Ο Λι Μπίλινγκς, associate editor του διεθνούς περιοδικού επιστήμης «Scientific American», εκλαϊκεύει δυσπρόσιτη γνώση με πλανήτες, φάσματα και «βιο-υπογραφές»

Ο Λι Μπίλινγκς μιλάει όπως γράφει. Με αισιοδοξία, με προσοχή στη λεπτομέρεια, με σεβασμό στα πολύπλοκα επιστημονικά δεδομένα αλλά και με εμφανή τη φροντίδα να μετατρέψει τις δύσκολες έννοιες σε λέξεις κατανοητές για τον μέσο αναγνώστη –καρπός της δουλειάς του στο εκλαϊκευτικό περιοδικό «Scientific American». Το πρόσφατο βιβλίο του «Πέντε δισεκατομμύρια χρόνια μοναξιά» (εκδ. Ροπή) επικεντρώνεται στο ερώτημα της ύπαρξης έλλογων πολιτισμών, αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία της αναζήτησης κατοικήσιμων πλανητών και ζωής πέρα από το ηλιακό σύστημα, διερωτάται για το εύθραυστο της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους σε έναν πλανήτη που απειλείται από περιβαλλοντική καταστροφή. Και συζητά με το ΒΗΜΑgazino για τη ζωή, για το Σύμπαν και για τα πάντα.

Το ερευνητικό πρόγραμμα SETI, οι «βιο-υπογραφές», τα φάσματα, η συμβολομετρία. Στο βιβλίο σας αναφέρετε πλήθος εκλεπτυσμένων μεθόδων για την αναζήτηση κατοικήσιμων πλανητών. «Το Σύμπαν δεν έχει την υποχρέωση να σεβαστεί τις αφελείς προσδοκίες μας να συναντήσουμε εξωγήινους καβάλα σε πυραύλους. Εφόσον η ζωή αποτελεί πλανητικό φαινόμενο που υπακούει στους γνωστούς φυσικούς νόμους, προσπαθούμε να διαβάσουμε τις επιδράσεις της ύπαρξης ζωής στο περιβάλλον –αυτό που ονομάζουμε «βιο-υπογραφή». Ενας εξωγήινος αστρονόμος θα έκανε το ίδιο με τη Γη ερευνώντας τηλεσκοπικά πώς διάφορες χημικές ενώσεις «απορροφούν» ή «αντανακλούν» συγκεκριμένα μήκη κύματος του φωτός. Ετσι, θα ανακάλυπτε την παρουσία οξυγόνου και από τις βασικές γνώσεις και μόνο φυσικής και χημείας θα υπέθετε την ύπαρξη ζωής. Σήμερα, όμως, παρακολουθούμε τον Αρη, έναν πλανήτη της διπλανής πόρτας, με τηλεσκόπια από τη Γη, με δορυφόρους, με στόλο ολόκληρο από ρομποτικά οχήματα που έχουν προσγειωθεί πάνω του και ακόμη δεν ξέρουμε αν υπάρχει ή αν υπήρξε κάποτε ζωή εκεί. Το να βρούμε λοιπόν ζωή σε μακρινούς πλανήτες, σε τροχιά γύρω από άλλα άστρα, ποτέ δεν θα είναι εύκολο».
