναι μια φτωχή συνοριακή περιοχή κατεστραμμένη από τον πόλεμο, το Ταταριστάν είναι μια οικονομική δύναμη στην καρδιά της Ρωσίας, η οποία υπερηφανεύεται για τα αποθέματα πετρελαίου και την πολιτική της σταθερότητα που προσελκύει επενδυτές. Ωστόσο, οι δύο περιοχές έχουν κάτι κοινό: Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης αμφότερες «γέννησαν» αυτονομιστικά κινήματα. Και όταν ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, οι ακτιβιστές στο Καζάν, την πρωτεύουσα του Ταταριστάν, άρπαξαν την ευκαιρία.
Η ένωση εθνικιστικών οργανώσεων «Αll- Τatar Civic Center» εξέδωσε μια ανακοίνωση η οποία ανέφερε ότι «για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία η Ρωσία αναγνώρισε την κρατική ανεξαρτησία πολιτών της» και εξέφρασε την επιθυμία να γίνει το ίδιο και με το Ταταριστάν. Το αίτημά τους είναι δύσκολο να γίνει πραγματικότητα και οι ίδιοι το γνωρίζουν: Ενα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα του Βλαντίμιρ Πούτιν ως προκατόχου του Μεντβέντεφ ήταν ότι κατέπνιξε τα αυτονομιστικά κινήματα. Αλλά η απόφαση της Μόσχας να αναγνωρίσει τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία κατέστησε την επιδίωξη του Ταταριστάν, όπως το έθεσε ο Ρασίτ Ακμετόφ, λιγότερο « μάταιη ». «Η Ρωσία έχασε το ηθικό δικαίωμα να μη μας αναγνωρίσει» είπε ο Ακμετόφ, αρχισυντάκτης της «Ζvezda Ρovolzhya», μιας αντιπολιτευόμενης εφημερίδας στο Καζάν.
Η απόφαση του Μεντβέντεφ να αναγνωρίσει επίσημα τις δύο αποσχισθείσες περιοχές στη Γεωργίακάτι το οποίο ήταν αντικείμενο συζήτησης εδώ και καιρό στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής της Μόσχας – έχει σημαντικές συνέπειες. Πολλοί διαπίστωσαν μια απομάκρυνση από την πάγια θέση της Ρωσίας υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας, γεγονός που προσφέρει τη δυνατότητα σε εθνοτικές ομάδες μέσα στα σύνορά της να απαιτήσουν την αυτονομία ή την ανεξαρτησία τους. «Μακροπρόθεσμα μπορεί να υπέγραψαν τη θανατική τους καταδίκη» σημείωσε ο Λόρενς Σκοτ Σιτς, διευθυντής του προγράμματος για τον Καύκασο στην Ομάδα Διεθνών Κρίσεων, ενός ανεξάρτητου οργανισμού για τη πρόληψη και την επίλυση των διεθνών συγκρούσεων. «Είναι κάτι αόριστο τώρα, αλλά σε 20 χρόνια από σήμερα δεν θα είναι». Η στάση της Μόσχας είναι ότι η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία ήταν εξαιρετικές περιπτώσεις και οι αποφάσεις ελήφθησαν στη βάση της προστασίας των πολιτών τους. «Πράγματι έχουμε κάποια αυτονομιστικά κινήματα,κάποια εξτρεμιστικά στοιχεία,κυρίως στον Βόρειο Καύκασο, αλλά είναι ασήμαντες,διασπασμένες και πολύ μικρές ομάδες» είπε ο Ντμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπος του πρωθυπουργού Πούτιν. Η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία ανήκουν σε «εντελώς διαφορετική κατηγορία» είπε.
Η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική προτού αναλάβει καθήκοντα ο Πούτιν. Τη δεκαετία του 1990 ο πρόεδρος Μπορίς Γέλτσιν προέτρεψε τους περιφερειακούς ηγέτες να αρπάξουν «όση περισσότερη κυριαρχία» μπορούσαν. Βιώσιμα αυτονομιστικά κινήματα πλέον ήλεγχαν πλούσιες περιοχές της Ρωσίας: το Ταταριστάν, την Μπασκιρία ή τη βόρεια επαρχία του Κόμι. Το ίδιο, ωστόσο, δεν συνέβη στην Τσετσενία, μια πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή του Βόρειου Καυκάσου. Οταν το 1994 η Τσετσενία διακήρυξε την ανεξαρτησία της, η Ρωσία αντέδρασε στέλνοντας στρατεύματα: δύο χρόνια μαχών άφησαν πίσω τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Το 1999 ο Πούτιν, από το αξίωμα του πρωθυπουργού, έγινε μάρτυρας ενός δεύτερου πολέμου ο οποίος ουσιαστικά αφάνισε τους τσετσένους αυτονομιστές. Το μήνυμα της Μόσχας- μιας πιο πλούσιας και ισχυρής Μόσχαςήταν ξεκάθαρο.
