Το τέταρτο βιβλίο της Τζούμπα Λαχίρι «Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Κοιτώντας τις φωτογραφίες της σου έρχεται στο μυαλό αυτό που έχουν πιστοποιήσει όσοι την έχουν συναντήσει. «Τη θαυμάζουν για την κομψότητά της και την αυτοπειθαρχία της». Πράγματι, όταν μπαίνει σε έναν χώρο η Τζούμπα Λαχίρι τον γεμίζει με την ομορφιά της και ταυτόχρονα τον οριοθετεί με τη μετρημένη παρουσία της. Σαν να μην είναι η βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέας, σαν να μην έχει κατακτήσει με ευκολία την κορυφή της λίστας των ευπώλητων της εφημερίδας «The New York Times». Σαν να μην είναι το ισότιμο μέλος στον κύκλο των αμερικανών συγγραφέων όπως η Νικόλ Κράους, ο Τζόναθαν Φράνζεν ή ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ που συναγωνίζονται (ή τουλάχιστον έτσι θέλει να πιστεύει το κοινό τους) ποιος θα γράψει μια εκδοχή του νέου Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος. Οταν μια θαυμάστριά της την πλησίασε στο Διεθνές Κέντρο Ελληνικών και Μεσογειακών Σπουδών όπου παρουσιάστηκε το βιβλίο της «Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι» (εκδ. Μεταίχμιο) την περασμένη Δευτέρα και άρχισε να της μιλάει με πηγαίο ενθουσιασμό για το πόσο της αρέσουν τα βιβλία της, εκείνη μειδίασε, αλλά παρέμεινε συγκρατημένη σαν να γινόταν μάρτυρας της επιδοκιμασίας προς ένα πρόσωπο που δεν ήταν η ίδια. Ισως από συστολή, ίσως από συνήθεια, ίσως επειδή οι χαρές του επαγγέλματος εστιάζονται αλλού. «Οταν είσαι συγγραφέας, το πιο σημαντικό είναι να γράφεις. Δεν λέω, είναι ωραίο να δημοσιεύεται ένα βιβλίο σου ή να κερδίζει ένα βραβείο. Οπως και να είχε, όμως, θα συνέχιζα να γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι μια εσωτερική ανάγκη». Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης θα βρει την κατάλληλη ευκαιρία να απευθύνει λίγα λόγια, μεστά και ουσιαστικά, στον έλληνα συγγραφέα Στρατή Χαβιαρά, ο οποίος ήρθε να παρακολουθήσει την παλιά μαθήτριά του. «Είναι ένας υπέροχος συγγραφέας και είναι εδώ! Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο συγκινημένη είμαι. Ηταν καθηγητής μου στο θερινό πρόγραμμα του Χάρβαρντ το 1994 και ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε διήγημά μου, στο Harvard Review όπου ήταν διευθυντής. Ηταν η αρχή της ζωής μου ως συγγραφέως και δεν θα το ξεχάσω ποτέ».

Από εκείνη την εποχή, κυοφορούσε την ιδέα του τέταρτου βιβλίου της «Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι» («The Lowland» στο πρωτότυπο). Μια ιστορία που θα ξετυλιγόταν γύρω από ένα αληθινό περιστατικό, τον θάνατο από πυρά αστυνομικών πολύ κοντά στο σπίτι των παππούδων της στην Καλκούτα ενός μέλους των Ναξαλιστών, του ριζοσπαστικού αριστερού κινήματος το οποίο πήρε το όνομά του από το μικρό χωριό Ναξάλμπαρι, όπου εξεγέρθηκαν πάμφτωχοι αγρότες το 1967 έχοντας ως πρότυπο την επανάσταση του Μάο.
