Τρεις αγγλόφωνες βασιλικές βιογραφίες είναι, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό «Time», το «girl power» εκδοτικό γεγονός του τέλους του 2014. Τρία ξεχωριστά «books of thrones» υπόσχονται να αποκαλύψουν άγνωστες πτυχές από τον βίο της Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ισαβέλλας Α΄ της Καστίλλης και της Χατσεπσούτ της Αιγύπτου, διεκδικώντας να αποκαταστήσουν το όνομα αυτών των τριών παρεξηγημένων ισχυρών κοριτσιών της παγκόσμιας Ιστορίας. Δεν είναι οι συνήθεις femmes fatales, οι στραγγισμένες από θηλυκότητα «σκύλες» ή οι θλιμμένες πριγκίπισσες (όπως η Νταϊάνα και πιο πρόσφατα η Μασάκο της Ιαπωνίας) –τα στερεότυπα που καταδιώκουν σχεδόν όλες ανεξαιρέτως τις γυναίκες του θρόνου. Εδώ μιλάμε για τρία γρανιτένια φεμινιστικά icons από τα τρίσβαθα των αιώνων.
Ο βετεράνος της βιογραφίας Α. Ν. Γουίλσον είναι εκείνος που εναποθέτει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το «Victoria: A Life» (Penguin Press). Μόνο που αυτή τη φορά αποκαθιστά την «τιμή» της φέρνοντας στην επιφάνεια μια άλλη, εύθραυστη Βικτωρία πίσω από την αγέρωχη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτοκράτειρα των Ινδιών. Δεν είναι μόνο οι νευρικοί κλονισμοί, η μοναξιά, τα μαύρα φορέματα και η παθολογική φοβία για τις περούκες. Οπως έγραφε προ ημερών ο «Guardian», αυτή τη φορά ο Γουίλσον ανατρέχει στις επιστολές και τα ημερoλόγιά της, παρουσιάζοντάς την πρωτίστως ως «καλλιτέχνιδα». Οχι για τις ομολογουμένως ξεχωριστές υδατογραφίες που φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας της (της πλέον μακρόχρονης στην αγγλική Ιστορία) αλλά «για κάτι βαθύτερο»: γιατί διεκδίκησε το δικό της εσωτερικό «μικροβασίλειο». «Η βασίλισσα», υπαινίσσεται ο Γουίλσον, «ζούσε μια εντελώς εσωτερική ζωή, γεμάτη από χαρακτήρες και αφηγήματα του μυαλού της: o «άγιος» Αλβέρτος (σ.σ.: ο σύζυγός της που πέθανε το 1861), ο κακός Μπέρτι (σ.σ.: ο γιος της, πρίγκιπας της Ουαλίας Εδουάρδος), ο σπινθηροβόλος Ντισραέλι (σ.σ.: ο δις πρωθυπουργός της Βρετανίας) και οι κακοί, μα τόσο κακοί Μπόερς (σ.σ.: που εποφθαλμιούν τις αποικίες της Αυτής Μεγαλειότητας στη Νότια Αφρική)». Για τη Βικτωρία, τονίζει ο Γουίλσον, το πολιτικό παρέμεινε πάντα βαθύτατα προσωπικό.
