Σε λίγες ημέρες, όταν ο Σαντιάγο Καλατράβα βγει από το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», θα πάρει την Αττική Οδό και θα στρίψει στην Κατεχάκη. Σε αντίθεση, βέβαια, με τους χιλιάδες επισκέπτες που ακολουθούν τον ίδιο δρόμο, μάλλον θα κοντοσταθεί για να ρίξει μια ματιά στην πεζογέφυρά του, όπως έκανε την τελευταία φορά που βρέθηκε στην Αθήνα. «Είναι άψογα διατηρημένη, οι άνθρωποι του μετρό της Αθήνας κάνουν πολύ καλή δουλειά. Παρεμπιπτόντως, έχετε ένα από τα καλύτερα μετρό στην Ευρώπη» μας λέει ο διεθνώς γνωστός αρχιτέκτονας στα αγγλικά, με τη βαριά ισπανική προφορά του, από τη Ζυρίχη όπου ζει και εργάζεται. Η συνομιλία μας έγινε καθώς ο Καλατράβα πρόκειται να έρθει στη χώρα μας στο πλαίσιο μιας διάλεξης για την ανοικοδόμηση της ελληνορθόδοξης εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Σημείο Μηδέν της Νέας Υόρκης –και με αφορμή την αντίστοιχη έκθεση που θα εγκαινιαστεί στο Μουσείο Μπενάκη. Ισως γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να διακόψεις τον χειμαρρώδη ειρμό του 64χρονου αρχιτέκτονα και μηχανικού όταν μιλάει για την έμπνευσή του: τη Μονή της Χώρας (το σημερινό Καριγέ Τζαμί ή Μουσείο Χώρας) στην Τουρκία και βεβαίως την Αγία Σοφία, αυτόν τον «Παρθενώνα της Ορθοδοξίας», όπως θα πει κατ’ επανάληψη, όπου την προσοχή του τελικά έκλεψε το ψηφιδωτό στο οποίο εικονίζεται ο Ιουστινιανός να προσφέρει ως δώρο στη Θεοτόκο ένα μοντέλο του Ναού του Ανθεμίου και του Ισιδώρου. Εκανε μια σειρά από σκίτσα, μέσα από τα οποία η εικόνα της Παρθένου με το βρέφος πήρε τη μορφή του ναού.
Είναι η πρώτη φορά που ήρθατε σε επαφή με τη βυζαντινή εικονογραφία; «Δεν είμαι χριστιανός ορθόδοξος, αν και βέβαια νιώθω μεγάλη τιμή που έχω αναλάβει ένα τόσο σημαντικό εγχείρημα, να σχεδιάσω τον ναό ενός τόσο σημαντικού αγίου της χριστιανοσύνης. Το αντιμετώπισα σαν μια εκδρομή στον κόσμο της Ορθοδοξίας».
Εχετε πάει στο Αγιον Ορος; «Πρωτοπήγα το 2005 και είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ πολλά μοναστήρια και να ζωγραφίσω υδατογραφίες του όμορφου τοπίου που τα περιέβαλλε. Τη δεύτερη φορά έμεινα με τον γιο μου στη Μονή Ξενοφώντος, αλλά επισκέφθηκα τον Παντοκράτορα, το Βατοπαίδι. Πολλά χρόνια πριν είχα επισκεφθεί την Αγία Σοφία και τη Μονή Χώρας και είχα προσπαθήσει να κατανοήσω τον συμβολισμό της εικονογραφίας της Ορθοδοξίας. Τι σημαίνει παράδοση στην ορθόδοξη αρχιτεκτονική, πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει το μυστήριο αυτής της αυστηρής λειτουργίας με τους υπέροχους, αρχαίους ύμνους και τις λιτανείες».
Τι σας ώθησε να επισκεφθείτε το Αγιον Ορος; Η ανάθεση για τον Αγιο Νικόλαο είναι πολύ πιο πρόσφατη. «Το Αγιον Ορος είναι ένας τόπος μεστός περιεχομένου. Η ατμόσφαιρα σε σαγηνεύει από την πρώτη στιγμή. Είχε πολύ ενδιαφέρον όταν πήγα εκεί με τον έναν από τους τρεις γιους μου. Μεταφερθήκαμε σε έναν άλλον κόσμο μέσα από την πρωινή Λειτουργία και από τον Εσπερινό. Είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε αγιογράφους, ήταν ένας από τους λόγους, εξάλλου, για τους οποίους πήγαμε εκεί».
