Είναι η ανοχή που οδηγεί στη σιγή. Και είναι η σιγή που φουντώνει τη διαφθορά

Είναι βέβαιο και ο απλός πολίτης γνωρίζει ότι στη χώρα μας υπάρχει μια αναντιστοιχία της πορείας της φορολογικής βάσης των εκάστοτε φορολογουμένων και των δημοσίων εσόδων.

Εδώ και πολλά χρόνια έχει παρατηρηθεί ότι ενώ η φορολογική βάση μεγάλης πλειοψηφίας νοικοκυριών αυξήθηκε και συνεχίζει να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, τα δημόσια έσοδα κάθε άλλο παρά παρακολουθούν την πορεία αυτή. Η αύξηση αυτή του πλούτου της συγκεκριμένης πλειοψηφίας φορολογουμένων, πέραν της συνήθους αύξησης του εθνικού εισοδήματος, έχει τη δική της ιστορία και οφείλεται:

1. Στην υπεραξία που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια «του παράγοντα γη». Για παράδειγμα, στους Αμπελοκήπους, όπου διέμενα για πολλά χρόνια ως φοιτητής, αλλά και αργότερα, η αντιπαροχή για ανέγερση πολυκατοικίας την εποχή εκείνη είχε φθάσει στο 38% και σε μερικές περιοχές (προς το τέλος της Βασιλίσσης Σοφίας- αρχή Κηφισιάς) ως και το 42%. Ετσι, μικροαστοί με μια μονοκατοικία (ή και λίγη αυλή) απέκτησαν ξαφνικά μεγάλη περιουσία για τα τότε δεδομένα, αλλά και τα σημερινά.

Σε άλλες περιπτώσεις όπως, π.χ., στην Πεντέλη ή στα Μελίσσια κτλ.,

τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Εκεί διέμενε κατά κύριο λόγο φτωχολογιά. Κυρίως μαστόρια πάσης φύσεως (σοβατζήδες, κτίστες, πλακάδες, ξυλουργοί κ.ά.), προερχόμενοι κυρίως από τα νησιά (εξ ου και οι περισσότερες ονομασίες των οδών). Οι νέοι κάτοικοι κατέλαβαν αμφισβητούμενα οικόπεδα, χώρους κοντά στα ρέματα, τις αλάνες κτλ. Ολα αυτά προϊόντος του χρόνου και πάντοτε με την ανοχή ή και τη βοήθεια των τοπικών αρχών καταπατήθηκαν, στη συνέχεια νομιμοποιήθηκαν και κτίστηκαν εκεί με αντιπαροχή πολυτελείς πολυκατοικίες. Ετσι, μια νέα γενεά ανθρώπων απέκτησε και αυτή με τη σειρά της αναπάντεχα τη δική της αξιόλογη περιουσία.

Εξάλλου, τα παραθαλάσσια ακίνητα και οικόπεδα απέκτησαν κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες μια χωρίς προηγούμενο υπεραξία, γεγονός που είχε και έχει ως συνέπεια κάποιοι να πλουτίσουν και εξακολουθούν να πλουτίζουν χωρίς καμιά προσπάθεια, απλώς κοιμώμενοι. Αυτό το γνωρίζουν όλοι οι Ελληνες, πλην Λακεδαιμονίων που δεν ήθελαν ποτέ να μάθουν.

2. Στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει κάθε συναλλαγή με το Δημόσιο. Είναι κοινό μυστικό ότι πλούτισαν ή κατά τη λαϊκή ρήση «τα οικονόμησαν γερά» χωρίς μεγάλες προσπάθειες η πλειοψηφία εκείνων που συναλλάχθηκαν με το Δημόσιο, με τη στενή ή την ευρεία έννοια, είτε ως προμηθευτές είτε ως εργολάβοι είτε ως μεσάζοντες πάσης φύσεως.

3. Στις δυνατότητες που παρέχει η διαχείριση των κοινοτικών πόρων κέρδισαν κάνοντας περιουσίες εκείνοι οι οποίοι ως μεσάζοντες ή με άλλες ιδιότητες διαχειρίστηκαν κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

4. Στη χαλαρότητα του ελεγκτικού μηχανισμού αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας της Διοίκησης, η οποία επέτρεψε σε κάποιους οι οποίοι κατείχαν και κατέχουν κομβικά πόστα να πλουτίζουν αναλώμασι του Δημοσίου.

Ολα τα ανωτέρω που ενδεικτικά αναφέρονται είναι γνωστά σε όλους. Είναι γνωστό γιατί έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται. Εγιναν διότι η Διοίκηση ήταν και παραμένει κομματικοποιημένη, προβληματική και διεφθαρμένη. Είναι ανίκανη να δώσει λύσεις εκεί όπου επιβάλλεται και που είναι δική της αρμοδιότητα, δικό της καθήκον. Θλίβεται κανένας να τα γράφει αυτά, δυστυχώς όμως είναι αληθή. Διότι το κράτος ασθενεί βαρέως και οι θεσμοί δεν λειτουργούν. Διότι η διαφθορά έχει εμποτίσει όλα τα κοινωνικά στρώματα λίγο ή πολύ. Διότι όλοι μας βλέπουμε και ανεχόμαστε κάθε παράνομη πράξη στον επαγγελματικό και κοινωνικό μας περίγυρο. Και είναι η ανοχή που οδηγεί στη σιγή. Και είναι η σιγή που φουντώνει τη διαφθορά.

Ολοι οι αναφερόμενοι πιο πάνω, οι οποίοι κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο απέκτησαν μεγάλη περιουσία εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία, ανήκουν στον μεσαίο χώρο, στη μεσαία τάξη όπως λέγεται. Η τάξη αυτή θα πρέπει να κληθεί να πληρώσει αυτά που όφειλε να πληρώσει όταν αυξάνονταν η περιουσία και τα εισοδήματά της. Σήμερα το κράτος διέρχεται μια δημοσιονομική κρίση που είναι βαθύτερη από αυτή που εμφανίζεται. Η κρίση αυτή έχει μπει στα σπλάχνα της οικονομίας και τείνει να γίνει ανίατος νόσος, αθεράπευτος, αν δεν παρθούν γρήγορα μόνιμα καλά σχεδιασμένα και μελετημένα μέτρα.

Και είναι πράγματι σήμερα λυπηρό γιατί μπροστά σε μια τέτοια κρίση, η οποία ήταν άλλωστε γνωστή και ορατή εδώ και πολύ καιρό, παίρνονται τόσο πρόχειρα μέτρα χωρίς να έχουν ενταχθεί σε ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα που να μπορεί να βγάλει τη χώρα σιγά σιγά από τα αδιέξοδα μπροστά στα οποία βρισκόμαστε σήμερα.

Ο κ. Δ. Δρίτσας είναι επίτιμος γεν. δ/ντής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και τέως ειδικός γραμματέας Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού.