Σχεδόν 30 χρόνια έχουν περάσει από το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ και η επιστημονική κοινότητα συνεχίζει να συλλέγει στοιχεία για τον αντίκτυπο της ακτινοβολίας στο οικοσύστημα που περιβάλλει τον αντιδραστήρα. Πρόσφατα, μαζί με άλλους επιστήμονες, μελέτησα τα ζώα στη ζώνη του αποκλεισμού γύρω από το εργοστάσιο.
Τα αποτελέσματα ήταν συγκλονιστικά: όποια και αν είναι η επίδραση της ακτινοβολίας στα ζώα, φαίνεται ότι οι επιπτώσεις της ανθρώπινης κατοίκησης ήταν πολύ χειρότερες. Η περιοχή προσφέρει μια θλιβερή υπενθύμιση ότι η απλή, φυσική παρουσία των ανθρώπων σε έναν βιότοπο είναι πιο επιζήμια από ό,τι μια από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές του 20ού αιώνα.
Μελετήσαμε ζώα στην έκταση των περίπου 2.200 τετρ. χλμ. της ζώνης αποκλεισμού στη Λευκορωσία. Πριν από την καταστροφή, στην περιοχή αυτή ζούσαν 22.000 άνθρωποι σε 92 χωριά, που καλλιεργούσαν τη γη και αξιοποιούσαν τους δασικούς πόρους της. Κατά τις ημέρες μετά το δυστύχημα, οι κάτοικοι της περιοχής εκκενώθηκαν με τα εκτρεφόμενα ζώα τους για να προστατευθούν από τα υψηλά επίπεδα της ακτινοβολίας.
Αν και τα επίπεδα της ακτινοβολίας μειώθηκαν κατά περίπου 100 φορές στους μήνες μετά το δυστύχημα, η περιοχή εξακολουθεί να κρίνεται ακατάλληλη για ανθρώπινη κατοίκηση. Υπάρχουν λίγες πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις του δυστυχήματος στην άγρια ζωή, αλλά γνωρίζουμε ότι σε ορισμένα σημεία με υψηλή ακτινοβολία δέντρα και άγρια ζώα χάθηκαν.
Κάποιοι θα μπορούσαν να αναμένουν ότι, σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, η περιοχή γύρω από τον αντιδραστήρα παραμένει χέρσα και αραιοκατοικημένη από γενετικά κατεστραμμένα ζώα που εκτέθηκαν σε χρόνια ακτινοβολία επί πολλές γενιές. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ηδη λίγα χρόνια μετά το δυστύχημα, δεδομένα που συνέλεξαν επιστήμονες σε έρευνες με ελικόπτερο πάνω από την περιοχή που εγκαταλείφθηκε έδειξαν ότι αγριογούρουνα, άλκες, ελάφια και ζαρκάδια είχαν αυξηθεί σε αριθμό. Και, με το πέρασμα του χρόνου, ο πληθυσμός της άγριας πανίδας της περιοχής συνέχισε να αυξάνεται, καθώς τα ζώα χρησιμοποίησαν ό,τι είχαν εγκαταλείψει οι άνθρωποι. Καλλιέργειες, κήποι και περιβόλια παρείχαν άφθονα αποθέματα τροφίμων. Εγκαταλελειμμένα σπίτια και αγροτικά κτίρια προσέφεραν έτοιμες φωλιές και κρησφύγετα. Ως το 1993 ο αριθμός των αγριογούρουνων είχε εξαπλασιαστεί, προτού μειωθεί κατά το ήμισυ λόγω μιας επιδημίας και της θήρευσης από τον ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό των λύκων.
Η έρευνά μας δείχνει ότι ο αριθμός των μεγάλων θηλαστικών του Τσερνόμπιλ είναι παρόμοιος με εκείνον στα αμόλυντα φυσικά καταφύγια στη Λευκορωσία –εκτός από τους λύκους, που είναι πολύ περισσότεροι στην περιοχή γύρω από τον αντιδραστήρα. Στην περιοχή ζουν επίσης λύγκες, ακόμη και μερικές καφέ αρκούδες. Ούτε τα πληθυσμιακά δεδομένα δείχνουν κάποια σύνδεση μεταξύ των επιπέδων ακτινοβολίας και της πυκνότητας των θηλαστικών –ο αριθμός των θηλαστικών στα πιο μολυσμένα τμήματα της ζώνης είναι παρόμοιος με εκείνον στα λιγότερο μολυσμένα μέρη.
Το γεγονός ότι ζώα ευδοκιμούν στο Τσερνόμπιλ δεν σημαίνει βέβαια ότι η ακτινοβολία κάνει καλό στην άγρια ζωή. Η ακτινοβολία προκαλεί βλάβες στο DNA, και στα σημερινά επίπεδα δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κάποιες επιπτώσεις στην αναπαραγωγή μεμονωμένων ζώων.
Αλλά μια σύγκριση με ό,τι συνέβη έξω από την πληγείσα περιοχή είναι διδακτική. Η ανθρώπινη κατοίκηση έχει προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη καταστροφή από όποια ζημιά και αν έχει προκαλέσει η ακτινοβολία. Μάλιστα, σε περιοχές εκτός της ζώνης ή των φυσικών καταφυγίων, άλκες και αγριογούρουνα υπέστησαν απότομη μείωση πληθυσμού, καθώς σημαντικές κοινωνικοοικονομικές αλλαγές μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης επιδείνωσαν την αγροτική φτώχεια και ακρωτηρίασαν τη διαχείριση της άγριας πανίδας.
Το μάθημα από το Τσερνόμπιλ είναι ότι για να ευδοκιμήσει η φύση θα πρέπει να της δοθεί χώρος –από εμάς. Οι κύριες αιτίες πίσω από τη μείωση της παγκόσμιας βιοποικιλότητας περιλαμβάνουν απώλεια ενδιαιτημάτων και κατακερματισμό, ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ακόμη και μερικές από τις πιο καλοπροαίρετες περιβαλλοντικές προσπάθειές μας, όπως η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, έχουν οδηγήσει στην επέκταση της ανθρώπινης παρουσίας σε προηγουμένως ανέγγιχτα οικοσυστήματα.
Η ζήτηση για βιοκαύσιμα, για παράδειγμα, έχει συνδεθεί με την αποψίλωση των δασών. Μπορεί επίσης να έχει έρθει η ώρα να αγκαλιάσουμε την υψηλή τεχνολογία –ακόμη και τη γενετικώς τροποποιημένη γεωργία –για να παράγουμε την τροφή που χρειαζόμαστε σε μικρότερες εκτάσεις, αφήνοντας περισσότερο χώρο για την άγρια ζωή.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, βεβαίως, και όλες οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος θα περιπλέκονται από τη συνεχιζόμενη ταχεία αύξηση του ανθρώπινου παγκόσμιου πληθυσμού. Αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: εμείς, ως είδος, πρέπει να σκεφτούμε πιο προσεκτικά τις επιπτώσεις μας στον μη ανθρώπινο ζωικό πληθυσμό και να αρχίσουμε να λαμβάνουμε πιο σοβαρά υπόψη τις συνέπειες αυτές στις οικονομικές και περιβαλλοντικές πολιτικές μας.

Ο Τζιμ Τ. Σμιθ είναι καθηγητής στη Σχολή Περιβαλλοντικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ.

HeliosPlus