Και η Κέρστιν Ντάουνι στο «Isabella: Τhe Warrior Queen» (εκδ. Nan A. Talese) δεν αποσιωπά ότι γράφει για μια μονάρχη με cojones. Διότι εκεί γύρω στο 1400, που οι γυναίκες (ακόμη και οι γαλαζοαίματες) είχαν ως μοναδική φιλοδοξία να επιζήσουν από τις εφηβικές εγκυμοσύνες τους, η Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλλης κατόρθωσε να μείνει παρθένος μέχρι τον γάμο της με τον Φερδινάνδο Β΄ της Αραγωνίας (γάμο μάλιστα στον οποίο προχώρησε παρά τις αντίθετες απόψεις του αδελφού της Ερρίκου Δ΄, ο οποίος επιζητούσε μετά ζήλου να της «φορέσει» σύζυγο της δικής του εγκρίσεως). Οταν πέθανε ο Ερρίκος, η Ισαβέλλα στέφθηκε βασίλισσα, ο πρώτος θηλυκός ηγεμών που είχε δει ο πλανήτης για κάμποσες γενεές. Σύμφωνοι, η Ισαβέλλα δεν έμεινε στην Ιστορία για τα φιλανθρωπικά της γκαλά (άλλωστε, ως γνωστόν, υπό τη δική της καθοδήγηση ο Τομάς δε Τορκεμάδα και η λοιπή παλιοπαρέα της Ιεράς Εξέτασης βασάνισε με χιλιάδες ευφάνταστους τρόπους χιλιάδες «αιρετικούς»). Ομως η Ισαβέλλα ήταν μια αδιαμφισβήτητη σουφραζέτα στο ισπανικό βασίλειο όπου όλοι απλώς ασχολούνταν με το να κάνουν σεξ με όλους. Ασχολήθηκε επισταμένως με τη μόρφωσή της (στα 30 της θεώρησε ιερό της καθήκον να αποκτήσει πτυχίο της Λατινικής), συνέφαγε με διαπρεπείς λογίους και ενθάρρυνε στην περίοδο της βασιλείας της μεγάλα φιλολογικά έργα (όπως η Καστιλλιάνικη Γραμματική). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η Ισαβέλλα Α΄ (επονομαζόμενη «Η Καθολική» αλλά και «Η Τρελή», λόγω της διανοητικής ανισορροπίας της στα τελευταία χρόνια της βασιλείας της) ήταν εκείνη που είπε το «ΟΚ» στον Χριστόφορο Κολόμβο, εγκαινιάζοντας πανηγυρικά την περίοδο της ισπανικής υπερπόντιας αυτοκρατορίας στον Νέο Κόσμο.
Οσο για την παρεξηγημένη Χατσεπσούτ, μια αιγυπτιολόγος του UCLA είναι εκείνη που επιχειρεί να αποκαταστήσει το όνομά της σε μια νέα βιογραφία (την πρώτη ύστερα από 20 χρόνια) με τίτλο «The Woman Who Would Βe King: Hatshepsut’s Rise to Power in Ancient Egypt» (εκδ. Crown). Ως ειδικός στα ταφικά έθιμα της αρχαίας Αιγύπτου, συνεπιμελήτρια της έκθεσης «Ο Τουταγχαμών και η Χρυσή Εποχή των Φαραώ» στο Los Angeles County Museum of Art (2005), η Κάρα Κούνεϊ μοιάζει να έχει ανακαλύψει τον δικό της τρόπο να σερβίρει την αιγυπτιολογία στο ευρύ κοινό. Η Χατσεπσούτ είναι για αυτήν «η πιο θαυμαστή και επιτυχημένη γυναίκα που βασίλεψε ποτέ στον δυτικό αρχαίο κόσμο». Μόνο με την αυτοκράτειρα Λου της Κίνας (3ος αιώνας π.Χ.), την Ελισάβετ Α΄ και την Αικατερίνη τη Μεγάλη μπορεί να συγκριθεί (η «Θεά Φιλοπάτωρ» Κλεοπάτρα προφανώς αρκείται στο να «τρώει» τη σκόνη της). Η ιστορία της Χατσεπσούτ, μοναδικής κόρης του βασιλιά Τούθμωσι Α΄, διαδραματίζεται σε έναν περίεργο κόσμο, όπου το στέμμα περνάει από πατέρα σε υιό και όπου τα βασιλικά τέκνα παντρεύονται μεταξύ τους. Μετά τον θάνατο του πατρός και των δύο αδελφών της που προορίζονταν για τον θρόνο, η Χατσεπσούτ νυμφεύεται τον ασθενικό ετεροθαλή αδελφό της (Τούθμωσι Β΄) και αποκτά μαζί του ατυχώς μόνο μία κόρη. Οταν ο σύζυγός της πεθαίνει, για διάδοχός του προορίζεται ο ανήλικος γιος του από μια γυναίκα του χαρεμιού. Η μόλις 16 ετών Χατσεπσούτ εκτελεί, θέλοντας και μη, χρέη αντιβασίλισσας, αναλαμβάνοντας παράλληλα να αναθρέψει βασιλικά το μικρό αγόρι (με το αναπόφευκτο όνομα Τούθμωσις Γ΄).
