Η διαχείριση του Έμπολα απαιτεί την ίδια σχολαστικότητα που απαιτούσε η επιδημία του Οξέως Αναπνευστικού Συνδρόμου (SARS) που ξέσπασε το 2003. Όπως αναφέρει σε άρθρο του στο αμερικανικό CNN, ο δρ. Άντριου Ε. Σάιμορ, επικεφαλής του τμήματος Μικροβιολογίας και της Διεύθυνσης Μολυσματικών Ασθενειών του Κέντρου Επιστημών Υγείας Σάνιμπρουκ στο Τορόντο του Καναδά, η εμπειρία του SARS, βοήθησε την ανθρωπότητα να προετοιμαστεί για τον Έμπολα. Και παρότι θεωρητικά ο Έμπολα είναι λιγότερο μολυσματικός από τον SARS, ο οποίος μεταδίδεται και από τον αέρα, αποδεικνύεται πολύ πιο θανατηφόρος.
«Η εμπειρία του SARS στον Καναδά, αν και τότε οδυνηρή, μας βοήθησε να προετοιμαστούμε καλύτερα. Το 2003, 224 άνθρωποι στο Τορόντο διαγνώστηκαν με SARS και 38 πέθαναν. Ο SARS ξεκίνησε στην Κίνα και έγινε παγκόσμια επιδημία. Πλέον οι μολυσματικές ασθένειες αφορούν όλο τον κόσμο. Έχουμε γίνει πιο ευαίσθητοι ως προς το πόσο παγκόσμια μπορεί να γίνει μία μολυσματική ασθένεια και ως προς το πόσο εύκολο είναι να «εισάγουμε» μία ασθένεια» γράφει ο δρ. Σάιμορ.
Και προσθέτει: «Ο SARS επίσης μας υπενθύμισε ότι πολλές μολυσματικές ασθένειες μπορούν να τις μεταδώσουν και να τις κολλήσουν ασθενείς, επισκέπτες και εργαζόμενοι στην Υγεία. Μετά τον SARS αυτή η ευαισθησία μεταφράστηκε σε σχεδιασμό και εφαρμογή για την περίπτωση που ένας ασθενής μίας άλλης μολυσματικής ασθένειες μας χτυπήσει την πόρτα. Είμαστε έτοιμοι με διαθέσιμα πρωτόκολλα, συγκεκριμένα για τον αποτελεσματικό έλεγχο του ταξιδιωτικού ιστορικού των ασθενών, προστατευτικές στολές για τους γιατρούς και νοσοκόμους, συνεχή εκπαίδευση και διασφάλιση σχολαστικών πρακτικών καθαριότητας σε όλες τις περιοχές που βρέθηκαν οι ασθενείς. Τακτικά ενημερώνουμε τους εργαζομένους στην Υγεία για την ύψιστη σημασία της σωστής τοποθέτησης και αφαίρεσης του προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού».
Ο SARS, αναφέρει ο καθηγητής Σάιμορ, «μας έμαθε τη σημασία της επικοινωνίας, των συνεπών μηνυμάτων και της απόδοσης ευθυνών στη διαχείριση τέτοιων γεγονότων με παγκόσμιο αντίκτυπο, αλλά και της ενημέρωσης όλων – τόσο των ασθενών και του προσωπικού όσο και της κάθε κοινότητας που εξυπηρετεί ένα νοσοκομείο – για την κατάσταση και τα μέτρα που λαμβάνονται. Σήμερα οι γραμμές επικοινωνίας είναι πολύ πιο ανοιχτές».