Αρρενωπός, με έναν αέρα «παλιού Χόλιγουντ», ο 44χρονος Μπεν Αφλεκ τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί καλύτερος σκηνοθέτης από ό,τι ηθοποιός. Οι ταινίες που φέρουν τη σφραγίδα του ως δημιουργού απευθύνονται σε σκεπτόμενο κοινό, αφηγούνται πρωτότυπες ιστορίες και είναι γυρισμένες με το μεράκι ενός γνήσιου σινεφίλ: από το ντεμπούτο του, το «Χωρίς ίχνη» (2007), μέχρι την περιπέτεια «The Τown» (2010) και βέβαια την οσκαρική «Επιχείρηση: Argo» (2012), ο Μπεν Αφλεκ παρουσιάζει μια ωριμότητα και μια συνέπεια που χαίρουν θαυμασμού.
Η τέταρτη ταινία του, «Ο νόμος της νύχτας», την οποία θα δούμε στις αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη, είναι ένα γκανγκστερικό δράμα «παλαιάς κοπής» στηριγμένο στο μπεστ σέλερ του Ντένις Λεχέιν (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), με τον οποίο ο Αφλεκ είχε συνεργαστεί και στην πρώτη ταινία του. Ως ηθοποιός, στον «Νόμο της νύχτας» ο Αφλεκ κάνει επίσης ένα βήμα πιο πέρα, κρατώντας ίσως τον πιο σκοτεινό ρόλο της καριέρας του: υποδύεται τον Τζο Κάφλιν, έναν κακοποιό της Βοστώνης που χτίζει σιγά σιγά το όνομά του στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης.
Η εν λόγω ταινία ήταν η αφορμή για μια συνάντησή μας τον περασμένο Δεκέμβριο στη Νέα Υόρκη, όπου ομολογώ ότι ο Μπεν Αφλεκ με εντυπωσίασε. Μιλάει πολύ γρήγορα (σχεδόν δυσκολεύεσαι να τον παρακολουθήσεις), με πολύ πάθος, ξέρει πολύ καλά το σινεμά και είναι ένας καθαρόαιμος οραματιστής. Μια από τις πιο όμορφες στιγμές της κουβέντας μας ήταν όταν του ανέφερα την «Τσάιναταουν» του Ρόμαν Πολάνκσι. Ο Αφλεκ άρχισε να υμνεί το σενάριο του Ρόμπερτ Τάουνι («Οταν τον συνάντησα τον έπρηξα λέγοντάς του ξανά και ξανά ότι έχει γράψει ένα αριστούργημα») και να λέει με υπερηφάνεια ότι ένα πρωτότυπο πόστερ της ταινίας κοσμεί το γραφείο του.
Με άλλα λόγια, ο Μπεν Αφλεκ είναι αυτό που πολύς κόσμος πιστεύει ότι δεν είναι. Ξεκινήσαμε τη συζήτηση από τη σχέση του με τον Λεχέιν, συγγραφέα μεγάλου κύρους στην Αμερική, με επιτυχίες όπως το «Σκοτεινό ποτάμι» και το «Νησί των καταραμένων».
Τι είναι τελικά αυτό που σας συνδέει με τα μυθιστορήματα του Ντένις Λεχέιν; «Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του Ντένις που κάνω ταινία και νομίζω ότι πλέον εδραιώνεται ο θαυμασμός που τρέφω για το έργο του. Ο Ντένις έχει μια ασφαλή φιλοσοφία γύρω από τη σχέση λογοτεχνίας – κινηματογράφου. Το βλέπει ως εξής: «Γράφω τα βιβλία, δεν κάνω τις ταινίες». Ξέρει το σύστημα. Κάποιος αγοράζει τα δικαιώματα, άρα αυτός έχει την ευθύνη της μεταφοράς τους. Μεταξύ μας δουλεύουμε συστηματικά. Του στέλνω σημειώσεις προτού καν ξεκινήσω γύρισμα. Ή και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Εχουμε δημιουργικό διάλογο. Μου στέλνει κι αυτός σημειώσεις με επισημάνσεις του. Στο τέλος, όταν η ταινία έχει πια γυριστεί, βλέπει μια πρώτη εκδοχή της. Το θέμα είναι ότι ο Ντένις δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων που θέλουν να βρίσκονται διαρκώς στο μόνιτορ, που θέλουν να ελέγχουν τα πάντα, που θέλουν να έχουν λόγο για το καστ, για τις αλλαγές, για το οτιδήποτε. Είναι πολύ ασφαλής αλλά και, για να είμαι ειλικρινής, υποστηρικτικός».

