«Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, (…) Ή η ανουσιότητα του να ζεις»*. Γιατί διαλέξατε έναν τόσο μακροσκελή τίτλο για την παράσταση; «Για να µπορέσω να εξηγήσω µε τον τίτλο τι ακριβώς είναι το έργο, ώστε ο κόσµος να µη χρειάζεται να ξοδεύεται και να αγοράζει πρόγραµµα».

Το έργο μιλάει για το ανούσιο που οχυρώνεται πίσω από ανώδυνες κουβέντες. Αφού τις μισούμε, γιατί καταφεύγουμε σε αυτές; «Δεν νοµίζω ότι τις µισούµε, γιατί αυτές οι ανούσιες κουβέντες µάς σώζουν από τη µαταιότητα της ύπαρξής µας. Βρίσκουµε ανώδυνα θέµατα συζήτησης και εφευρίσκουµε µια ψευδαίσθηση ότι µας ενδιαφέρουν κιόλας. Οταν τοποθετήσεις όλα αυτά τα θέµατα µαζί, σε µια καταιγιστική εµµονή, όπως συµβαίνει στο έργο µας, τροµάζεις από την απελπισία που κρύβεται πίσω από τα λόγια και συνειδητοποιείς την ανηµπόρια του καθενός από µας να αναµετρηθεί µε τους αβάσταχτους φόβους του».

Τα έργα σας μοιάζουν «επιθετικά». Είναι ο τρόπος σας για να ξεσπάτε; «Ολες αυτές οι δουλειές, οι καλλιτεχνικές, προέρχονται από µια προσωπική πληγή. Αυτό γεννάει µια επείγουσα ανάγκη εξωστρέφειας. Δεν µπορώ να διανοηθώ άνθρωπο της τέχνης να µην έχει µαχαιρωθεί και να µη θέλει να µαχαιρώσει αυτόν που τον µαχαίρωσε. Η τέχνη για µένα είναι σαν να έχεις µπει στο αντίθετο ρεύµα και να βλέπεις την νταλίκα να έρχεται καταπάνω σου».

Κάποιοι σας κατηγορούν για μανιέρα… «Φοβερό κοµπλιµέντο. Μου έρχονται στο µυαλό ο Πικάσο, ο Σαίξπηρ, ο Αριστοφάνης, ο Καβάφης, ο Μπέργκµαν, ο Γούντι Αλεν, ο Χατζιδάκις και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι είναι απόλυτα αναγνωρίσιµοι σε κάθε έργο τους και χωρίς να χρειαστεί να δεις την υπογραφή τους, άρα και αυτοί φοβεροί µανιερίστες. Κολακεύοµαι».

Τι πιστεύετε για την ιστορία με τον Γιαν Φαμπρ; «Ο Γιαν Φαµπρ καλώς παραιτήθηκε. Το πρόβληµα για µένα είναι αυτό που έµεινε πίσω. Γιατί η πολιτική της χώρας µας είναι, νοµίζω, πολύ πιο προσβλητική από τον Γιαν Φαµπρ, τον οποίο στο κάτω κάτω ο υπουργός µας τον κάλεσε και ο υπουργός µας τού έδωσε το ελεύθερο να προτείνει ό,τι πρότεινε».

Το καλοκαίρι συναντάτε τη Λυσιστράτη σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού. Τι σας γοητεύει στον ρόλο; «Γενικά, δεν γοητεύοµαι πολύ από ρόλους. Γοητεύοµαι από ανθρώπους και από συνεργασίες. Ο ρόλος είσαι εσύ, δεν είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, οπότε ως ηθοποιός αυτό που αναζητάς είναι η ελευθερία να υπάρξεις ολόκληρος πάνω στη σκηνή. Μια τέτοια προσµονή µού χάρισε η πρόταση που µου έκανε ο Μαρµαρινός και σε αυτό θέλω να αφεθώ».

Πού κάθεστε όταν γράφετε ένα έργο; «Γράφω πάντα την ώρα που ξυπνάω. Πρέπει να είναι το πρώτο πράγµα που θα κάνω µέσα στην ηµέρα µου. Και πάντα σε πολύ οικείο χώρο.Μου αρκείένα τραπέζι και ηρεµία».

Τραγουδάτε ρεμπέτικο. Προτιμάτε τον Τσιτσάνη ή τον Βαμβακάρη; «Μ’ αρέσει περισσότερο ο Τσιτσάνης γιατί έχει πιο πλούσια µουσική και θεµατολογική γκάµα, έχει πολύ περισσότερα γυναικεία τραγούδια, και επίσης µου αρέσει λίγο περισσότερο το περίφηµο «λαϊκό τραγούδι» απ’ ό,τι το καθαρό ρεµπέτικο του Μάρκου».

Ποιο βιβλίο θα μαθαίνατε απέξω εάν ήταν ο μοναδικός τρόπος να το διασώσετε από την ανυπαρξία; «Σίγουρα κάποιο διήγηµα του Παπαδιαµάντη. Η γλώσσα του είναι ό,τι πιο παρηγορητικό έχω ποτέ στη ζωή µου διαβάσει δυνατά στον εαυτό µου».

Πώς θα περιγράφατε την εικόνα της τέλειας ευτυχίας; «Είναι η στιγµή της σύλληψής µου. Τρέχει το σπερµατοζωάριο να βρει το ωάριο και τελευταία στιγµή, τσακ, αποτυγχάνει, δεν µπαίνει µέσα του κι εγώ δεν γεννιέµαι ποτέ».

Για ποια τελευταία σας «ανακάλυψη» νιώσατε υπερήφανη; «Είναι γνωστό ότι ανακάλυψα τον τροχό, αλλά η ανακάλυψή µου, η οποία µε κάνει πραγµατικά περήφανη, είναι η ότι η Γη γυρίζει. Με αυτή την τελευταία µου ανακάλυψη, πραγµατικά νοµίζω ότι την έχω ψωνίσει».
Από τις 4 Μαΐου στο Μικρό Παλλάς (Αµερικής 2, city link).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