Εναν χρόνο κλείνει αυτές τις ημέρες η πιστωτική κρίση που χαρακτηρίστηκε από πολλούς αναλυτές ως η μεγαλύτερη μετά το κραχ του 1929, αφήνοντας πίσω της… συντρίμμια. Ο εφετινός Αύγουστος βρίσκει τα χρηματιστήρια σε χαμηλότερα επίπεδα, την ανάπτυξη επιβραδυνόμενη, τον πληθωρισμό λόγω της ανόδου των τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων στα ύψη, και τα διατραπεζικά επιτόκια σε ανοδική τροχιά. Ηταν πέρυσι τέτοια εποχή που έσκασε στις ΗΠΑ η φούσκα των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης, τα οποία μέσω της μόδας των τιτλοποιήσεων μεταφέρονταν από τράπεζα σε τράπεζα για να καταλήξουν τελικώς να μην αξίζουν ούτε ένα σεντ λόγω της αδυναμίας των φτωχών να τα αποπληρώσουν. Στην αρχή οι οικονομολόγοι ήταν καθησυχαστικοί ελπίζοντας ότι το πρόβλημα ήταν πρόσκαιρο. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι ήταν ικανό να «χτυπήσει» ακόμη και τους κολοσσούς του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Η κρίση τελικώς δεν ήταν συγκυριακή. Η φούσκα στις τιμές των ακινήτων σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ την περίοδο 2003-2006, η οποία έχει σπάσει, η ραγδαία εξάπλωση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου (subprime) και η μεταφορά του ρίσκου από τους ισολογισμούς των τραπεζών στο κοινό και στους επενδυτές μέσω τιτλοποιήσεων αποτέλεσαν ένα εκρηκτικό μείγμα που προκάλεσε τεράστιες ζημιές στα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο. Μετά την πτώση των τιμών των κατοικιών και τη δυσκολία των νοικοκυριών να πληρώσουν τις μηνιαίες δόσεις τους, η κρίση επεκτάθηκε σε όλη την παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά. Η αδιαφάνεια σχετικά με το ποια τράπεζα κατείχε τέτοιους τίτλους δημιούργησε κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης, αποφυγής δανεισμού στη διατραπεζική αγορά, αποφυγής δανεισμού στις αναπτυσσόμενες οικονομίες με μακροοικονομικά προβλήματα, αυξήσεις επιτοκίων δανεισμού, κλήσεις καταβολής επιπλέον ενέχυρου σε ανοικτό δανεισμό (margin calls), εσπευσμένες πωλήσεις και πτώσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, μειώσεις στις βαθμολογίες πιστοληπτικής ικανότητας από τους αξιολογικούς οίκους, χρεοκοπίες και σημαντικές απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων στα χαρτοφυλάκια και στους ισολογισμούς των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.
Οι νομισματικές αρχές θορυβήθηκαν από τις ραγδαίες εξελίξεις και έλαβαν μέτρα για τον περιορισμό των συνεπειών. Η άμεση αντίδραση των κεντρικών τραπεζών υπήρξε διαφορετική ανά χώρα ή περιοχή. Η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) μείωσε τα επιτόκια από το 5,25% τον Ιούλιο του 2007 στο 2,0% τον Μάιο του 2008, προσπαθώντας να δώσει ώθηση στην οικονομία και να αποφύγει την κατάρρευση του χρηματοοικονομικού συστήματος, ενώ αντίθετα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) συνεχίζει να δίνει έμφαση στη συγκράτηση του πληθωρισμού και προχώρησε τον περασμένο Ιούλιο στην αύξηση του βασικού επιτοκίου παρέμβασης στο 4,25%. Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες επενέβησαν, επίσης, και με άλλους ρηξικέλευθους τρόπους, παρέχοντας ρευστότητα και διευκολύνσεις. Στη διατραπεζική αγορά, ως και σήμερα, τα σημάδια της κρίσης παραμένουν αφού τα περιθώρια διατραπεζικού δανεισμού παραμένουν υψηλά σε σχέση με τον αντίστοιχο κρατικό δανεισμό. Στις αγορές ομολόγων των αναδυόμενων οικονομιών τα περιθώρια δανεισμού επίσης παραμένουν υψηλά. Πτώση παρατηρείται όχι μόνο στα διεθνή χρηματιστήρια, αλλά και στις τιμές των ακινήτων σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Μεγάλη Βρετανία.
Τα κανάλια επίδρασης της κρίσης στην ελληνική οικονομία είναι πολλά. Πρώτον, τα επιτόκια δανεισμού του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα αυξηθούν. Οπως επισημαίνει η Εurobank σε ανάλυση που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα, το κράτος αναμένεται να πληρώσει 800 εκατ. ευρώ επιπλέον σε τόκους εφέτος, ενώ επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα καταβάλουν για τα νέα
Πολλά είναι τα κανάλια επίδρασης της κρίσης και στην ελληνική οικονομία
δάνεια από μισή ως μία ποσοστιαία μονάδα τόκο επιπλέον, που μαζί με τις αναπροσαρμογές στα υφιστάμενα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου μεταφράζεται σε περίπου επιπλέον συνολικό ποσό τόκων 1,5 δισ. ευρώ. Συνολικά, η απώλεια των 2,3 δισ. ευρώ ισοδυναμεί με το 1% του ΑΕΠ και συνεπάγεται μια αντίστοιχη μείωση στην κατανάλωση, στις επενδύσεις ή στις κοινωνικές δαπάνες.
Από την άλλη, η πτώση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας μειώνει τη ζήτηση για τα αγαθά που εξάγουμε και περιορίζουν το τουριστικό συνάλλαγμα. Τέλος, η πτώση των τιμών των κατοικιών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η οποία φαίνεται να ακολουθεί την πτώση στις ΗΠΑ, αναμένεται να μειώσει τη ζήτηση εξοχικής κατοικίας στην Ελλάδα από τους ξένους, γεγονός που πιθανόν να επιδράσει αρνητικά και στον χώρο της οικοδομής.
Οσον αφορά τον τραπεζικό κλάδο, η αύξηση του κόστους δανεισμού στην ευρωζώνη ανάγκασε τις τράπεζες να επιδοθούν σε έναν πόλεμο προσφορών κυρίως στις προθεσμιακές καταθέσεις, με στόχο την άντληση ρευστότητας από τους έλληνες αποταμιευτές. Το γεγονός αυτό επηρέασε αρνητικά το επιτοκιακό περιθώριο των τραπεζών, κάτι που φάνηκε στα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν για το α΄ τρίμηνο του έτους. Εξάλλου, μείωση κερδών σε σχέση με πέρυσι ή ακόμη και ζημιές είχαν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και από το επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο εξαιτίας της πτώσης των αγορών.