Εχοντας ανακαλύψει σήμερα κάπου 3.500 πλανήτες εκτός του ηλιακού συστήματος πόσο κοντά βρισκόμαστε στην ταυτοποίηση ενός πλανήτη ικανού να συντηρήσει ζωή παρόμοια με της Γης; «Αν ορίσουμε τους παρόμοιους με τη Γη κόσμους ως βραχώδεις με λεπτή ατμόσφαιρα, στη σωστή θέση γύρω από τον αστέρα τους ώστε να διαθέτουν υδάτινη επιφάνεια, τότε τα καλά νέα είναι ότι έχουμε ήδη στις λίστες μας πολλούς τέτοιους. Τα κακά νέα είναι ότι τέτοιες μετρήσεις είναι αναγκαίες, όχι ικανές όμως για να αποκαλύψουν την αληθινή φύση ενός πλανήτη. Τα καλύτερα νέα είναι πως στατιστικές από τους χιλιάδες πλέον γνωστούς πλανήτες υπαινίσσονται ότι περίπου το 20%-25% των αστέρων του τύπου του Ηλιου συνοδεύονται πιθανότατα από βραχώδεις, δυνητικά υδρόγειους κόσμους. Το επόμενο βήμα λοιπόν είναι προφανές: βρίσκουμε τους πολλά υποσχόμενους υποψήφιους και τους υποβάλλουμε σε εντατικότερη παρατήρηση. Τέτοιου είδους έρευνες έχουμε ξεκινήσει ήδη, πιθανότατα όμως θα διαρκέσουν δεκαετίες καθώς θα επινοούμε νέα, ισχυρότερα τηλεσκόπια και άλλα όργανα».
Το πολλά υποσχόμενο νέο τηλεσκόπιο James Webb που θα αντικαθιστούσε το Hubble; «Από τη στιγμή που γλίτωσε από ισχυρούς πολιτικούς οι οποίοι ήθελαν να διακόψουν τη χρηματοδότησή του εξαιτίας του κόστους των 8,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων το τηλεσκόπιο James Webb βαδίζει προς αίσιο τέλος. Θα εκτοξευθεί τον Οκτώβριο του 2018 και θα κατευθυνθεί πέρα από τη Σελήνη, σε απόσταση 1,5 εκατ. χιλιομέτρων από τη Γη. Στην πορεία θα πρέπει να θέσει σε λειτουργία επιτυχώς όλα του τα όργανα, να ξεδιπλωθεί σαν οριγκάμι από τη συμπαγή διαρρύθμιση με την οποία θα έχει πακεταριστεί στον πύραυλο. Εδώ αρχίζουν τα «αν». Αν κάποιο κομβικό στοιχείο του δεν λειτουργεί, δεν υπάρχει εύκολος ή γρήγορος τρόπος να διορθωθεί. Αν όλα πάνε καλά, θα αποτελέσει μείζον βήμα για όλη την αστρονομία. Αν σταθούμε πολύ τυχεροί, θα κατηγοριοποιήσει τις ατμόσφαιρες του μικρού δείγματος των «υπερ-Γαιών» κοντινών άστρων, άρα ίσως έχουμε τις πρώτες πειστικές αποδείξεις κατοικήσιμων πλανητών ή ύπαρξης ζωής εκτός του ηλιακού συστήματος. Νομίζω, όμως, ότι τελικά θα είναι τα «παιδιά» του Webb αυτά που θα μας φέρουν εικόνες και φάσματα άλλων αχνών γαλάζιων τελειών, άλλων πλανητών σαν τη Γη σε τροχιά γύρω από άλλα άστρα».

Εκ των υστέρων πολυέξοδα προγράμματα όπως αυτό του διαστημικού λεωφορείου μοιάζουν αδιέξοδα ή τα δικαιώνει η τοποθέτηση σε τροχιά του Hubble και η κατασκευή του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού; «Το πρόγραμμα των διαστημικών λεωφορείων περιλαμβάνει μια ευρύτερη τραγωδία που συχνά μένει στη σκιά της καταστροφικής απώλειας των «Challenger» και «Columbia» και των θανάτων 14 συνολικά αστροναυτών –την τραγωδία του σπαταλημένου δυναμικού τους που καθιστά τις απώλειες ζωής ακόμη πιο παράλογες. Από πολλές απόψεις τα διαστημικά λεωφορεία υπήρξαν εμβληματικά των μεγάλων τεχνολογικών μας φιλοδοξιών –και των περιορισμών μας. Σε έναν καλύτερο κόσμο αυτά τα εντυπωσιακά σκάφη θα συνέβαλλαν σε κατασκευές σε τροχιά γύρω από τη Γη σκαφών για διαπλανητικά ταξίδια και εξελιγμένων τηλεσκοπίων για επαναστατικές αστροφυσικές παρατηρήσεις. Ισως, όμως, είναι λάθος να ζυγίζουμε την αξία τους μόνο στη βάση των δευτερευουσών εφαρμογών τους. Θα μπορούσε κανείς να πει ιδεαλιστικά ότι οι διαστημικές πτήσεις αποτελούν αυταξία, ανεξάρτητα από το αν παρέχουν χρήσιμα υποπροϊόντα στην επιστήμη και την αεροδιαστημική βιομηχανία. Προσωπικά, χαίρομαι που έτυχε να ζήσω την εποχή που πετούσαν τέτοιες όμορφες μηχανές».
