Ομολογώ ότι με τράβηξε ο τίτλος. Ως πιστοποιημένη κυνόφιλη πίστεψα ότι στην «Αθανασία των σκύλων» (εκδ. Πόλις) θα διαβάσω ιστορίες «κυνικών» ανδραγαθημάτων και ότι η συζήτηση με τον συγγραφέα τους θα οδηγήσει στην ανομολόγητη, αλλά απερίφραστη παραδοχή της ανωτερότητάς μας ως φίλων και «γονέων» των συμπαθών τετραπόδων.

«Ο άνθρωπος που αγαπάει τα σκυλιά κατά κανόνα είναι μισάνθρωπος» σχολιάζει ο Κώστας Μαυρουδής όταν εκθέτω την άποψη για την ανωτερότητα του είδους μας. «Ούτε ένα ούτε δυο είναι τα παραδείγματα που έχω. Μισάνθρωπος με την έννοια ότι κρατάει σε απόσταση τους ανθρώπους, δεν έχει επικοινωνία μαζί τους, δεν τον ενδιαφέρει να το κάνει. Αγαπάει τα σκυλιά, τις εκδρομές, την απρόσωπη φύση. Εχει ευαισθησίες. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους είναι μια ματαιωμένη ευαισθησία». Ο αφοριστικός στοχασμός είναι αγαπημένο πεδίο του ποιητή Κώστα Μαυρουδή, ενός από τους σημαντικότερους της «γενιάς του ’70», διευθυντή του λογοτεχνικού περιοδικού «Το Δέντρο».

Στο νέο βιβλίο του, τα 70 πεζόμορφα κείμενα ακροβατούν με χάρη ανάμεσα στη φόρμα του μικρού δοκιμίου, του ημερολογίου, τις περιγραφές ταξιδιωτικών εντυπώσεων, μια σύντομη αναδρομή στην Ιστορία της τέχνης, όπου οι σκύλοι δίνουν το «παρών». Πρώτο κοινό τους, το προφανές, η πανταχού παρούσα αναφορά στα συμπαθή τετράποδα. Δεν είναι πρωταγωνιστές, αλλά καταλύτες των ιστοριών με τους πολύ ανθρώπινους χαρακτήρες. Η «αθανασία» του τίτλου αναφέρεται στην άγνοιά τους για τον αναπόφευκτο θάνατό τους, μια αφορμή για στοχασμό πάνω στην τραγικότητα που προσδίδει αυτή η επίγνωση στην ανθρώπινη φύση. Δεύτερο κοινό, αναμενόμενο για τους γνώστες της λογοτεχνικής πορείας του Κώστα Μαυρουδή, η μικρή φόρμα στη γραφή. «Ενας άνθρωπος που προέρχεται όπως εγώ από την ποίηση είναι μαθημένος να πυκνώνει και όχι να αναλύει» θα πει κάποια στιγμή στην κουβέντα μας.

Σε ένα θορυβώδες καφέ, δίπλα σε τρεις νεαρές κοπέλες που προσθέτουν στην οχλοβοή τούς (πολύ δυνατούς) ήχους των διαρκώς παλλόμενων κινητών τους. Μεγάλη η αντίθεση με την παρουσία του Μαυρουδή, ο οποίος κινείται με μια βαθιά ευγένεια ανθρώπου άλλης εποχής. Ισως η αίσθηση αυτή να είναι μια διάθεση επιβεβαίωσης της εικόνας που σχηματίζει κάποιος από τα κείμενά του. Η ραφιναρισμένη αγάπη για το παλιό, ή για το «χαμένο», όπως προτιμά να το χαρακτηρίζει ο ίδιος, είναι διάχυτη σε ό,τι γράφει. «Είναι κάτι μόνιμο, και γι’ αυτό επικίνδυνο. Χρειάζεται μεγάλη μαεστρία για να μην επαναλαμβάνεσαι και για να μη γίνει μιζέρια αυτή η νοσταλγία. Πολύ συχνά η νοσταλγία γίνεται συναισθηματολογία και η συναισθηματολογία ένα πράγμα πομπώδες, στομφώδες». Η θεωρία του για την εξήγηση αυτής της προτίμησης, για την κατεύθυνση του βλέμματος, είναι ότι «όλη η τέχνη είναι στην ουσία έκφραση μιας μεμψιμοιρίας. Προέρχεται από μια ψυχή της οποίας στην ουσία δεν της φτάνει το πραγματικό. Εχει ειπωθεί πολύ ωραία από τον Πεσόα: “Το γεγονός ότι υπάρχει τέχνη σημαίνει ότι η ζωή δεν αρκεί”. Βέβαια, αυτή η μεμψιμοιρία εκτοξεύεται στα ύψη και γίνεται ομορφιά, ό,τι πιο κομψό μπορεί να υπάρξει, ένα τέχνημα».

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2014