Τι θα μπορούσε να σας πει με μια επισήμανσή του ο Ντένις Λεχέιν;
«Ω, μικρά πράγματα, τα οποία, όμως, μπορούν να κάνουν τη διαφορά στο μεγάλο σύνολο. Ενα βλέμμα που δεν ήταν τόσο σπαρακτικό όσο θα έπρεπε, μια παύση που ίσως θα ήταν προτιμότερο να είχε μεγαλύτερη διάρκεια. Ή μικρότερη. Τέτοια πράγματα. Ο Ντένις είναι καλλιτέχνης. Εχει τρομερή αντίληψη των αποχρώσεων των πραγμάτων. Είναι συντονισμένος στις λεπτομέρειες. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι κατά τη γνώμη μου ένα μεγάλο έργο οφείλει τη σπουδαιότητά του στις λεπτομέρειες».
Και τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, τον «Νόμο της νύχτας»; «Αν στο «Χωρίς ίχνη» αγάπησα τη διφορούμενη ηθική της ιστορίας, διαβάζοντας τον «Νόμο της νύχτας» είδα μια ταινία-επιστολή αγάπης στις παλιές γκανγκστερικές ταινίες του Χόλιγουντ, του ’30, του ’40 αλλά και του ’50, του ’60 και του ’70. Ηθελα πραγματικά να φτιάξω ένα πολύ cool, διασκεδαστικό γκανγκστερικό έργο και οι επιρροές μου, όσο κλισέ και αν ακουστώ, ξεκινούν από ταινίες όπως «Ο μεγάλος αμαρτωλός», ο «Δημόσιος κίνδυνος» και οι «Κολασμένες ψυχές». Αλλά και ο «Νονός» του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Και προσπάθησα να αποδείξω ότι ακόμη και μια τέτοια ταινία, να χτυπήσω ξύλο, μπορεί να έχει επιτυχία με το μεγάλο κοινό».
Τι ήταν αυτό που ανακαλύψατε στην αφήγηση αυτής της ιστορίας και σας εξέπληξε; «Τους ηθοποιούς. Για πρώτη φορά εκτίμησα τόσο πολύ τη σημασία των ηθοποιών, ίσως επειδή αυτή είναι η πρώτη φορά που ως κινηματογραφιστής μπορώ να πω ότι άγγιξα τα όριά μου –αν δεν τα ξεπέρασα κιόλας. Οι ηθοποιοί χρειάζονται σθένος όταν ο σκηνοθέτης βρίσκεται υπό πίεση και αυτή τη φορά ήμουν όντως πολύ πιεσμένος».
Ο ήρωάς σας, ο Τζο Κάφλιν, αναζητεί το αμερικανικό όνειρο, όχι όμως με τόσο αποδεκτές μεθόδους. Ως σκηνοθέτης ήταν πρόθεσή σας να το επισημάνετε; «Δεν νομίζω ότι θέλησα ποτέ να δώσω κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα με την ταινία μου, αν και υπάρχει μια συγκεκριμένη σκέψη που ο Ντένις προτείνει στο βιβλίο κι εγώ προσπάθησα να την ακολουθήσω. Για κάθε επιλογή που κάνουμε έχουμε να πληρώσουμε ένα τίμημα. Ορισμένες φορές κάνουμε ό,τι θέλουμε, διαλέγουμε τις δικές μας ξεχωριστές ηθικές, όμως τελικά υπάρχει ένας τρόπος που λειτουργεί το Σύμπαν και κάποια στιγμή, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, θα πρέπει να πληρώσουμε την οφειλή μας».
Πότε ανακαλύψατε αυτό που μόλις είπατε; «Θα μπορούσα να σας πω, αλλά έτσι θα αποκάλυπτα πολλά πράγματα για τον εαυτό μου και δεν θα το ήθελα».
Πιστεύετε, όμως, ότι ένα νεαρό σε ηλικία κοινό είναι σε θέση να αντιληφθεί τι θυσίες γίνονταν κάποτε για την κατάκτηση του αμερικανικού ονείρου; «Δεν ξέρω… Δεν ξέρω. Είναι δύσκολο να μιλήσεις με βάση τις διαφορετικές γενιές. Πιστεύω, πάντως, ότι σήμερα κάνουμε cocooning μέσα στη μικρή φωλιά της γενιάς μας και κοιτάζουμε τα πράγματα από το παράθυρο και κάνουμε ότι ξέρουμε αυτή τη γενιά καλύτερα από κάθε άλλη που προηγήθηκε. Αυτό που αντιλαμβάνομαι συναναστρεφόμενος νέους ανθρώπους, 20άρηδες, 25άρηδες με τους οποίους συνεργάζομαι, είναι μια τρομερή εργασιακή ηθική και τυφλή αφοσίωση σε αυτό που κάνουν. Με αυτή τη στάση τους τα παιδιά ετούτα συγκρούονται με τον στερεοτυπικό τεμπέλη αλλοτινών γενιών ο οποίος ζητούσε αναρρωτική άδεια κάπου εκατό ημέρες τον χρόνο. Πιστεύω πολύ στη νέα γενιά, με εμπνέει, με ενθαρρύνει. Το μέλλον δεν θα είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που έχουμε προβλέψει, αυτό που έχουμε σχεδιάσει, όμως αυτό ίσως να είναι και το καλό της υπόθεσης».