Στα 20 της (γύρω στο 1503 π.Χ.) τής αποκαλύπτεται αιφνιδίως ο… θεός Αμμων και η Χατσεπσούτ βγαίνει μπροστά και στέφεται η ίδια φαραώ. Και εκεί που οι περισσότεροι ιστορικοί την καταχωρίζουν στο «κουτάκι» με τις δόλιες σφετερίστριες του θρόνου, η Κούνεϊ επιμένει ότι βασικό στοιχείο της επιτυχίας της είναι η στήριξη που εισέπραξε από τις πολιτικές ελίτ του βασιλείου (που είχαν και αυτές πολλά να χάσουν από την αναρρίχηση στην εξουσία του χαμερπούς νιάναρου). Εκείνο που πραγματικά προκαλεί δέος είναι η PR στρατηγική της, ο τρόπος με τον οποίο χτίζει το brand name της, πετραδάκι πετραδάκι, ανάγλυφο ανάγλυφο. Ενορχηστρώνει μια εξαιρετικά επικίνδυνη θαλάσσια αποστολή στο Πουντ (την αφρικανική ακτή στο νότιο άκρο της Ερυθράς Θάλασσας) για να γεμίσει το βασίλειό της με χρυσό, έβενο, μπαμπουίνους, επεξεργασμένα μύρα και δέντρα ολόκληρα αλλά και να παραγγείλει μεγαλοθύμως την κατασκευή έργων που θα εξυμνούν το όνομά της στους αιώνες των αιώνων (το υπέρτατο επίτευγμά της ο ναός στο Ντέιρ ελ-Μπάχρι). Ιδιαίτερη έμφαση θα δώσει και στην ίδια την εικόνα της, εμφυσώντας ζωή σε μια ανδρόγυνη περσόνα με όλα τα φαραωνικά βασιλικά σύμβολα (συμπεριλαμβανομένης και της ψεύτικης γενειάδας).
Ισως η ιστορία της φιλόδοξης φαραώ (λένε ότι ο θάνατός της γύρω στο 1450 π.Χ. οφειλόταν σε μια καρκινογόνο αλοιφή που χρησιμοποιούσε στο πρόσωπό της) να είναι η πιο «φεμινιστική» εκ των τριών. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Κούνεϊ: «Στο πέρασμα της Ιστορίας οι γυναίκες που τείνουμε να θυμόμαστε είναι εκείνες για τις οποίες όλα πάνε κατά διαόλου –την Ιεζάβελ, την Κλεοπάτρα και τη Βοαδίκεια. Είτε είναι άπληστες, είτε προσπαθούν αλλά αποτυγχάνουν με ηρωικό τρόπο, είτε επιθυμούν να κάνουν σεξ με όλους τους άνδρες για να ανέλθουν στην εξουσία. Ομως τη Χατσεπσούτ δεν τη θυμόμαστε για τη λαγνεία ή για κάποια θηλυκή αδυναμία της. Ανέλαβε τη συνέχιση της δυναστείας της και έφερε την αποστολή της εις πέρας τόσο καλά που όλοι θέλησαν να κλέψουν τα εύσημα για τα καταπληκτικά επιτεύγματά της». Αξίζει να σημειωθεί πως μετά τον θάνατό της ο Τούθμωσις Γ΄ που ανέβηκε στον θρόνο έσπευσε να καταστρέψει, μαζί με τα μνημεία της 22χρονης βασιλείας της, και το τελευταίο ψήγμα (τουλάχιστον για τα επόμενα 1.500 χρόνια) βασιλικού φεμινισμού.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