Με το παρόν προβληματικότερο του αναμενομένου και με το μέλλον άδηλο, ο επίτροπος κ. Χοακίν Αλμούνια παρουσιάζοντας χθες τις εκτιμήσεις των Βρυξελλών για την κατάσταση των ευρωπαϊκών οικονομιών κάλεσε τα κράτη-μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών τους. Τόνισε δε ότι τα κράτη τα οποία απέτυχαν να εξυγιάνουν επαρκώς τα οικονομικά τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών όπου η διεθνής οικονομική συγκυρία ήταν ευνοϊκή υποχρεούνται να λάβουν τώρα, και υπό συνθήκες σαφώς προβληματικότερες, τα αναγκαία μέτρα. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τέσσερα χρόνια μετά την περιβόητη «απογραφή» οι ελληνικές υπηρεσίες δεν έχουν ακόμη καταφέρει να πείσουν τις κοινοτικές ως προς την αξιοπιστία των στοιχείων που παρέχουν και γι΄ αυτό τα ελληνικά στοιχεία «εγκρίνονται» παγίως με την υποσημείωση ότι ενδεχομένως θα αλλάξουν. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, τον Οκτώβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να επαναξιολογήσει τα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία και να αποφανθεί ότι κακώς το 2007 δεν είχε τεθεί η Ελλάδα υπό το καθεστώς της δημοσιονομικής επιτήρησης που προβλέπεται για τις χώρες με υπερβολικό έλλειμμα, ήτοι με έλλειμμα μεγαλύτερο από το 3% του ΑΕΠ.

Σε γενικές γραμμές, ο ισπανός επίτροπος εμφανίστηκε χθες ενώπιον των εκπροσώπων του διεθνούς Τύπου με εμφανή διάθεση να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, έστω και με διαφορετική ένταση ανά χώρα. Παραδέχθηκε σαφώς ότι οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης θα είναι για την ευρωπαϊκή οικονομία αρκετά σημαντικότερες από εκείνες που οι κοινοτικές υπηρεσίες είχαν υπολογίσει προ εξαμήνου, κυρίως δε σε ό,τι αφορά τα μέτωπα της οικονομικής ανάπτυξης και του πληθωρισμού.

Η μεν ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας φαίνεται πως θα είναι για το 2008 στο 1,4% (αντί 2% που η ΕΕ εκτιμούσε προ εξαμήνου), ο δε πληθωρισμός στο 3,8% (αντί 3,6% προ εξαμήνου). Ηδη πολλά κράτη-μέλη «φλερτάρουν», κατά την επιτροπή, με τη λεγόμενη «τεχνική ύφεση», δηλαδή με την επιβράδυνση της ανάπτυξης σε δύο συνεχόμενα τρίμηνα (βλ.,

Γερμανία, Βρετανία), ενώ άλλες χώρες (βλ., Γαλλία, Ιταλία) εξακολουθούν να φλερτάρουν και με τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Η πλήρης εικόνα θα διαμορφωθεί πάντως στην αρχή του Οκτωβρίου, οπότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιοποιήσει επισήμως τα οριστικά στοιχεία για τις οικονομίες των 27 κρατών-μελών της ΕΕ και όχι τα προσωρινά για τις οικονομίες των επτά μεγαλυτέρων κρατών, επί των οποίων βασίστηκε χθες. Επί της ουσίας ωστόσο τα πράγματα είναι μάλλον καθαρά. Μακροπρόθεσμα- παρά τις συγκυριακές διακυμάνσεις- οι τιμές των πρώτων υλών και κυρίως του πετρελαίου θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά. Αυτό σημαίνει ότι η αναθέρμανση των πληθωριστικών πιέσεων θα βρίσκεται επί μακρόν στην ημερήσια διάταξη και ότι η ανάσχεσή τους μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών που θα τονώσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στις οικονομίες των κρατών-μελών της ΕΕ. Μια εμπιστοσύνη η οποία, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ισπανός επίτροπος, «χάνεται γρήγορα και ανακτάται αργά».

