Η οικονομική πολιτική που χάραξε ο υπουργός Οικονομίας ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για τη φορολογική επιβάρυνση των πλουσιοτέρων

Η επιβολή νέων έκτακτων φόρων από την κυβέρνηση συνιστά ομολογία μείζονος αποτυχίας. Καθώς όμως στον ελληνικό δημόσιο λόγο το κριτήριο της πολιτικής αποτελεσματικότητας έχει υποκατασταθεί από την ηθικολογία, η απόδειξη ότι η οικονομική πολιτική κατέρρευσε δεν είναι βέβαιον ότι αποτιμάται στον βαθμό που αρμόζει.

Με την έμφαση στις λαθροχειρίες αντί στην επάρκεια, αποδίδει και η συντονισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει τη νέα φορολογία ως καρπό όχι τόσο πανικού όσο δικαιοσύνης. Οδυνηρή, δήθεν, δοκίμασε έκπληξη από το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός επαγγελματιών δηλώνει πολύ χαμηλά εισοδήματα και αποφάσισε να λάβει μέτρα, ώστε να αρθεί η αδικία.

Το παραμύθι είναι τετριμμένο, φαίνεται όμως ότι θα αποδώσει- τουλάχιστον υπό την έννοια ότι θα στρέψει την προσοχή από την κυβερνητική αποτυχία στο αν οι νέοι φόροι είναι δίκαιοι ή όχι. Εκεί, το μεν υπουργείο Οικονομίας θα διοχετεύει στοιχεία για το πόσα λίγα δηλώνουν οι καντινιέρηδες, οι δε ελεύθεροι επαγγελματίες για το ότι υπάρχουν είκοσι κατηγορίες από αυτούς που δηλώνουν πολύ περισσότερα από τον μέσο μισθωτό. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν όντως κατά μέσο όρο πολύ ψηλότερο φόρο εισοδήματος από τους μισθωτούς, καθώς όμως είναι εμπεδωμένη η κοινή πείρα ότι φοροδιαφεύγουν, η σχετική «αναμέτρηση» θα ευνοήσει τελικώς την κυβέρνηση.

Το πολιτικώς σημαντικό ωστόσο δεν έγκειται στο αν οι νέοι φόροι είναι δίκαιοι ή όχι. Σημαντικά από πολιτική άποψη είναι μόνο δύο πράγματα: πρώτον, ότι η οικονομική πολιτική που χάραξε ο υπουργός Οικονομίας κατέρρευσε· δεύτερον, ότι η πολιτική αυτή ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για τη φορολογική επιβάρυνση των πλουσιοτέρων, αλλά υπηρέτησε το αντίθετο.

Ως προς το πρώτο, χρειάζεται ίσως να θυμίσει κανείς ότι οι περυσινές εκλογές προκηρύχθηκαν πρόωρα με επίσημη δικαιολογία την κατάρτιση του προϋπολογισμού, η οποία εμφανίστηκε ως «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Η διεθνής πιστωτική κρίση είχε ήδη ξεσπάσει, η αναταραχή και η ανησυχία στις αγορές ήταν δεδομένες. Ο Πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός, όμως, απέρριψαν τους φόβους των σχολιαστών με περισσή αυταρέσκεια, λέγοντας ότι όλα είχαν ληφθεί υπόψη. Τόσο ώστε να περιορίσουν τα φορολογικά έσοδα με πρακτικό μηδενισμό του φόρου κληρονομιών στις ακίνητες περιουσίες- ακόμη και τις κολοσσιαίες. Προτού συμπληρωθεί δεκάμηνο, δηλώνουν ότι δεν είναι βέβαιοι πως μπορούν να εκτελέσουν τον προϋπολογισμό και ότι έχουν κενό στα κρατικά έσοδα. Ομολογούν άρα ότι απέτυχαν (με κεφαλαία γράμματα) στο εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Και απέτυχαν παρ΄ ότι δανείστηκαν επί ζημία των ασφαλιστικών ταμείων και πούλησαν ουκ ολίγα «ασημικά» του κράτους. Ο,τι περαιτέρω εισηγούνται είναι η προσπάθεια ενός αποτυχημένου να «μαντάρει» τις τρύπες που προκάλεσε. Ως προς το δεύτερο, τη φορολογική δικαιοσύνη, τα δείγματα γραφής στην αντίθετη κατεύθυνση αφθονούν. Η προαναφερθείσα κατάργηση του φόρου κληρονομιών είναι ίσως το προκλητικότερο, αλλά όχι το μόνο. Η κυβέρνηση είχε ήδη από το 2005 αυξήσει τον ΦΠΑ και τη φορολογία στα φθηνά(!) τσιγάρα, αυτά που αγοράζουν οι άνθρωποι του καμάτου, ενώ εισήγαγε το ενιαίο τέλος ακινήτων, του οποίου ο λογαριασμός θα έρθει οσονούπω σε όλους χωρίς προοδευτική φορολόγηση των πλουσιοτέρων. Αμέσως μετά τις εκλογές το υπουργείο Οικονομίας εισηγούνταν περαιτέρω αύξηση του ΦΠΑ (αλλά μηδένιζε, δεν κουράζομαι να το επαναλαμβάνω, τον φόρο κληρονομιάς), που πλήττει αναλογικά περισσότερο τους πενέστερους. Για δε τη φορολογία επαγγελματιών και επιχειρήσεων όχι μόνο δεν έγινε η παραμικρή συζήτηση αναπροσαρμογής, αλλά προβαλλόταν ο περιορισμός της ως κίνητρο παραγωγικών επενδύσεων.

Στις κρίσιμες θέσεις οι άνθρωποι παραιτούνται (ή απομακρύνονται) όχι μόνον όταν κλέβουν, αλλά και όταν αποτυγχάνουν. Και η αποτυχία που έχουμε προ οφθαλμών είναι τέτοιας τάξης που δεν πρέπει να «πνιγεί» σε λογιστικούς διαξιφισμούς για το πόσα δηλώνουν οι πατωματζήδες και πόσα οι καραγωγείς.