Στο βιβλίο σας ανακύπτει τακτικά η αγωνία για τη χρηματοδότηση φιλόδοξων ερευνητικών προγραμμάτων σήμερα. «Το ζήτημα της χρηματοδότησης είναι σημαντικότερο από ποτέ. Κι αυτό επειδή φαίνεται ότι ζούμε πια σε μια εποχή όπου οι παραδοσιακές σύγχρονες μορφές χρηματοδότησης της καθαρής επιστήμης, οι κυβερνήσεις, εξασθενούν. Αστρονόμοι και αστροφυσικοί αναζητούν εναλλακτικές πηγές είτε απευθυνόμενοι στο κοινό είτε στις ευεργεσίες πλούσιων φιλάνθρωπων. Ωστόσο, ακόμη και η αναβίωση της επιστημονικής φιλανθρωπίας που βιώνουμε σήμερα δεν αποτελεί καλό οιωνό για μελλοντικές κυβερνητικές χρηματοδοτήσεις, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν βασικά πεδία έρευνας τα οποία είναι δύσκολο ή αδύνατον να χρηματοδοτηθούν είτε με τη μέθοδο του crowdsourcing είτε από δισεκατομμυριούχους. Ως αποτέλεσμα, ίσως καταλήξουμε μελλοντικά σε ένα πολύ φτωχότερο τοπίο επιστημονικής έρευνας και τεχνολογικής εξέλιξης».
Κι αυτό σε μια στιγμή που η αρνητική επίδραση του ανθρώπου στον πλανήτη είναι τόσο εμφανής ώστε να μιλάμε για «ανθρωπόκαινο» στάδιο. Η επιστήμη είναι τελικά σήμερα η αναζήτηση της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους; «Η επιστήμη είναι για μένα η αναζήτηση της γνώσης, μιας γνώσης που μπορεί να μας δώσει περισσότερη δύναμη και, ας ελπίσουμε, περισσότερη σοφία. Η γνώση είναι το καλύτερο κεφάλαιο που διαθέτουμε για να διασφαλίσουμε ένα βιώσιμο μέλλον. Και γνωρίζουμε ότι καταστρέφουμε τον πλανήτη με τέτοιον τρόπο ώστε το μεγαλύτερο μέρος της βιόσφαιρας μοιάζει καταδικασμένο σε μαζική εξαφάνιση, την οποία και ο άνθρωπος θα δυσκολευτεί να αποφύγει. Αν κάτι τέτοιο δεν μας σοκάρει, τότε ίσως μας αξίζει να χαθούμε ως είδος. Ωστόσο, από όλα τα πλάσματα της Γης μόνο εμείς διαθέτουμε το δυναμικό να φτάσουμε στα αστέρια. Η αναζήτηση άλλων πλανητών και άλλων μορφών ζωής αποτελεί τον καταλύτη της πραγμάτωσης του δυναμικού μας, άσχετα με το τι θα βρούμε τελικά. Ας φανταστούμε ότι ανακαλύπτουμε πως δεν υπάρχει άλλη Γη, ούτε άλλες διάνοιες. Ισως αυτό να μας ωθούσε να εκτιμήσουμε περισσότερο τον πλανήτη και τους συνανθρώπους μας. Ή, φανταστείτε ότι βρίσκουμε πολλούς πλανήτες σαν τη Γη και πλήθος μορφές ζωής, κάποιες από αυτές έλλογες. Κάτι τέτοιο δεν θα αφαιρούσε τίποτε από την ομορφιά της ύπαρξής μας, μόνο θα πρόσθετε, και δυνητικά θα μας πρόσφερε νέα εργαλεία για να διασφαλίσουμε μακροπρόθεσμα την επιβίωσή μας. Σκεφτείτε πόσο αιφνίδια τέτοιου είδους ανακαλύψεις μπορούν να μεταβάλουν την αντίληψή μας για την Ιστορία, το μέλλον, την ίδια τη θέση μας στο Σύμπαν».

