Μετράει 30 χρόνια στο ελληνικό θέατρο. ∆εν του φαίνεται καθόλου, ούτε όταν τον βλέπεις στη σκηνή ούτε όταν τον συναντάς από κοντά. Την εµπειρία βέβαια την κουβαλάει πάνω του. Φαίνεται από τον επαγγελµατισµό µε τον οποίο ποζάρει για τον φακό του φωτογράφου. Υπάκουα και αδιαµαρτύρητα. Μέσα στη ζέστη, µε την άσφαλτο να αχνίζει και µε τους ανεµιστήρες να δουλεύουν στο φουλ. Υπό αυτές τις συνθήκες µιλήσαµε και εµείς σε ένα αθηναϊκό καφέ λίγο προτού φύγει για να συνεχίσει την καλοκαιρινή περιοδεία της παράστασης «Αναζητώντας τον Αττίκ» σε σκηνοθεσία Σοφίας Σπυράτου. Η «παράσταση-φαινόµενο» της χρονιάς γέµιζε το θηριώδες γήπεδο του Μπάντµιντον κάθε βράδυ και τώρα ταξιδεύει για να συναντήσει το κοινό της και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σε αυτήν ο Ακης Σακελλαρίου υποδύεται τον Αττίκ στην ώριµη φάση της ζωής, αλλά και του δηµιουργικού του οίστρου. Και είναι απολαυστικός.

∆εν είναι έκπληξη, µια και στον τοµέα της υποκριτικής δεν είχε να αποδείξει και πολλά, η καριέρα του µιλάει από µόνη της. Στο τραγούδι όµως και στον χορό πολλοί εξεπλάγησαν όταν είδαν τον «κακό» σε επεισόδια της «Ανατοµίας ενός εγκλήµατος» να επιδεικνύει το, ας το πούµε επιθεωρησιακό, µπρίο του. Οι ψαγµένοι και οι θεατρόφιλοι θα θυµούνται όµως ότι τα διαπιστευτήριά του ως κοµπέρ τα είχε καταθέσει ήδη από το 2004, όταν πρωταγωνιστούσε µαζί µε την Εβελίνα Παπούλια στο µιούζικαλ «Καµπαρέ» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη. «Εντάξει, έχω ανεκτή φωνή» θα πει χωρίς προσποιητή µετριοφροσύνη. ∆εν υπάρχει έπαρση, δεν υπάρχει υποκρισία. Κάτι του δίδαξε η εποχή την οποία κλήθηκε να µελετήσει για τις ανάγκες της παράστασης, η προπολεµική δηλαδή Ελλάδα, µε τους περιπάτους στο Ζάππειο, τις καντάδες και την περίφηµη «Μάντρα» του Αττίκ και τα πολυσυζητηµένα βαριετέ της. «Μια εποχή µε µια οπτική γωνία πιο ανάλαφρη, αν και στην ουσία ήταν µια πολύ άγρια περίοδος, µε πολέµους και πτωχεύσεις. Οµως ο κόσµος δεν είχε δει την άλλη πλευρά και το λίγο τού φαινόταν πολύ. Μια εποχή µε ελλειπτικότητα και µεγάλη ουσία. Υπήρχαν αξίες, φιλία, έρωτας σε αγνό και δυναµικό επίπεδο» θα πει.

Ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο αγαπητός Αττίκ, «ο µεγαλοαστός µε τις ιδιαίτερες αξίες» όπως τον χαρακτηρίζει, ήταν αναπόφευκτα φορέας των ιδιαιτεροτήτων της εποχής του. «Ο Αττίκ µού χάρισε την ευγένεια, µέσα από την απίστευτη αλήθεια του. Οι ηθοποιοί δεν είµαστε ευχαριστηµένοι µε τον εαυτό µας, προσπαθούµε µέσα από τους χαρακτήρες που καλούµαστε να υποδυθούµε να υποψιαστούµε πώς είναι ο άλλος – και κάπως έτσι να γνωρίσουµε και τον εαυτό µας». Ο Ακης Σακελλαρίου έχει κάποια κοινά µε τον χαρακτήρα του Αττίκ, αν και δεν το κάνει θέµα, καθώς «µε όλους τους χαρακτήρες που έχω υποδυθεί θα έχω και κάποιο κοινό, αυτό δεν σηµαίνει κάτι». Οι δηµοσιογραφικές κατηγοριοποιήσεις είναι κάτι που αποβάλλεται δύσκολα, όµως στην περίπτωση του παραλληλισµού του µε τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ µάλλον βοήθησε η συγκεκριµένη παροµοίωση. «Το φυζίκ µου µε βοήθησε γιατί δεν διέθετα κλασική οµορφιά. Παλαιότερα µου έδινε ένα πιο ξεκάθαρο στίγµα, πλέον όµως δεν µετράει» λέει ο Σακελλαρίου, ο οποίος έχασε την ταύτιση επειδή άλλαξε ο Ντεπαρντιέ, όχι ο ίδιος.