Ερωτηθείς για περιπτώσεις όπως της Γαλλίας και της Ελλάδας, που θεωρούνται προβληματικές από δημοσιονομικής απόψεως, ο επίτροπος κ. Αλμούνια δεν θέλησε να εξειδικεύσει το τι πρέπει ακριβώς να κάνουν. Φρόντισε ωστόσο να σημειώσει ότι ενώ κατά τα προηγούμενα χρόνια συνιστούσε επισταμένως την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι κατά τη διάρκεια μιας θετικής οικονομικής συγκυρίας αυτή είναι ευκολότερη, τώρα που η οικονομική συγκυρία είναι αρνητική θεωρεί την προώθηση αυτών των αλλαγών εντελώς επιβεβλημένη, έστω και αν είναι δυσκολότερη.

Αντιθέτως, συνέχισε, χώρες όπως η Γερμανία που κατά τα προηγούμενα χρόνια έλαβαν δραστικά μέτρα προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης- αρχής γενομένης από το Ασφαλιστικό- πέτυχαν αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους και βελτίωσαν το εξωτερικό ισοζύγιό τους, έχουν τη δυνατότητα σήμερα να εφαρμόσουν

«Υπο αναδρομική επιτήρηση» η οικονομία – Ερχεται στην Αθήνα κλιμάκιο της Εurostat για νέο έλεγχο

ελαστικότερες δημοσιονομικές πολιτικές προς όφελος της κατανάλωσης και εν τέλει της οικονομικής τους ανάπτυξης.

Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά στοιχεία για την Ελλάδα, ο ισπανός επίτροπος το μόνο που είπε ήταν «αναμείνατε ως τον Οκτώβριο».

Οπως είναι γνωστό, τον Οκτώβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει, μεταξύ άλλων εκ της κοινοτικής νομοθεσίας, να δημοσιοποιήσει επισήμως πόσο ακριβώς ήταν το δημοσιονομικό έλλειμμα της κάθε χώρας κατά το παρελθόν έτος, δηλαδή το 2007 εν προκειμένω.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, τέσσερα χρόνια μετά την «απογραφή», οι ελληνικές υπηρεσίες δεν έχουν ακόμη καταφέρει να πείσουν τις κοινοτικές ως προς την αξιοπιστία των στοιχείων. Μάλιστα, πολυμελές κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Εurostat) έρχεται στην Αθήνα προκειμένου από τη Δευτέρα να ξεκινήσει νέο έλεγχο των δημοσιονομικών στοιχείων.

Τον Οκτώβριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να επαναξιολογήσει τα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία και να αποφανθεί ότι κακώς το 2007 δεν είχε τεθεί η Ελλάδα υπό το καθεστώς της δημοσιονομικής επιτήρησης που προβλέπεται για τις χώρες με υπερβολικό έλλειμμα, ήτοι με έλλειμμα μεγαλύτερο από το 3% του ΑΕΠ. Αιτία του δημοσιονομικού εκτροχιασμού ήταν οι πρόσθετες εισφορές τις οποίες υποχρεώθηκε να καταβάλει αναδρομικά η Ελλάδα το 2007 στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Εισφορές οι οποίες προέκυψαν μετά την απόφαση της Ελλάδας να προχωρήσει στην αναστάθμιση του εθνικού της πλούτου, την οποία ως γνωστόν εν μέρει ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά ορισμένες πληροφορίες, το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε πέρυσι στο επίπεδο του 3,5% του ΑΕΠ.

Επιδίωξη του υπουργείου Οικονομίας, μετά την αποτυχία των προσπαθειών του να αποφύγει την έστω και αναδρομική υποβάθμιση της χώρας σε δημοσιονομικώς προβληματική, είναι να πείσει τις Βρυξέλλες να ανακοινώσουν πως η υποβάθμιση αυτή είναι πρόσκαιρη και ότι εν πολλοίς οφείλεται στο ότι οι Ελληνες ήταν τα τελευταία χρόνια πλουσιότεροι, αλλά δεν το ομολογούσαν. Τώρα όμως όχι μόνο το ομολογούν, αλλά και το πληρώνουν σε φόρους, υποστηρίζει το υπουργείο που προς τον σκοπό αυτό έχει ήδη ενημερώσει τις κοινοτικές υπηρεσίες για τα τελευταία φορολογικά μέτρα τα οποία υιοθέτησε.