Η αντίληψη του κινδύνου της παγκόσμιας υπερθέρμανσης δεν έχει γίνει και πολύ αισθητή, πάντως.
«Προσωπικά, θέλω να είμαι αισιόδοξος, όμως ταυτόχρονα αισθάνομαι ότι μιλάμε για τα μεγαλύτερα προβλήματά μας σαν να είχαμε απεριόριστο χρόνο και πόρους για να τα λύσουμε. Πολλοί φαίνεται να πιστεύουν ότι μπορούμε να βλάψουμε τον πλανήτη τώρα ατιμώρητα και να τα διορθώσουμε όλα κάποτε στο μέλλον μέσω κάποιας θαυμαστής νέας τεχνολογίας που θα εμφανιστεί από το πουθενά. Ωστόσο, το σενάριο ο παγκόσμιος πολιτισμός να καταρρεύσει και να έρθουν νέοι σκοτεινοί αιώνες δεν είναι αφάνταστο. Αν λοιπόν χρειαζόταν να ξαναχτίσουμε, να ξαναμάθουμε εξαρχής τα πάντα χωρίς τα ορυκτά καύσιμα που έχουμε ήδη κάψει, χωρίς τα μέταλλα που έχουμε ήδη εξορύξει, χωρίς τα είδη που έχουμε ήδη ωθήσει στην εξαφάνιση, υποπτεύομαι ότι θα ήταν πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να επανέλθουμε στο σημερινό επίπεδο εξέλιξης στον μοναχικό πλανήτη μας. Πολλοί θα διαφωνήσουν μαζί μου, όμως προτιμώ να κλίνω προς την πλευρά της σύνεσης, προς την πλευρά που λέει ότι η τωρινή θέση της ανθρωπότητας στον ήλιο είναι τρομερά πολύτιμη για να τη θεωρήσουμε αναλώσιμη».
Αυτό που αποκομίζει κανείς από το βιβλίο σας είναι μια αίσθηση τάξης μεγέθους: από τη μία οι δυνάμεις της φύσης και το ατέλειωτο Σύμπαν, από την άλλη ο άνθρωπος που επιχειρεί να τα γνωρίσει με τα μικρά του μέσα. «Θα παραθέσω τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του ποιητή Τ. Σ. Ελιοτ: «Δεν θα πάψουμε να εξερευνούμε και όλης μας της εξερεύνησης το τέλος θα είναι να φτάσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε και να γνωρίσουμε το μέρος για πρώτη φορά» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός). Η αναζήτηση άλλων κόσμων, άλλων μορφών ζωής και άλλων διανοιών στο Σύμπαν μόνο να εμπλουτίσει μπορεί την κατανόησή μας για τη δημιουργία και τη θέση μας εντός της. Κάθε φορά που κοιτάζουμε τα αστέρια ανακαλύπτοντας κάτι καινούργιο κερδίζουμε νέες γνώσεις και για τη Γη, αφού η παρουσία μας εδώ αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης αφήγησης που συμπεριλαμβάνει όλο το ορατό Σύμπαν. Αυτή η ιστορία είναι τόσο πλατιά και υπέροχη που ποτέ δεν θα γίνει γνωστή ή αφηγήσιμη στην πληρότητά της –τουλάχιστον όχι από εμάς τους ανθρώπους. Η ικανότητα του Σύμπαντος να μας εκπλήσσει και να μας γοητεύει είναι απεριόριστη –τα ποτήρια μας πάντα θα ξεχειλίζουν».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