Το βιβλίο του Κρίστιαν Μπρέσνεφ «Το Σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο» θα παρουσιαστεί μεθαύριο Τρίτη 17 Μαΐου, στις 19.30, στο Ιδρυμα Ευγενίδου (λεωφ. Συγγρού 387, Π. Φάληρο). Παράλληλα, θα εγκαινιαστεί έκθεση του εικαστικού με έργα που εμπνεύστηκε στη Σίφνο, ενώ στην ίδια εκδήλωση θα προβληθεί ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή και στα έργα του.

Ο εκτυφλωτικός, εξοργιστικά σχεδόν, ελληνικός ήλιος, κάτι βράχια σε σχήμα κρεβατιού, η απομονωμένη ζωή στο Αιγαίο τα χρόνια που προηγήθηκαν της επέλασης του μαζικού τουρισμού, ο ηδονισμός του καλοκαιριού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λαού μας, όπως μόνο κάποιος ξένος μπορεί να τα επισημάνει. Ολα αυτά, και ακόμη περισσότερα, διαβάζει ο αναγνώστης στην αυτοβιογραφία «Το Σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο» (εκδ. Τσιγαρίδα), στις σελίδες της οποίας ο ελβετός εικαστικός Κρίστιαν Μπρέσνεφ μοιράζεται τις κωμικές αλλά και τις συγκινητικές αναμνήσεις του από τη Σίφνο, το νησί που αποτέλεσε σπίτι και πηγή έμπνευσής του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. O συγγραφέας μιλάει για τη σχέση του με τους συγχωριανούς του, για την κατοικία που αγόρασε στα Εξάμπελα, όταν νεαρός τότε καλλιτέχνης έψαχνε έναν ήρεμο τόπο όπου απερίσπαστος θα μπορούσε να επικεντρωθεί στον εαυτό του και στο έργο του.


Ενα ρεαλιστικό κάδρο: η θέα από το παράθυρο του Κρίστιαν Μπρέσνεφ στο σπίτι που διατηρούσε στη Σίφνο.

Πώς αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο για τη ζωή σας στη Σίφνο; «Ποτέ δεν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο, γιατί είμαι ζωγράφος στην καρδιά και όχι συγγραφέας, και πιστεύω πως καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό στο οποίο είναι πραγματικά καλός. Είχα, ωστόσο, έναν επισκέπτη στη Σίφνο, το 1997 νομίζω, έναν καλό μου φίλο, εκδότη, ο οποίος μου πρότεινε να γράψω για τη ζωή και τις εμπειρίες μου στο νησί, επειδή τις θεώρησε ξεχωριστές και πίστευε πως θα ενδιέφεραν αρκετούς ανθρώπους. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία τότε, αν και νομίζω ότι η πρότασή του άφησε το αποτύπωμά της μέσα μου. Οταν πέθαναν οι γονείς μου, βρήκα τα γράμματα που τους έγραφα από το νησί. Τότε κατάλαβα ότι υπήρχε υλικό για ένα βιβλίο. Οσο όμως είχα σπίτι εκεί, δεν μπορούσα να γράψω. Μόλις το πούλησα ένιωσα ελεύθερος, οι αναμνήσεις με πλημμύρισαν και άρχισα να γράφω σαν τρελός. Μου πήρε συνολικά έξι χρόνια και δεν θα τα είχα καταφέρει χωρίς την πολύτιμη βοήθεια του Τιμ Λάβτζοϊ, που είναι πραγματικός συγγραφέας».

Γιατί έπρεπε να φύγετε από το νησί για να γράψετε για τη ζωή σας εκεί; «Γιατί αλλιώς θα ένιωθα σαν να προδίδω το χωριό μου. Δεν θα μπορούσα να ζω εκεί, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους, και να γράφω για εκείνους πίσω από την πλάτη τους. Ημουν μέλος μιας πολύ κλειστής κοινότητας, ήμουν πολύ κοντά τους για να μπορώ να τους περιγράψω με ειλικρίνεια».
Οι πίνακες του ελβετού ζωγράφου σφύζουν από εικόνες της κυκλαδίτικης ζωής.

Ποιο ελληνικό έθιμο έχετε υιοθετήσει; «Δεν είμαι ιδιαίτερα θρήσκος, αν και πιστεύω στον Θεό. Οποτε, ωστόσο, μπαίνω σε εκκλησία, ανάβω κεριά, για τους γονείς μου ή για κάποιους φίλους που έχω χάσει, αλλά και για να είναι καλά οι άνθρωποί μου που είναι ακόμη ζωντανοί. Αυτό το έμαθα στη Σίφνο. Εκεί έμαθα και για το μάτιασμα, το κακό μάτι, μια δεισιδαιμονία που μου έδωσε την αφορμή για μια διασκεδαστική, αστεία ιστορία που αφηγούμαι στο βιβλίο μου».

Τι σας λείπει από τη Σίφνο τώρα που μοιράζετε πια τον χρόνο σας μεταξύ Ελβετίας και ΗΠΑ; «Αναπολώ σίγουρα τα μεσημέρια στην Παναγιά Πουλάτη ή το κολύμπι από τα βράχια στη Χρυσοπηγή. Ανυπομονώ να επιστρέψω εκεί. Θα μου λείπει πάντα η Σίφνος, όμως συνειδητοποίησα ότι δεν ένιωθα την ανάγκη να έχω μια ιδιοκτησία εκεί, δεν χρειάζεται γενικώς να μας ανήκει κάτι στα μέρη που αγαπάμε. Δεν μου λείπει το σπίτι μου. Εχω επιθυμήσει, όμως, τις μυρωδιές, το φαγητό, τα χαμόγελα και τη θέρμη των ανθρώπων».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