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε σχεδιάζοντας για πρώτη φορά έναν ναό και μάλιστα ορθόδοξο; «Οταν αναλαμβάνεις ένα πρότζεκτ το οποίο εξαρτάται από τόσο πολλές παραμέτρους, οι οποίες έχουν όλες τον συμβολισμό τους –ο θόλος, τα μωσαϊκά, η γεωμετρία, η εικονογραφία -, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι πρόκειται για μια πολύ δύσκολη υπόθεση, γιατί πρέπει να περιορίσεις την ελευθερία με την οποία συνήθως δουλεύεις. Τελικά όμως ανακαλύπτεις τη γοητεία αυτών των περιορισμών, οι οποίοι σε οδηγούν σε νέα δημιουργικά μονοπάτια».
Και πώς προχωρήσατε; «Κάθε φορά ένιωθα ασφάλεια ανατρέχοντας στην Αγία Σοφία, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας, όπου το φως αντανακλάται στο εσωτερικό με πολλούς όμορφους τρόπους. Η Αγία Σοφία ήταν πάντα ο οδηγός μου. Ηξερα βέβαια ότι συγκριτικά ο Αγιος Νικόλαος θα ήταν μια πολύ μικρότερη εκκλησία, γιατί μας έχουν δοθεί συγκεκριμένες διαστάσεις που πρέπει να τηρήσουμε. Ηταν όμως μια καλή άσκηση και μια πρόκληση για μένα να μεταφέρω στη μικρή εκκλησία αυτό που ένιωσα στη μεγάλη: την αίσθηση της ψυχικής ανάτασης».
Μπορεί να αναπαραχθεί αυτή η αίσθηση σε μικρή κλίμακα; «Θα σας δώσω ένα παράδειγμα το οποίο μπορείτε να δείτε στην Αθήνα. Στην Ακρόπολη, όπως ξέρετε, συνυπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές κλίμακες. Ο Παρθενώνας και ο Ναός της Αθηνάς Νίκης –κάποτε μάλιστα υπήρχε και το γιγαντιαίο άγαλμα του Φειδία με την Αθηνά και τη μικροσκοπική φτερωτή Νίκη στο χέρι της. Θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν αντίστοιχο συσχετισμό ανάμεσα στην Αγία Σοφία, τον «Παρθενώνα της Ορθοδοξίας», και τον Αγιο Νικόλαο, τον οποίο θα ήθελα να σκέφτομαι ως τον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Και γιατί όχι; Εχουν ακόμη και το ίδιο όνομα… Αυτές οι συγκρίσεις δεν έχουν μόνο μεταφορικό χαρακτήρα, γιατί θα επενδύσουμε τον Αγιο Νικόλαο με πεντελικό μάρμαρο από την Ελλάδα».
Μιλάτε με μεγάλη ζέση για την εμπειρία σας στους ναούς και τις λειτουργίες τους. Είστε θρησκευόμενος άνθρωπος; «Ρωτήστε με καλύτερα αν πιστεύω. Θα απαντήσω «Ναι»».
Αν δεν πιστεύατε, ο σχεδιασμός ενός ναού θα παρουσίαζε μεγαλύτερες δυσκολίες; «Πιστεύω ότι σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχει το θείο, μια εσωτερική δύναμη που μας δίνει αξιοπρέπεια και μας κινητοποιεί να σεβόμαστε τον πλησίον μας. Νομίζω ότι η πολύ απλή κίνηση που είναι το άναμμα ενός κεριού σημαίνει κάτι για όλους μας, είτε πιστεύουμε είτε όχι. Αλλωστε η επιθυμία του Αρχιεπισκόπου Δημητρίου της Ελληνικής Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής είναι να μπαίνουν στην εκκλησία άνθρωποι όλων των θρησκειών ή και άνθρωποι που δεν είναι οπαδοί κάποιου δόγματος, αλλά απλώς θέλουν να κάνουν ακριβώς αυτό: να ανάψουν ένα κερί. Η πρόθεση έχει οικουμενικό χαρακτήρα και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί βρίσκεται σε ένα φορτισμένο μέρος, το Σημείο Μηδέν, το οποίο, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι ένα από τα πιο σημαντικά τοπόσημα που σχετίζονται με την Ιστορία του 21ου αιώνα».

