«Η επικαιρότητα της Ελλάδας είναι φρικτή. Υπάρχουν οι εκλογές, αλλά δεν υπάρχει πλέον διαφορά στην πολιτική του Αλέξη Τσίπρα και της Νέας Δημοκρατίας. Και οι δύο είναι δεσμευμένοι από ένα Μνημόνιο που θα αποτύχει. Οπότε, το μόνο ερώτημα είναι τι θα συμβεί όταν αποτύχει».
Είστε σίγουρος ότι θα αποτύχει;
«Τίποτα δεν είναι σίγουρο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να επιτύχει».
Ο Πολ Κρούγκμαν ουδέποτε έκρυψε τις ενστάσεις του σχετικά με την πολιτική της Ευρώπης απέναντι στην Ελλάδα. Η εκτενής και επί μακρόν αρθρογραφία του κατά της λιτότητας στην ευρωζώνη έκανε τον 62χρονο Αμερικανό, κάτοχο του βραβείου Νομπέλ Οικονομικών, να απολαμβάνει τη φήμη ενός, καθώς έχει χαρακτηριστεί, ροκ σταρ στην Ελλάδα. Κατά την ομιλία του την περασμένη άνοιξη στο Μέγαρο Μουσικής, χιλιάδες άνθρωποι συνέρρευσαν προκειμένου να ακούσουν τις εκτιμήσεις του για την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, το δροσερό απόγευμα του προηγούμενου Σαββάτου, οπότε πραγματοποιήθηκε η παραπάνω συζήτηση, μία εβδομάδα και μία ημέρα πριν από τις ελληνικές εκλογές, δεν βρισκόταν στη Μεσσηνία για να ασχοληθεί με πνιγηρά Eurogroup και με τις προβολές του ελληνικού ΑΕΠ.
Το πρόσωπο του μικροσκοπικού άνδρα με τα ψαρά, αχτένιστα μαλλιά ήταν κόκκινο από την έκθεση στον ήλιο. Βρισκόταν στο εστιατόριο του resort Costa Navarino, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί από τους τοπικούς αμπελώνες. Είχε προηγηθεί μια συζήτηση του ίδιου με τον σύγχρονο καλλιτέχνη Τζεφ Κουνς, την οποία συντόνισε το μέλος της συντακτικής επιτροπής της αμερικανικής εφημερίδας «The New York Times», Σερζ Σμέμαν. Η συζήτηση είχε θέμα «Τέχνη και Δημοκρατία». Εγινε το σούρουπο σε ένα σημείο του γηπέδου γκολφ εντός του συγκροτήματος και συμμετείχαν ακόμη εννέα ομιλητές, ανάμεσα στους οποίους ο πρώην επικεφαλής της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙ6 σερ Ρίτσαρντ Ντίαρλοβ, ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, η πρώην πράκτορας της CIA Βάλερι Πλέιμ, ο καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ Μπένι Τάι, η πρώην υπουργός Αννα Διαμαντοπούλου, ο διευθυντής της «Καθημερινής» Αλέξης Παπαχελάς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Αρχιμανδρίτης. Επρόκειτο για μια συζήτηση-προπομπό του συνεδρίου «Athens Democracy Forum» που διοργάνωσαν οι «New York Times» στην Αθήνα στις αρχές της εβδομάδας.
Ο Πολ Κρούγκμαν είχε φτάσει στην Ελλάδα από την Ιαπωνία όπου βρισκόταν. Aφού πέρασε ένα βράδυ στην Αττική, κατευθύνθηκε προς τη Μεσσηνία, ενώ το πρωινό του Σαββάτου επισκέφτηκε τον ναό του Απόλλωνα στην αρχαία Κόρινθο.
Μια ημέρα νωρίτερα, στη Γερμανία, στο πρωτοσέλιδο της οικονομικής εφημερίδας «Handelsblatt» παρουσιαζόταν ένα σκίτσο με πρωταγωνιστή τον ίδιο να παίζει με τρεις μαριονέτες που είχαν τη μορφή του Μπαράκ Ομπάμα, της Ανγκελα Μέρκελ και του Μάριο Ντράγκι. Πάνω από το σκίτσο φαινόταν ο πηχυαίος τίτλος «Το σόου του Πολ Κρούγκμαν». Το άρθρο της γερμανικής εφημερίδας ήταν ανυπόγραφο και το περιεχόμενό του διόλου κολακευτικό για τον οικονομολόγο· λίγο-πολύ ο δημοσιογράφος υποστήριζε ότι ο Κρούγκμαν είναι ο οικονομολόγος που παραπλανεί την παγκόσμια ελίτ. Η αντίδραση του ίδιου ήταν να «ανεβάσει» μια φωτογραφία του πρωτοσέλιδου στο μπλογκ του υπό τον τίτλο «Μπουαχαχαχα».