«Η Ρωσία έχει δείξει το απάνθρωπο τίμημα που είναι διατεθειμένη να πληρώσει για να διατηρήσει την εδαφική της ακεραιότητα» τόνισε ο πολιτικός επιστήμονας Σεργκέι Καραγκάνοφ. «Ο πόλεμος στην Τσετσενία δεν ήταν μόνο εναντίον των τσετσένων αυτονομιστών,αλλά εναντίον όλων αυτών των κινημάτων» . Η εδαφική ακεραιότητα έγινε το «σλόγκαν» της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, κυρίως όταν οι δυτικές κυβερνήσεις, παραβλέποντας τη Μόσχα, αναγνώρισαν το Κοσσυφοπέδιο. Ακόμη και η παραμικρή υπόνοια ανεξαρτητοποίησης πανικόβαλε τη ρωσική κυβέρνηση. Ωστόσο, οι αποσχιστικές τάσεις είχαν εκλείψει από τη Ρωσία σε σημαντικό βαθμό. Ο Πούτιν είχε ενισχύσει την εκτελεστική του εξουσία, περιόρισε τις αρμοδιότητες και κατήργησε την άμεση εκλογή των τοπικών κυβερνητών. Ο Ακμετόφ είδε την πιθανότητα ανεξαρτητοποίησης να μειώνεται δραματικά. «Καταλάβαμε ότι ο πρόεδρός μας μπορούσε να απομακρυνθεί οποιαδήποτε στιγμή, μέσα σε διάστημα 24 ωρών» είπε.
Ωστόσο, πρόσθεσε ότι η απόφαση του Μεντβέντεφ να αναγνωρίσει τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία «δημιούργησε προηγούμενο,ένα είδος κατευθυντήριας γραμμής» για την κατάκτηση της ανεξαρτησίας- και έτσι έφερε τον στόχο πιο κοντά κατά δέκα χρόνια. Η Φαουζίγια Μπαϊράμοβα, πρόεδρος του ριζοσπαστικού ταταρικού κινήματος «Ιttifaq», κυκλοφόρησε ένα αίτημα στη διεθνή κοινότητα: «Το πλούσιο σε πετρέλαιο Ταταριστάν δεν επιθυμεί πια να εξουσιοδοτεί τη Ρωσία. Αναγνωρίστε την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας του Ταταριστάν!». Παράλληλα, η γειτονική Δημοκρατία του Μπασκορτοστάν, πλούσια σε φυσικό αέριο, κατηγόρησε τη Μόσχα για εφαρμογή δύο μέτρων και δύο σταθμών: παρ΄ όλο που αναγνώρισε την ανεξαρτησία των δύο περιοχών της Γεωργίας, αρνείται να αναγνωρίσει την Μπασκίρ ως την επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας. «Εχει έλθει η ώρα να ρωτήσουμε κάθε ομοσπονδιακό αξιωματούχο:“Τί ακριβώς κάνετε για τον λαό του Μπασκορτοστάν;”» έγραψε στον δικτυακό της τόπο η εθνικιστική οργάνωση «ΚukΒure».
Ξυπνούν στη Ρωσία τα αυτονομιστικά κινήματα
Το Ταταριστάν απέχει πολύ από τη Νότια Οσετία. Ενώ η Νότια Οσετία είναι μια φτωχή συνοριακή περιοχή κατεστραμμένη από τον πόλεμο, το Ταταριστάν είναι μια οικονομική δύναμη στην καρδιά της Ρωσίας, η οποία υπερηφανεύεται για τα αποθέματα πετρελαίου και την πολιτική της σταθερότητα που προσελκύει επενδυτές. Ωστόσο, οι δύο περιοχές έχουν κάτι κοινό: Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης αμφότερες «γέννησαν» αυτονομιστικά κινήματα. Και όταν ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, οι ακτιβιστές στο Καζάν, την πρωτεύουσα του Ταταριστάν, άρπαξαν την ευκαιρία.
Το Ταταριστάν απέχει πολύ από τη Νότια Οσετία. Ενώ η Νότια Οσετία είναι μια φτωχή συνοριακή περιοχή κατεστραμμένη από τον πόλεμο, το Ταταριστάν είναι μια οικονομική δύναμη στην καρδιά της Ρωσίας, η οποία υπερηφανεύεται για τα αποθέματα πετρελαίου και την πολιτική της σταθερότητα που προσελκύει επενδυτές. Ωστόσο, οι δύο περιοχές έχουν κάτι κοινό: Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης αμφότερες «γέννησαν» αυτονομιστικά κινήματα. Και όταν ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, οι ακτιβιστές στο Καζάν, την πρωτεύουσα του Ταταριστάν, άρπαξαν την ευκαιρία.
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.