Πώς ξεκινήσατε την περιπέτεια της γραφής; «Στην εφηβεία, σαν ανάγκη. Ημουν ένα κορίτσικαλό στην παρέα όσο κρατούσαν τα γέλια, όμως τελικά βαριόμουν γρήγορα καιαπομακρυνόμουν. Οι ανησυχίες, το ακατανόητο της ύπαρξής μου: γιατί δεν επικοινωνώ, γιατί ερωτεύομαι χωρίςανταπόκριση, γιατί είναι όλα μαύρα. Ολα αυτά έβγαιναν στο τετράδιο».

Το έχετε κρατήσει; «Τα έκαψα αυτά τα τετράδια. Ηταν άγρια πράγματα, φοβιστικά. Κράτησα ένα μόνο, πιο φωτεινό. Δεν έχει καλλιτεχνική αξία, αλλά εκείνη τη νοστιμιά της αγουρίδας».

Στα κείμενά σας η επικαιρότητα είναι η αφορμή για να ξεστρατίσετε στη δική σας πραγματικότητα. «Nαι, καταφεύγω στον σουρεαλισμό, στο όνειρο, φανερώνω συνειρμούς, ταξιδεύω στην παιδική ηλικία, την παράδοση, για να δω τι συνδέει το μέλλον με το παρόν και το παρελθόν. Θέλω σαν μια «μάγισσα», σαν μια «ιέρεια» να προβλέψω το μέλλον».

Φαίνεται να νοσταλγείτε την παιδική σας ηλικία. «Δεν έχω καλή επαφή με τη νοσταλγία. Αν θέλω να διασώσω μια εικόνα, είναι μόνο αυτή: ένα παιδί τριών χρόνων, γυμνό από τη μέση και πάνω, που παίζει με ένα πανάκι που το πήρε από τη μοδίστρα μαμά του και έχει μέσα σπασμένα γυαλιά, μια παραμάνα και σκουριασμένα καρφιά».

Η Σοφία των κωµικών ρόλων µάλλον δεν µοιάζει πολύ µε την πραγµατική. «Δεν είμαι η κωμικός των συναναστροφών. Ομως κάθε φορά που υπερβάλλω υπερασπιζόμενη μια αλήθεια οι άνθρωποι γελάνε! Κατάλαβα πως η κωμικότητά μου συνδέεται με την αλήθεια μου. Η μαμά μου λέει πως είχα ένα «φως», κάτι που τραβούσε τον κόσμο επάνω από το καροτσάκι μου. Σήμερα το γέλιο μου είναι πολλές φορές φόβος, ένα τικ, κάτι σαν σπασμός».

Γράφετε ότι στην Ελλάδα το κωµικό πρέπει να είναι και άσχηµο. Γιατί; «Είμαι θύμα κακοποίησης: να πέφτουν στραβά τα φώτα επάνω μου, να ασχημαίνουν την εικόνα μου επίτηδες, καθώς πίστευαν ίσωςότι το κωμικό οφείλει και πρέπει να είναι άσχημο, να μην έχει σχήμα δηλαδή».

Κάτι σαν κακό Photoshop. «Γενικά είμαστε θύματα των κατασκευαστών εικόνας. Λες «Θέλω να βγω με τις ρυτίδες μου» και δεν σε αφήνουν. Οταν έχω τη δύναμη της διαχείρισης της εικόνας μου την αφήνω όπως είναι. Καισυνήθως είμαι πιο γλυκιά, με αναγνωρίζει και η μάνα μου».

Η παράσταση του Εθνικού «Οι ευτυχισµένες µέρες» έριξε αυλαία. Πώς αποχαιρετάτε τον ρόλο της Γουίνι; «Σαν να αποχωρίζομαι έναν έρωτα, όχι γιατί δεν θέλω να τον ξαναδώ, αλλά γιατί φεύγει στην Αμερική.
Η Γουίνι θέλει να γνωρίσει τον Νέο Κόσμο, σκέφτομαι…».

Υστερα από κάθε ρόλο είστε διαφορετική; «Υπάρχει κίνδυνος να φύγεις από το καμαρίνι και να φοράς το φόρεμα του ρόλου και οι λέξεις του να είναι κολλημένες επάνω σου σαν πούπουλα. Δεν μου έχει συμβεί ευτυχώς. Αυτά όμως που βιώνω επί σκηνής γίνονται ουσία που κυλά στο αίμα μου και δεν αποβάλλεται».

Το θέατρο σας έδωσε χαρές; «Είναι η ζωή μου. Και ενώ βιώνω βαθιά αγωνία, δεν έχω αυτό που λέμε τρακ. Θέλω να βγαίνω σαν μπαλαρίνα, να περπατάω επάνω στο τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ και να φτάνω στην απέναντι άκρη με χαμόγελο».

Τη ζωή σας τη ζήσατε όπως θέλατε; «Τα πράγματα με πήγαν αλλού. Τα λάθη μου νομίζω ξεκινούσαν από μιατάση φυγής. Εφευγα από κάτι που με βασάνιζε και πήγαινα κάπου αλλού με ακόμη πιο ολέθρια αποτελέσματα μέχρι που κατάλαβα ότι φταίω εγώ. Δεν αντέχω τις γυναίκες που είμαι εγώ και τα λάθη τους. Μεγαλώνονταςαυτές οι γυναίκες μού ζητούν αγάπη και είναι θέμα επιβίωσης να τις συμπαθήσω».

Την Ελλάδα µε τι θα την παροµοιάζατε; «Με τη Γουίνι στις «Ευτυχισμένες μέρες»: η βαρύτητα την τραβά προς το χώμα και εκείνη δεν μπορεί να κουνηθεί. Και σαν τη Γουίνι προσπαθεί να πιαστεί από το παρελθόν και από τις λέξεις, από μια φράση του Ελύτη, από μια ανάμνηση, από μια κολόνα του Παρθενώνα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