Θεωρείτε ότι ένας κινηματογραφιστής έχει ευθύνη απέναντι στο κοινό σε σχέση με αυτό που αποφασίζει να κινηματογραφήσει και με το πώς το κινηματογραφεί; «Πιστεύω ότι ναι, οφείλουμε να έχουμε αίσθηση ευθύνης, ως κινηματογραφιστές, ως καλλιτέχνες, ως πολίτες. Αυτό που δίνουμε στον κόσμο ασκεί, αναπόφευκτα, επιρροή σε τρίτους· είτε είναι μια ταινία είτε ένα γκραφίτι στον δρόμο. Πιστεύω, επίσης, ότι οφείλουμε να έχουμε ευθύνη σε ό,τι σχετίζεται με τη δημόσια συμπεριφορά μας. Για παράδειγμα, ως πολίτης ένιωσα άσχημα βλέποντας ότι στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στην Αμερική η Κου Κλουξ Κλαν άρχισε να ακούγεται περισσότερο. Ηταν ένας από τους λόγους που αποφάσισα να βάλω ένα κομμάτι του διαλόγου στην ταινία, λέγοντας ότι η Κου Κλουξ Κλαν δεν είναι αμελητέα ποσότητα, αφού αγγίζει τα πέντε εκατομμύρια μέλη σε όλη τη χώρα (σ.σ.: το λέει ο ίδιος ο Αφλεκ σε μια σκηνή της ταινίας). Το έβαλα διότι ήθελα το κοινό να καταλάβει πως εκείνη η εποχή ήταν τόσο διαφορετική από τη σημερινή. Προφανώς, σήμερα, δεν έχουμε πέντε εκατομμύρια οπαδούς της Κου Κλουξ Κλαν στην Αμερική. Νιώθεις, όμως, ότι τώρα η ΚΚΚ έχει μεγαλύτερη απήχηση από ό,τι πριν από πέντε-δέκα χρόνια».

Μιλήστε μας λίγο για το πώς βοηθιέται ένας ηθοποιός όταν σκηνοθετείται από τον εαυτό του. Και το αντίθετο, πώς δηλαδή βοηθιέται ένας σκηνοθέτης που σκηνοθετεί τον εαυτό του ως ηθοποιό.
«Ως ηθοποιός που σκηνοθετείσαι από τον εαυτό σου μαθαίνεις να αποβάλλεις τα περιττά, να μη σπαταλάς ενέργεια και να κάνεις καλύτερη χρήση εκείνων των στοιχείων που νιώθεις ότι λειτουργούν. Και αυτό το μαθαίνεις βλέποντας σε καθημερινή βάση το υλικό σου».
Περιγράψτε λίγο το ρετρό στυλ της ταινίας. «Το ύφος ήθελα να είναι επιτηδευμένα κλασικό, επέλεξα να δουλέψω με ατελείωτα storyboards, με πολλά dollies (ράγες στις οποίες τοποθετείται και κινείται η κάμερα), δεν ήθελα κάμερα στο χέρι, δεν ήθελα η εικόνα να έχει τίποτε το σύγχρονο όπως π.χ. στο «The Τown» όπου τα πάντα έγιναν πολύ γρήγορα, με ασταμάτητα cuts και πολύ αυτοσχεδιασμό από εμένα και τον (Τζέρεμι) Ρένερ. Στον «Νόμο της νύχτας» ήθελα να ξέρω ακριβώς τι επρόκειτο να κάνω προτού το κάνω, πού θα στόχευε η κάμερα, πού θα βρίσκονταν οι κομπάρσοι, πού θα ήταν τα αυτοκίνητα. Ολοι οι ηθοποιοί γνώριζαν εκ των προτέρων πού θα βρίσκονταν, τι θα έκαναν, τι θα έλεγαν και πότε. Δεν υπήρχε καμία σύγχυση, κανένα μπέρδεμα από εκείνα που κάνουν τον σκηνοθέτη να νιώθει ανόητος. Είναι μια πολύ δύσκολη μέθοδος, βέβαια, διότι αν έχεις πολλά μονοπλάνα δεν αρκεί να πετύχεις το μισό, δεν έχεις τη βοήθεια του μοντάζ, θα πρέπει να το ολοκληρώσεις τέλειο. Και ναι, φοβόμουν, όμως είχα στη διάθεσή μου τον Μπομπ Ρίτσαρντσον στη διεύθυνση της φωτογραφίας, και έτσι νομίζω τα κατάφερα».