Το απόγευμα, εμφανώς ατάραχος, ανέπτυξε τις απόψεις του σχετικά με την πενιχρή καλλιτεχνική δημιουργία στα αυταρχικά καθεστώτα, σημείωσε ότι «η ζωή είναι πολύ πιο περίπλοκη από την ηθική μας», καθώς και ότι «η διδακτική τέχνη λειτουργεί μόνο ως διπλωματία».
Πίσω στο βραδινό κοκτέιλ, μετά τη συζήτηση, ο οικονομολόγος εξεπλάγη όταν παρατήρησε τις τολύπες καπνού στον αέρα, από τα τσιγάρα των ανθρώπων γύρω του, στη βεράντα του εστιατορίου. «Εχω να δω κόσμο να καπνίζει εδώ και αρκετό καιρό» παρατήρησε. «Το κάπνισμα εξαφανίζεται ακόμη και από τη Γαλλία».
Οταν η κουβέντα μας έφτασε στην τρέχουσα αμερικανική πολιτική, ο Κρούγκμαν προσπέρασε το θέμα με μια γκριμάτσα δυσφορίας, παίρνοντας ύφος που υπονοούσε «ας μη χαλάσουμε τη βραδιά μας». Ωστόσο, ήταν εξαιρετικά πρόθυμος να συζητήσει για θέματα τέχνης και μάλιστα της τέχνης που τον είχε συνεπάρει το τελευταίο διάστημα, της μουσικής.
Τι μουσική ακούει άραγε ένας νομπελίστας, ειδικός στη θεωρία διεθνούς εμπορίου; Εν προκειμένω, ακούει εναλλακτική ροκ. «Οταν οι Arcade Fire κέρδισαν το βραβείο Γκράμι, πλησίαζα ήδη τα 60. Τότε τους ανακάλυψα και είπα: «Κοίτα να δεις που έχει γραφτεί καλή μουσική και μετά τη δεκαετία του ’80». Την εφετινή άνοιξη ήμουν πολύ ενθουσιασμένος, καθώς βρέθηκα σε ένα πάνελ του φεστιβάλ South by Southwest και συζήτησα με τους αδελφούς Μπάτλερ (σ.σ.: δύο από τα έξι μέλη του συγκροτήματος)».
Καθώς το θέμα μας είναι η πολιτική και η τέχνη, προσπαθώ να τον προκαλέσω. Δεν είναι, όμως, τα τραγούδια όλων αυτών των γκρουπ κάπως απολιτικά; «Οχι πάντοτε» απαντάει. Αμέσως μετά, επιχειρεί να δώσει μια άλλη διάσταση στο θέμα, αναφέροντας ένα παράδειγμα. «Στη Νέα Υόρκη, υπάρχει το φεστιβάλ Celebrate Brooklyn, κατά το οποίο φιλοξενούνται κυρίως γκρουπ ανεξάρτητου ροκ στο πάρκο Prospect καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Πηγαίνω εδώ και χρόνια σε πολλές από αυτές τις συναυλίες μαζί με την κόρη μου. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το τελευταίο διάστημα έχουν αποκτήσει και πολιτικό χαρακτήρα. Πηγαίνεις για να δεις μια ανεξάρτητη μπάντα που βρίσκεται στα ξεκινήματα, χωρίς δισκογραφία, και να σου εμφανίζεται ο γερουσιαστής Σούμερ (σ.σ.: ο Τσακ Σούμερ, γερουσιαστής της Πολιτείας της Νέας Υόρκης). Βρισκόμαστε μεταξύ μας και λέμε πόσο ωραία είναι η σκηνή του Μπρούκλιν, αλλά τελικά όλα ανήκουν στη δημόσια σφαίρα και οι πολιτικοί ενδιαφέρονται να είναι μέρος της».
Λίγο πριν κλείσουμε τη συζήτησή μας με ρωτάει με ενθουσιασμό που θυμίζει 20χρονο geek: «Εχεις ακούσει τους Sylvan Esso;». Καθώς ανακαλύπτω αργότερα στο Google, πρόκειται για ένα ντούο από τη Βόρεια Καρολίνα που ηχογραφεί στην ανεξάρτητη, νεοϋορκέζικη δισκογραφική Partisan· πού στο καλό να τους έχω ακούσει;

ΤΖΕΦ ΚΟΥΝΣ
Ο Τζεφ Κουνς, τουλάχιστον στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα, στα 60 του, δεν θυμίζει τον καλλιτέχνη που σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής του χειρίστηκε με πελώρια μαεστρία την τέχνη της πρόκλησης. Εμφανίστηκε εκείνο το απόγευμα συντηρητικά ντυμένος, φορώντας σκούρο γκρίζο παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Ο λόγος του ήταν τόσο συγκροτημένος που κάποιος που είχε μόλις προσγειωθεί στη γη και δεν είχε ακούσει τίποτε για το γλυπτό με τον Μάικλ Τζάκσον και τη μαϊμού Μπαμπλς ή τον γάμο του με την πορνοστάρ Τσιτσιολίνα, θα πίστευε ότι πρόκειται για κάποιον τραπεζικό ή επιχειρηματία. Ο ψηλός Αμερικανός από την Πενσιλβανία με το ήπιο βλέμμα και τη νεανική όψη δεν παραπέμπει σε καλλιτέχνη που τον Ιούλιο του 2014, με την αναδρομική του έκθεση («Jeff Koons: A Retrospective») «κατέλαβε» τους πέντε από τους έξι ορόφους του Μουσείου Γουίτνεϊ στη Νέα Υόρκη· μια αναδρομική έκθεση που έπειτα «ταξίδεψε» στο Πομπιντού του Παρισιού και στο Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο. Μιλάει σταθερά και χαμηλόφωνα, σαν το γεγονός ότι αποτελεί το απόλυτο blue chip για τους συλλέκτες να μην του έχει δώσει αυτοπεποίθηση. Ή, ίσως, απλώς μοιάζει ντροπαλός, καθώς βρίσκεται σε μια συζήτηση για την τέχνη ως ο μόνος καλλιτέχνης.
Είναι η Δημοκρατία σημαντική για τη δική του τέχνη; «Η τέχνη ενισχύει την αίσθηση του εαυτού καθώς και τη συμμετοχή του ατόμου στην κοινότητα» παρατηρεί καθώς στον χώρο της συζήτησης έχει αρχίσει να φυσάει. «Η τέχνη κάνει τον τόπο και τον χρόνο να λυγίζουν. Από μικρός, μέσω της τέχνης ήμουν σε θέση να κάνω διάλογο με τον Μανέ, τον Πικάσο και τον Ντυσάν, με τα ινδάλματά μου. Ο διάλογος είναι σημαντικό στοιχείο της Δημοκρατίας. Η σύνδεση με κάποιον καλλιτέχνη μοιραία σε εντάσσει σε μια συλλογικότητα. Γι’ αυτό και όποτε αυταρχικά καθεστώτα επιχείρησαν να καθυποτάξουν την τέχνη, η τέχνη υποβιβάστηκε σε απλό ντιζάιν» καταλήγει.
Μια από τις ερωτήσεις που κλήθηκε να απαντήσει, ίσως η πιο προβοκατόρικη, τόσο κατά τη συνομιλία του με τον Κρούγκμαν όσο και αργότερα, κατά τη διάρκεια του γεύματος, πάνω από το μοσχαρίσιο φιλέτο του, ήταν σχετική με την τιμή της τέχνης του. Τα έργα του Κουνς πωλούνται έναντι εκατομμυρίων δολαρίων και προφανώς ελάχιστοι στον κόσμο είναι σε θέση να τα αποκτήσουν και να συμμετέχουν στην τέχνη τους, όπως επιτάσσει η Δημοκρατία. Ο ίδιος επαναλάμβανε ήρεμος μια απάντηση, σχεδόν αναρχική. «Κάνω τέχνη κατανοητή, τέχνη που δεν χρειάζεται τίποτε άλλο εκτός από το να φέρει ο άλλος μαζί του την κουλτούρα του και τις αναφορές του. Η τέχνη συμβαίνει μέσα στον θεατή της, όχι στο αντικείμενο. Οταν βλέπεις κάτι που είναι ενδιαφέρον, ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει μέσα σου. Η συμμετοχή έχει να κάνει ακριβώς με το να μην αφοράς έναν μικρό «αντεργκράουντ» κύκλο».
Στη Μεσσηνία, κοντά στο σημείο όπου κατά την αρχαιότητα βρισκόταν το ανάκτορο του βασιλιά Νέστορα, στην ησυχία της φύσης, ο φαν του ανεξάρτητου ροκ οικονομολόγος Κρούγκμαν βρήκε τον χώρο και τον χρόνο να συνομιλήσει με τον «mainstream» σύγχρονο καλλιτέχνη Τζεφ Κουνς. Η πολιτική οικονομία βρέθηκε πλάι στην τέχνη που έχει ως σκοπό να «λυγίσει τον χώρο και τον χρόνο». Ο μεν Κρούγκμαν είδε την τέχνη που απολαμβάνει ως μια μικρή διαίρεση όλων των τεχνών, όλων των ειδών μουσικής, το ανεξάρτητο ροκ των ελεύθερων φεστιβάλ, που όταν το ακούν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου μοιάζει παράταιρο. Ο Κουνς έμοιαζε να απολαμβάνει να απευθύνεται σε όλους, να θέλει να τους συγκινήσει όλους, με αποτέλεσμα η τέχνη να γίνει τόσο δημοφιλής που μόνο λίγοι να έχουν τη δυνατότητα να την αποκτήσουν, οι πιο εύποροι. Για μία ακόμη φορά, έστω και σε ειδυλλιακό περιβάλλον, αποδείχτηκε ότι η Δημοκρατία και η τέχνη, είτε συνδέονται είτε όχι, παραμένουν ατελείς πραγματικότητες. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, εδώ και αιώνες, αποτελούν ό,τι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