Ακριβώς επειδή βρίσκεται σε ένα μέρος που συμβολίζει την καταστροφή και τη μισαλλοδοξία –έστω ως δικαιολογία για μια πολύ βαθύτερη αντιπαράθεση –η κριτική που ακούστηκε για τη συγκεκριμένη ανοικοδόμηση ήταν ότι ίσως είναι προτιμότερο να μην υπάρχει χώρος λατρείας, και μάλιστα συγκεκριμένης θρησκείας, στην αναδιαμορφωμένη περιοχή του Σημείου Μηδέν. «Η απάντηση είναι πολύ απλή. Η εκκλησία βρισκόταν εκεί εκατό χρόνια. Δεν είναι και λίγο… Μάλιστα δεν βρέθηκε τυχαία στο συγκεκριμένο σημείο, καθώς το λιμάνι της Νέας Υόρκης είναι πολύ κοντά, οπότε όσοι έρχονταν από την Ελλάδα, ναυτικοί ή μετανάστες, εκεί έβρισκαν απάγκιο. Η εκκλησία τούς υποδεχόταν έτσι όπως έφταναν με μια βαλίτσα στο χέρι, χωρίς να μιλάνε αγγλικά, για να βρουν τη θέση τους στον νέο κόσμο. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, η παρουσία της συγκεκριμένης εκκλησίας δικαιολογείται λόγω της ιστορίας της. Επειτα, μπορεί να συνδέεται με την καταστροφή και την τραγωδία, καθώς η κατάρρευση του ενός πύργου την ισοπέδωσε, όμως η ανοικοδόμησή της συμβολίζει την αναγέννηση της περιοχής. Είναι σημαντικό ότι θα ανεγερθεί ένα κτίριο ως ένας τόπος ειρήνης, λατρείας, συμφιλίωσης. Αυτό είναι το θέμα: η θρησκεία δεν είναι πόλεμος και δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται στο όνομά του».
Ο Αγιος Νικόλαος αποτελεί σαφή εξαίρεση, όμως τα κτίριά σας, όπως βεβαίως και των περισσότερων σύγχρονων αρχιτεκτόνων, τείνουν στο πιο μεγάλο, το πιο ακριβό, το πιο εντυπωσιακό. Είναι σύμβολα δύναμης και πλούτου σε έναν κόσμο με τεράστιες αντιθέσεις και πολύ βίαιες συγκρούσεις. Είναι άραγε αυτός ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να συμμετέχει η αρχιτεκτονική στο παρόν πολιτικοοικονομικό σκηνικό που την περιβάλλει; «Ξέρετε, ήμουν στην Αθήνα όταν συνέβη η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Σκέφτηκα ότι στην Ακρόπολη, έτσι όπως τη βλέπεις από την Πλάκα, μπορείς να δεις στα υποστυλώματα των τειχών μια σειρά από κολόνες οι οποίες διακρίνονται εύκολα επειδή το υλικό τους είναι διαφορετικό. Είναι οι κολόνες του προηγούμενου Παρθενώνα. Η Αθήνα είχε πολιορκηθεί, είχε καταστραφεί από τους Πέρσες, όμως οι Αθηναίοι επέστρεψαν για να ξαναχτίσουν την πόλη. Και τι έκαναν; Εναν ακόμη πιο εντυπωσιακό Παρθενώνα στον οποίο χρησιμοποίησαν όλη τη γνώση της εποχής, τους καλύτερους καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Τον έχτισαν σε πολύ λίγο χρόνο και πρόσφεραν πολλές δουλειές, έγιναν παραγγελίες στο εξωτερικό, ήρθαν νησιώτες τεχνίτες, ήταν μια οικονομική παράμετρος αναγέννησης για πολλούς ανθρώπους και όχι μόνο για την τέχνη. Εγινε το σύμβολο ενός αιώνα, του αιώνα του Περικλή. Η Δημοκρατία γεννήθηκε εκείνα τα χρόνια, όταν στην αρχιτεκτονική χτίζονταν Παρθενώνες».
Τι θέλετε να πείτε; «Θέλω να πω ότι ακόμη και σε κρίσιμες στιγμές μπορούν να συμβούν μεγαλειώδη πράγματα. Επιφέρουν μια κάθαρση, γι’ αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με θάρρος, όχι με παραίτηση, με ένα νέο πνεύμα, με ακόμη μεγαλύτερη κατανόηση, ανοχή, αλληλεγγύη. Να αναδεικνύουν το μέγεθος των δυνατοτήτων της γενιάς μας. Εγώ αντιμετώπισα αυτή την ανάθεση ως μια ευκαιρία και μια πρόκληση για ανανέωση».
Οντως το έργο διαφέρει. Δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμο ως δικό σας κτίριο, όπως συμβαίνει με την υπόλοιπη δουλειά σας. Μήπως είναι τελικά παγίδα και τροχοπέδη για τη δημιουργικότητα ενός αρχιτέκτονα η καθιέρωση ενός πολύ συγκεκριμένου ύφους; «Και πάλι θα ανατρέξω στο παράδειγμα της Αθήνας. Βρισκόμουν στην πόλη την άνοιξη και επισκέφθηκα, μαζί με τον άνθρωπο που θα μας προμηθεύσει το μάρμαρο, τον Παρθενώνα. Δεν είχα ξαναπάει στο εσωτερικό του. Οι άνθρωποι που τον συντηρούσαν μου έδειξαν τα σχέδια του πρώτου Παρθενώνα. Ενα από τα πράγματα που με εξέπληξαν είναι ότι ο νέος έμοιαζε τελικά πολύ με τον παλαιότερο. Το βλέπεις όμως και στην ελληνική εικονογραφία. Ολοι οι παντοκράτορες είναι παρόμοιοι».
Υπάρχει, πάντως, και το σύγχρονο κομμάτι της Αθήνας για το οποίο δεν έχουμε μιλήσει. Ποια ουτοπική λύση θα διαλέγατε για την πόλη, να γκρεμίσουμε τη μισή Αθήνα και να την ξαναχτίσουμε από την αρχή, ή να ανατινάξουμε τον Παρθενώνα για να τη βγάλουμε από τη βαριά σκιά του; «Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για να εκφέρω κρίση ή να πω μια γνώμη για τις αποφάσεις που πρέπει να πάρει η Αθήνα. Εμένα μου αρέσει η πόλη. Kαι θα σας πω γιατί: είναι μια πρωτεύουσα που έχει θάλασσα και μπορείς να τη βλέπεις από πολλά σημεία της πόλης. Επίσης, υπάρχει μεγάλη ομοιομορφία χάρη στο παρόμοιο ύψος των κτιρίων. Είναι μια πολύ μεγάλη πόλη, δεν μπορεί να αλλάξει αυτό. Ομως είναι μια ενδιαφέρουσα πόλη, που μου αρέσει να επισκέπτομαι με τα παιδιά μου. Ενα μέρος στο οποίο πηγαίνω κάθε φορά είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο. Πιστεύω ότι, όσον αφορά τα εκθέματά του, είναι ένα από τα πιο σημαντικά, αν όχι το πιο σημαντικό, μουσείο γλυπτικής του κόσμου. Η Αθήνα προσφέρει πολλά σε κάποιον που ενδιαφέρεται για συγκεκριμένα πράγματα».

Πιστεύετε ότι χρειάζεται περισσότερα κτίρια-ορόσημα από διάσημους αρχιτέκτονες, ώστε να βρίσκεται στον χάρτη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής; «Χτίζεται μια νέα όπερα κοντά στη θάλασσα, σχεδιασμένη από έναν πολύ σημαντικό αρχιτέκτονα. Είδα το εργοτάξιο και η εντύπωσή μου ήταν ότι θα γίνει ένα πολύ όμορφο κτίριο. Είναι μια σημαντική συνεισφορά στην αρχιτεκτονική της πόλης».
Θαυμάζετε συχνά τη δουλειά συναδέλφων σας; «Ναι, θαυμάζω πολλούς συναδέλφους μου. Η αρχιτεκτονική όμως ξεφεύγει από το «συντεχνιακό» ενδιαφέρον. Υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από τον Τύπο και, βεβαίως, από τους ανθρώπους, επειδή στο κάτω κάτω είναι μια τέχνη πολύ κοντά στον άνθρωπο».

Το ενδιαφέρον αυτό οδηγεί συχνά στην κριτική, την οποία έχετε υποστεί κατ’ επανάληψη και με μεγάλη σφοδρότητα. Τις περισσότερες φορές αφορά τις μεγάλες καθυστερήσεις στην παράδοση του έργου και το υψηλό κόστος της ολοκλήρωσης, που υπερβαίνει κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό. Ενα παράδειγμα είναι ο τερματικός σταθμός στο καινούργιο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, ο οποίος γειτνιάζει με τον Αγιο Νικόλαο.
«Ο κόσμος υποδέχεται με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό τον τερματικό σταθμό όσο προχωράμε. Κοιτάξτε, συνέβη το ίδιο και με το Μνημείο της 11ης Σεπτεμβρίου, και εκεί υπήρχε καθυστέρηση στην παράδοση του έργου, αλλά σήμερα πρόκειται για ένα μέρος που επισκέπτεται όποιος πηγαίνει στη Νέα Υόρκη. Με τον σταθμό συνέβη κάτι παρόμοιο. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο και περίπλοκο έργο, το οποίο περιλαμβάνει τρεις υπόγειες γραμμές του μετρό, σταθμό τρένου, συν 65.000 τ.μ. εγκαταστάσεις για τον κόσμο. Ναι, πήρε αρκετό καιρό η ανέγερσή του, όχι όμως πολύ περισσότερο από άλλους σταθμούς που έχω κάνει στη Λισαβόνα, στη Λυών, στη Ζυρίχη».
Γιατί καθυστέρησε; «Είναι πολύ δύσκολο να χτίσεις έναν σταθμό, από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για έναν αρχιτέκτονα, ιδίως όταν τα τρένα είναι σε διαρκή κίνηση. Αυτό ο κόσμος δεν θέλει να το καταλάβει. Χρειάζονται προσωρινές κατασκευές, πρέπει να διασφαλίσεις 100% την ασφάλεια του κόσμου, κάτι που, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν είναι τόσο εύκολο στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, όπου η λέξη «ασφάλεια» έχει αποκτήσει άλλες διαστάσεις μετά την επίθεση στους Πύργους».
Πόσο σας δυσκόλεψε η ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας; «Αρχικά αφορούσε τα πολύ ψηλά κτίρια, όμως μετά την τρομοκρατική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης και στο μετρό του Λονδίνου έπρεπε να αναθεωρήσουμε τον σχεδιασμό μας και να τον προσαρμόσουμε στις νέες ανάγκες. Είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος που συνέβαλε στην αύξηση του κόστους και στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης του έργου. Υπήρξαν τεράστιες δυσκολίες που προέκυψαν από αστάθμητους εξωτερικούς παράγοντες, όπως ο τυφώνας Σάντι. Το πιο σημαντικό στο τέλος της ημέρας είναι να παραλάβουν οι Νεοϋορκέζοι τον σταθμό τους».
Στην περίπτωση της Πόλης των Τεχνών και των Επιστημών, στη γενέτειρά σας τη Βαλένθια, τι συνέβη ακριβώς; «Πρόκειται για εντελώς διαφορετική περίπτωση. Το πρότζεκτ υποστηρίχθηκε από έξι δημοκρατικά εκλεγμένους πρωθυπουργούς, από διαφορετικά κόμματα, μολονότι δεν έχω αναμειχθεί ποτέ ιδιαίτερα με την πολιτική, και ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν ως όπλο εναντίον μου. Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια για να ολοκληρωθεί και δεν έχει τελειώσει ακόμη, όμως σήμερα είναι ένας από τους πιο δραστήριους και δημοφιλείς πολιτιστικούς προορισμούς στην Ισπανία, πιο δημοφιλής από την Αλάμπρα ή το Πράδο, εκατομμύρια άνθρωποι την επισκέπτονται κάθε χρόνο. Χτίστηκε στην πιο φτωχή περιοχή της πόλης, κοντά στο λιμάνι, οπότε δεν ανεγείραμε μόνο το πιο εντυπωσιακό κτίριο εκεί, αλλά μεταμορφώσαμε και την τριγύρω περιοχή. Συνεπώς, για κάθε ευρώ που ξοδέψαμε, η περιοχή έχει πάρει πίσω είκοσι».

Κάποια κόμματα όμως σας στοχοποίησαν…
«Φρεσκάραμε την πόλη και σήμερα έχει γίνει ένα από τα πιο επιθυμητά μέρη για να ζεις –εκεί γυρίστηκε και η ταινία «Tomorrowland» με τον Τζορτζ Κλούνεϊ. Δεν λέω, οι καιροί είναι δύσκολοι, τόσο από πολιτικής όσο και από οικονομικής απόψεως, όμως νομίζω ότι στοχοποιήθηκα από ορισμένα κόμματα ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα τόσο σημαντικό έργο. Είμαι πολύ περήφανος που αυτό το πρότζεκτ υλοποιήθηκε στη δημοκρατική Ισπανία, στη δημοκρατική Βαλένθια και υποστηρίχθηκε από το δημοκρατικά εκλεγμένο κοινοβούλιο».
Η γέφυρα στη Βενετία γιατί δεν έχει πρόσβαση για άτομα με κινητικές δυσκολίες; Πώς γίνεται να μην έχει ληφθεί μέριμνα σε ένα τέτοιο έργο; «Σας ευχαριστώ πολύ για την ερώτησή σας, πρέπει επιτέλους να ξεκαθαριστεί αυτό το θέμα. Εχω χτίσει εφτά σιδηροδρομικούς σταθμούς, περισσότερες από πενήντα γέφυρες, οπότε, όπως αντιλαμβάνεστε, γνωρίζω ότι μια γέφυρα χρειάζεται μέριμνα για την πρόσβαση αναπήρων. Η Βενετία έχει 300 γέφυρες και καμία δεν έχει ασανσέρ. H τοπική διοίκηση δεν ήθελε να υλοποιήσει τη δική μου πρόταση, η οποία προέβλεπε την πρόσβαση σε ανάπηρους, γιατί όπως μου είπαν: «Δεν χρειάζεται, έχουμε το vaporetto». Δεν είναι δική μου ευθύνη και η κριτική δεν θα έπρεπε να απευθύνεται σε εμένα ως αρχιτέκτονα, αλλά στην πόλη της Βενετίας. Θέλω να το τονίσετε αυτό. Και για να τελειώσω με άλλο ένα παράδειγμα από την Αθήνα, η πεζογέφυρα στην Κατεχάκη επιτρέπει την πλήρη πρόσβαση σε άτομα με κινητικές δυσκολίες».
Πότε υπολογίζετε ότι θα τελειώσει ο Αγιος Νικόλαος; «Δουλεύουμε επιμελώς, όλα πηγαίνουν καλά και ελπίζουμε να εγκαινιάσουμε τον ναό σε μία από τις επόμενες Αναστάσεις. Αλλά δεν είμαι εγώ αρμόδιος να σας πω το πότε. Πρέπει να ρωτήσετε τον Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο». l


Στις 24/09 θα εγκαινιαστεί η έκθεση «Η αναγέννηση του Ναού του Αγίου Νικολάου στο Σημείο Μηδέν», στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, με μακέτες, σχέδια, κατόψεις και οπτικοακουστικό υλικό από τον σχεδιασμό του κτιρίου της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, ενώ στις 22/09 ο Σαντιάγο Καλατράβα θα δώσει σχετική διάλεξη και κατόπιν θα ξεναγήσει το κοινό στην έκθεση. Ο αριθμός των θέσεων είναι περιορισμένος και η συμμετοχή κοστίζει 80 ευρώ.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