Επομένως, γιατί επιλέξατε τα μονοπλάνα ενώ θα μπορούσατε να κάνετε τη ζωή σας πιο εύκολη με το μοντάζ; «Νομίζω ότι ο Τζιμ Τζάρμους ήταν που έχει πει πως κάθε cut είναι ένα ψέμα. Νομίζω ότι αυτό είναι. Κατά μία έννοια είναι σαν να ξέρεις ότι κοροϊδεύεις τον άλλο με τα πολλά cuts, επομένως επιλέγεις να μην το κάνεις, να αφήσεις το πράγμα να εξελιχθεί όπως είναι, αναζητώντας την αυθεντικότητα. Το κοινό καταλαβαίνει ότι παρακολουθεί κάτι περισσότερο αληθινό, περισσότερο οργανικό. Χωρίς βέβαια να το επιδιώκω συνειδητά σαν να λέω: «Κοιτάξτε πόσο σέξι σκηνοθέτης είμαι και τι μπορώ να κάνω»».
Εχει πολύ ενδιαφέρον και η αναπαράσταση της εποχής της ποτοαπαγόρευσης με πάρα πολλές εξωτερικές σκηνές πλήθους. Σας δυσκόλεψαν; «Οι δυσκολότερες! Και ο λόγος είναι ότι δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω ψηφιακούς κομπάρσους. Πιστεύω ότι η τεχνολογία δεν έχει ακόμη καταφέρει να παρουσιάσει τους ψηφιακούς extras σε σημείο τέτοιο ώστε η εικόνα τους να είναι πραγματικά ανθρώπινη. Αυτό που γίνεται είναι περίπλοκο και φαίνεται. Σκεπάζουν με ψηφία την εικόνα και τη μετακινούν και είναι σαν να μετακινούνται μαζί όλοι οι άνθρωποι. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτές τις εικόνες, είναι «εκτός». Aυτό που βλέπουμε στην ταινία είναι εξολοκλήρου σάρκινο. Κάθε κομπάρσος έχει το δικό του κοστούμι, κάθε κοστούμι είναι χειροποίητο, όλα τα σκηνικά είναι φτιαγμένα από το μηδέν, ήξερα πού θα πάει το κάθε καδρόνι. Ηθελα να προσφέρω μια ταινία που θα ήταν πραγματικά σαν εκείνες… Σαν τους «Κόκκινους» ή σαν το «Δρ Ζιβάγκο»».
Δηλαδή, τα πάντα στην ταινία είναι πραγματικά, ακόμη και τα αυτοκίνητα; «Ολα τα αυτοκίνητα είναι αληθινά. Το μόνο ψηφιακό στοιχείο της ταινίας είναι μια μακέτα που απεικονίζει τη φυλακή Charlestown της Βοστώνης, η οποία δεν υπάρχει πια διότι γκρεμίστηκε –τίποτε δεν υπάρχει από αυτήν εκεί πλέον, ο χώρος έδωσε τη θέση του σε κολέγιο. Χρειάστηκε να φτιάξουμε μία ακόμη ψηφιακή μακέτα, και αυτό ήταν. Ολα τα υπόλοιπα είναι αληθινά. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση ο «Νόμος της νύχτας» να είναι η πρώτη μου ταινία. Γίνονταν πάρα πολλά πράγματα στη σκηνή και θα έπρεπε να έχω αρκετή πείρα για να τα ελέγξω».
Αλήθεια, πώς είναι να οδηγείς ένα αυτοκίνητο εκείνης της εποχής; «Δεν το οδήγησα! Ο (συμπρωταγωνιστής μου) Κρις Μεσίνα το οδήγησε, δόξα τω Θεώ. Οποτε έπιανα τιμόνι ήταν καταστροφή! Το μεγάλο πρόβλημα ήταν οι ταχύτητες. Κατά κάποιον τρόπο αφήνουν την οδήγηση στη φαντασία σου… Εχω δύο σκηνές όπου οδηγώ και σκεφτόμουν: «Αυτό είναι απίστευτο! Πώς το έκαναν τότε;»». l
Η ταινία «Ο νόμος της νύχτας» θα προβάλλεται στις αίθουσες από τις 12 Ιανουαρίου από την Tanweer, την οποία ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