« Κοιτάζω ψηλά,κοιτάζω χαμηλά » λέει ο Σκότι που έχει ανεβεί πάνω σε ένα σκαμνί, προσπαθώντας κωμικοτραγικά να λυτρωθεί από την υψοφοβία. Το αίσθημα της ανασφάλειας σε κατατρύχει πάντα, όσες φορές και αν έχεις δει τον «Δεσμώτη του ιλίγγου». Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ αρνείται να μας καθησυχάσει. Γνωρίζει ότι ο κόσμος είναι μια χαώδης καταπακτή, με άπειρες πιθανότητες και λύσεις, αδιέξοδα και ιλίγγους. Και με τον «Δεσμώτη του ιλίγγου» θα μορφοποιήσει αυτό το αβυσσαλέο αίνιγμα της ύπαρξης. Θα αποδείξει ότι ο κινηματογράφος μπορεί να γίνει το ισοδύναμο του ονείρου.

Το 1958, στην πρώτη προβολή της ταινίας, οι θεατές βγήκαν από τις αίθουσες σαστισμένοι. Οι κριτικοί μουδιασμένοι. Πολλοί από αυτούς άργησαν να συλλάβουν όλα τα επίπεδα της ταινίας. Πενήντα χρόνια αργότερα, όμως, ο χρόνος έχει δικαιώσει την ανυπέρβλητη δύναμη που εκλύει. Δεν είναι τυχαίο ότι, πλέον, σε ορισμένες διεθνείς ψηφοφορίες για τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» αντικαθιστά τον «Πολίτη Κέιν» στην πρώτη θέση. Η ψηφοφορία του Αmerican Film Ιnstitute για το 2008 την κατέταξε στη θέση της καλύτερης ταινίας μυστηρίου όλων των εποχών.

Ο ντετέκτιβ Τζον Φέργκιουσον ή Σκότι (Τζέιμς Στιούαρτ) αρρωσταίνει από τον ίλιγγο του ύψους. Η επιστήθια φίλη του Μιτζ (Μπάρμπαρα Μπελ Γκέντες) προσπαθεί να τον γιατρέψει αλλά εκείνος «φεύγει», παρασύρεται από τον παλιό του φίλο Γκάβιν να παρακολουθήσει μια πανέμορφη γυναίκα, τη Μαντλέν (Κιμ Νόβακ), η οποία τείνει προς την αυτοκτονία… Βέβαια, οι εικόνες του «Χιτς» πάντοτε σημαίνουν περισσότερα. Μεγεθύνονται ακατάσχετα, μας περικυκλώνουν με συνεχείς ανατροπές, πέρα από τις σεναριακές εκπλήξεις που περιστρέφονται γύρω από ένα εύρημα: ένα ψηλό καμπαναριό. Οι εικόνες λοιπόν μας έχουν κρεμάσει μαζί με τον Σκότι στην οδυνηρή αίσθηση του βαράθρου: τον ακολουθούμε ενώ γλιστράει σε έναν κόσμο χωρίς σαφή στηρίγματα. Ερωτεύεται ένα πλασματικό πρόσωπο και το παρακολουθεί επιμόνως, με υπνωτική ρευστότητα, με μουσική ποιότητα που εναρμονίζεται με τη μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν. Η Νόβακ είναι χυμώδης, αλλά ο χαρακτήρας της αποπνέει κάτι το αιθέριο και πεισιθάνατο. Μετά την πτώση της, ο Σκότι θα ερωτευτεί όλο και περισσότερο αυτό που δεν μπορεί να εκπληρωθεί.

Εμείς οι θεατές θα τον ακολουθήσουμε και σε αυτή τη χίμαιρα.

Προέρχονται από πολλούς χώρους της Τέχνης και καταθέτουν την άποψή τους για την ταινία που θεωρείται από αρκετούς ως η κορυφαία όλων των εποχών.

ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ
Συγγραφέας, σεναριογράφος
«Θεωρώ το “Vertigo” σταθμό στην κινηματογραφία όχι τόσο από άποψη αισθητικής ή φόρμας, αλλά λόγω θέματος και αφήγησης. Αυτό που χαρακτηρίζει τον Χίτσκοκ είναι η αγωνία του να ασχοληθεί με πάρα πολλές και αντίθετες μεταξύ τους θεματικές. Πειραματίζεται με το περιεχόμενο (με τη φόρμα έχει πειραματιστεί μόνο στη “Θηλιά”). Οι δύο μεγάλες ενότητες του Χίτσκοκ, της κατασκοπείας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και της ψυχολογίαςψυχανάλυσης, είναι οι πιο ολοκληρωμένες και σφαιρικές. Στη δεύτερη, ξεχωρίζει το “Vertigo”. Εκεί οι φροϋδικές αναλύσεις του προχωρούν πολύ περισσότερο από όσο στη “Νύχτα αγωνίας” ή στο “Ψυχώ”. Εχει ιδιαίτερη σημασία για μένα και ως γραφή και ως στήσιμο σεναριακής αφήγησης. Ενας άνθρωπος που γράφει ό,τι γράφω, δεν μπορεί παρά να τον θαυμάζει».

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
Συγγραφέας
«Ισως η καλύτερη ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη και σίγουρα ένα φιλμ παλίμψηστο με σαρδόνιο χιούμορ που πρέπει να δει κανείς πολλές φορές για να απολαύσει όλα του τα επίπεδα. Η ιστορία ενός άνδρα στοιχειωμένου από μια πρώην αγαπημένη που γίνεται σταδιακά όλο και πιο ψυχαναγκαστικός, προσπαθώντας να κάνει μια άλλη γυναίκα να πάρει τη θέση της. Αν αυτό δεν είναι ο φροϋδικός παράδεισος τότε τι είναι; Και όλα αυτά στην επιφάνεια ενός θρίλερ με εξοχές ερμηνείες, τρομερά πλάνα και απίστευτη μουσική».

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Συγγραφέας, καθηγήτρια Ιστορίας του Κινηματογράφου
«Μια μυστηριώδης γυναίκα, μια υποψία- “κάποιος νεκρός, κάποιος από το παρελθόν κατοικεί στο σώμα ενός ζωντανού”- και μια πόλη, το Σαν Φρανσίσκο, φωτογραφημένη από τον Ρόμπερτ Μπερκς: λεία, στιλπνή, σιωπηλή σχεδόν· κόκκινες και γαλάζιες ανταύγειες. Ο “ίλιγγος” του κεντρικού χαρακτήρα δεν περιορίζεται στην υψοφοβία· ο Σκότι (Τζέιμς Στιούαρτ) ακολουθεί την Τζούντι (Κιμ Νόβακ) στην κορυφή του πύργου, ζαλισμένος από το σπείραμα των μαλλιών της. Ιλιγγος: όπως γράφει ο Ανρί Μισό, “κάτι φριχτό πρέπει να συμβαίνει”· ο Σκότι φοβάται μήπως η Τζούντι/ Μαντλίν εκραγεί στην αγκαλιά του: ο Σκότι αναζητεί μια εικόνα, όχι μια γυναίκα. Τα γεγονότα οδηγούν στην απώλεια, στην αυτοκτονία· ύστερα, μια αλλόκοτη ομοιότητα (το σενάριο θυμίζει το “Πορτρέτο της Τζένι” του Γουίλιαμ Ντίτερλε)· μια σύγχυση ταυτοτήτων· μια συνωμοσία δολοφονίας· ένα δίλημμα· στο τέλος, η δραματική αντιπαράθεση, ο θάνατος. Ο Σκότι τα χάνει όλα· μαζί με τον ιδανικό έρωτα, την κινητήρια έμμονη ιδέα, την αναζήτηση της αλήθειας, χάνει την υψοφοβία του. Είναι ελεύθερος και μόνος σε μια έρημη χώρα της ψυχής». ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ
Σκηνοθέτης, καθηγητής στο τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ
«Το “Vertigo” πρωτοπαρουσιάζεται σε ένα περιβάλλον έντονου πουριτανισμού όπου ο κινηματογράφος είχε περιοριστεί να αφηγείται “δυνατές ιστορίες”. Ο Χίτσκοκ, βαθύς γνώστης της ψυχανάλυσης (και ας το αρνείται ο ίδιος), κοιτάζει με περιέργεια και τρυφερότητα μέσα στις ρωγμές της ψυχής και μας χαρίζει ένα φιλμικό κείμενο που διεγείρει ηδονικά και οδυνηρά τις αισθήσεις του θεατή, θυμίζοντάς μας ότι ο κινηματογράφος είναι και σωματική εμπειρία».

ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ
Σκηνοθέτης
«Οταν πρωτοείδα το “Vertigo” συνδυάστηκε μέσα μου με τα πρώτα κακοχωνεμένα και στοιχειώδη διαβάσματά μου για την ψυχανάλυση. Προσπαθούσα να κατανοήσω το φιλμ αναζητώντας ερμηνείες μέσα από φετιχιστικές συμπεριφορές, νεκροφιλικό πάθος κτλ. Βεβαίως, ο τρόμος του κενού ήταν και τότε η κυρίαρχη εντύπωση που κάθε θεατής της ταινίας δεν είναι δυνατόν ποτέ να ξεχάσει… Η υπονόμευση της αστυνομικής δράσης, η συνεχής αναίρεση των βεβαιοτήτων του θεατή, η κίνηση των εικόνων από έναν κόσμο φανταστικό στον πραγματικό, τα ασαφή όρια των δύο κόσμων και η συχνή αλλαγή της σκοπιάς από την οποία βλέπει τη δράση ο σκηνοθέτης, είναι τρόποι της πολύ σύγχρονης τέχνης και όχι μόνον του κινηματογράφου».

ΠΑΝΟΣ Χ. ΚΟΥΤΡΑΣ
Σκηνοθέτης
«Η πλάτη της Κιμ Νόβακ μάς οδηγεί στα πιο σκοτεινά πίσω δρομάκια της πόλης, αλλά και του μυαλού μας. Εκεί που η ανάγκη για θεραπεία από τις νευρώσεις μας συναντά τις καταπιεσμένες ερωτικές μας φαντασιώσεις. Τα οπίσθια της Νόβακ, ο σπιράλ κότσος των άψογων μαλλιών της, θα γίνουν η δίνη που θα μας τραβήξει στην απαγορευμένη ηδονή, στον απόλυτο πόνο… στο κενό».

ΜΑΡΙΑ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ
Ηθοποιός
«“Με ξεγέλασες, έπαιξες τέλεια” λέει ο άνδρας στη γυναίκα. Και ο θεατής το έχει πει ήδη αυτό. Ενας ήρωας που ερωτεύεται το μυστήριο της γυναικείας φύσης, που όσο παραμένει ρόλος μέσα στον ρόλο, είναι γοητευτικό. Οταν αποκαλυφθεί ο ρόλος, η γυναίκα παύει να έλκει. Και ο άνδρας, μέσα από το σοκ, ελευθερώνεται και από τον έρωτα και από τη φοβία του έρωτα. Μια γυναίκα που αγαπά όταν ελευθερώνεται από τα δεσμά του ρόλου και ένας σκηνοθέτης που παίζει αριστοτεχνικά με το τι είναι ψεύτικο και τι αληθινό και με το τι είναι αφήγηση. Παρακολουθεί την ηρωίδα χωρίς να προδίδει ούτε στιγμή την απάτη της και αυτός και μόνο αποφασίζει πότε θα κάνει τον θεατή συνένοχο».

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΗΣ
Ηθοποιός
«Θα μπορούσα να βλέπω μόνο Χίτσκοκ, όλο το καλοκαίρι σε θερινό σινεμά. Δεν με απορροφά τόσο το σασπένς της υπόθεσης. Πέρα από το σασπένς, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι που σε μαγεύει. Σε όλες τις ταινίες του υπάρχει ένα κλείσιμο του ματιού, ένα βαθύ χιούμορ. Η αίσθηση της ανατριχίλας ποτέ δεν σε αρρωσταίνει, όπως σε άλλα θρίλερ. Επειδή ο ίδιος είναι σύνθετος και φωτεινός άνθρωπος, ακόμη και στα πιο άγρια έργα του υπάρχει ένα υπόστρωμα πιο φωτεινό, κάτι που σου λέει “πλάκα κάναμε”. Κλαις και γελάς μαζί».