Ο Ακης Σακελλαρίου ήρθε στον κόσµο µακριά από την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα του Αττίκ – πόσω µάλλον από το Σατορού του Ντεπαρντιέ –, στη Θεσσαλονίκη πριν από 50 χρόνια. Γεννήθηκε σε µια αστική οικογένεια, έζησε στην πλατεία Ιπποδροµίου και, όχι, δεν ήθελε από πάντα να γίνει ηθοποιός. «Ηµουν σε έναν θεατρικό όµιλο στο σχολείο, αλλά πήρα τις αποφάσεις µου όταν είδα µια παράσταση µε την Ελλη Λαµπέτη, όταν ήταν ήδη άρρωστη» θυµάται. Παρ’ όλα αυτά, σπούδασε στη Νοµική – κανένας δεν µπορεί να ξεφύγει από το διαχρονικό «µπες στο πανεπιστήµιο και κάνε ό,τι θες µετά». «∆εν µου έκανε κακό» λέει. «Καλή η ορµή της νεότητας, αλλά και αυτό που λένε οι γονείς δεν είναι πάντα λάθος». Στην οικογένεια δεν υπήρχαν καλλιτέχνες, όµως ο γιατρός πατέρας του «τραγουδούσε, σφύριζε, έψελνε, άκουγε πολλή µουσική, όλα τα είδη».

Τη Νοµική διαδέχθηκε η ∆ραµατική Σχολή της Ρούλας Πατεράκη και αργότερα η Αµερική, και συγκεκριµένα η σχολή της Στέλλας Αντλερ και το HB Studio. Η Ελλάδα ήταν πάντα στο πίσω µέρος του µυαλού του. «Η καριέρα στο εξωτερικό είναι λίγο σαν ανέκδοτο. Είναι τόσο µπροστά έξω, ώστε είναι πολύ δύσκολο να τα καταφέρει κάποιος που δεν ξέρει τέλεια τη γλώσσα. Αν έµενα στην Αµερική, ήξερα ότι θα περνούσα τουλάχιστον µία δεκαετία προκειµένου να καταφέρω κάτι, αλλά εγώ ήθελα να δουλέψω. Επειτα, θεωρώ τον εαυτό µου ιδιαίτερα πιστό Ελληνα. Ηθελα να γνωρίσω την Ελλάδα και αυτό µε κράτησε εδώ».

Η σχέση ήταν αµφίδροµη. Οσο γνώρισε την Ελλάδα άλλο τόσο τον γνώρισε και αυτή. Από την παρθενική του εµφάνιση στις «Βάκχες» του Τερζόπουλου στο Αρχαίο Στάδιο των ∆ελφών το 1986 ως το «Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε µια ώρα», το οποίο παίζεται έξι συνεχείς χρονιές µε µεγάλη (τι άλλο;) επιτυχία. Και στη µέση η τηλεόραση στις χρυσές εποχές της. Περασµένα µεγαλεία, αλλά διηγώντας τα δεν κλαίει. «Καθόλου δεν µου λείπει η τηλεόραση. Οικονοµικά θα ήµασταν καλύτερα, αλλά δεν πειράζει. Αυτό που µου λείπει είναι η δυσκολία τού να κρατήσεις πλέον έναν ρόλο για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Οπως ήταν ο ρόλος µου στο “Χορεύοντας στη σιωπή”, όπου ο χαρακτήρας ξεκινάει από τα 25 και φτάνει σε µεγάλη ηλικία». Αυτά που έµειναν από το θέατρο άλλωστε ήταν πιο σηµαντικά. Στις «Βάκχες» γνώρισε τον Ρόµπερτ Γουίλσον – και να που φέτος θα συνεργαστεί µαζί του στην «Οδύσσεια», ενόσω στις αίθουσες θα προβάλλεται η πολυαναµενόµενη ταινία του Γιάννη Σµαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Πάντα δραστήριος, πάντα τολµηρός. «Ισως να οφείλεται στην καλή παιδεία, στην Αµερική, στη Στέλλα Αντλερ, στην Πατεράκη, στον Τερζόπουλο». Οχι στον Ντεπαρντιέ; «Ε, όχι. Και ο Καραγκούνης όταν έκλαιγε για το πέναλτι που δεν του έδωσαν στον αγώνα Ελλάδα – Ρωσία θύµιζε τον Ρόµπερτ Ντε Νίρο». Λέτε να τον δούµε στο σανίδι;

Ο Ακης Σακελλαρίου πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ», η οποία περιοδεύει στην Ελλάδα, και στην παράσταση «Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε µια ώρα», η οποία θα περιοδεύσει από το τέλος Αυγούστου. Στην παράσταση του Ρόµπερτ Γουίλσον «Οδύσσεια», η οποία θα ανέβει στο Εθνικό Θέατρο. θα υποδυθεί τον Ευρύλοχο και τον Αντίνοο, ενώ συµµετέχει και στην ταινία του Γιάννη Σµαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Ταυτόχρονα είναι παραγωγός στην παράσταση «Η κατάρα της Ιρµα Βεπ», στην οποία πρωταγωνιστούν οι Γεράσιµος Γεννατάς και Αντώνης Λουδάρος και αναµένεται να ανέβει σε αθηναϊκό θέατρο το φθινόπωρο.

Τuxedo και πουκάµισο, Ermenegildo Zegna (Zegna Boutique)

Ευχαριστούµε το Bar «42» για τη φιλοξενία (Κολοκοτρώνη 3, Αθήνα).

Φωτογραφίες: Χρήστος Κοντός, Επιµέλεια: Μαρία ∆ασκαλάκη

Grooming: Κατερίνα Μητροπούλου