Επρεπε ωστόσο να μεσολαβήσουν πολλά χρόνια ώστε να αποκτήσει τις γνώσεις, αλλά κυρίως τις εμπειρίες και την τριβή με τη γραφή που θα της έδιναν την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για να νιώσει ώριμη να αποτολμήσει το μεγάλο βήμα. «Ολα τα προηγούμενα βιβλία μου ήταν στην ουσία παρακάμψεις από τον δρόμο που θα με οδηγούσε σε αυτό το βιβλίο». Είναι φιλόδοξη η θεματική του βιβλίου της, μια ιστορία τριών γενεών στην οποία με αφορμή την πολιτική δολοφονία και τις συνέπειές της στην οικογένεια του εκλιπόντος χτίζει μια σάγκα ανάμεσα σε δύο ηπείρους, την Ινδία και την Αμερική, όπου μεταναστεύουν ο αδελφός και η νεαρή σύζυγος του νεκρού Ναξαλιστή είτε για να ξεχάσουν είτε για να βρεθούν μακριά από τον ασφυκτικό κλοιό που σχηματίζει γύρω τους η οικογένεια και η μνήμη. Εξ ου και το πληθωρικό, χορταστικό είδος του βιβλίου: μυθιστόρημα, αντί για διήγημα, το λογοτεχνικό είδος που της απέφερε το Πούλιτζερ (για την πρώτη της συλλογή διηγημάτων «Διερμηνέας ασθενειών» το 2000) αλλά και αποθεωτικούς επαίνους. Οχι ότι οι «Υάκινθοι» υπολείπονται των προηγούμενων δειγμάτων γραφής της: το βιβλίο βρέθηκε στη λίστα των υποψηφιοτήτων του βραβείου Man Booker 2013.
Η κριτική έχει ένα όνομα για το είδος μυθοπλασίας που γράφει η Λαχίρι. Τη χαρακτηρίζουν «immigrant fiction». Για την ίδια αυτός ο χαρακτηρισμός είναι αφελής, μια ταμπέλα που δεν αρμόζει σε κανέναν αμερικανό συγγραφέα. «Σε ένα περιβάλλον όπως η Αμερική γιατί αποκαλείται «immigrant fiction» η δική μου μυθοπλασία και όχι του Ναθάνιελ Χόθορν; Και εκείνος γράφει για μετανάστες, για Ευρωπαίους που μετοικούν στη Νέα Αγγλία. Και εκείνος προέρχεται από μια οικογένεια μεταναστών. Σκεφτόμουν στο αεροπλάνο, καθώς ερχόμουν στην Ελλάδα, γιατί δεν θεωρείται η «Οδύσσεια» immigrant fiction; Είναι μια ιστορία για κάποιον που φεύγει και όλες οι ιστορίες ύστερα από αυτήν είναι πάντα η ίδια ιστορία. Αν κοιτάξεις προσεκτικά την ιστορία της λογοτεχνίας, πάντα κάποιος έρχεται ή κάποιος φεύγει, πρόκειται για ένα αρχέγονο μοτίβο του πολιτισμού μας. Η αναχώρηση, να νιώθεις ξένος, πώς προσαρμόζεσαι σε έναν κόσμο που είναι διαφορετικός από τον δικό σου. Αυτή είναι η Οδύσσεια! Ολη η αμερικανική λογοτεχνία είναι απόρροια αυτής της πρόσκρουσης με το γνωστό και το οικείο, αυτής της ανάγκης να υπερβείς τα όρια».
Οπως εκείνη, μια γυναίκα που όπως λέει χαριτολογώντας δεν της αρέσει να κάνει τίποτε το «ριψοκίνδυνο», αλλά μπόρεσε ωστόσο να επιδείξει μιας άλλης μορφής τόλμη. Μετακόμισε στη Ρώμη πριν από τρία χρόνια μαζί με την οικογένειά της, άρχισε να διαβάζει αποκλειστικά στα ιταλικά και πριν από έναν μήνα κυκλοφόρησε το πέμπτο της βιβλίο γραμμένο απευθείας στη γλώσσα που επέλεξε να υιοθετήσει. Το «In Altre Parole» είναι η πρώτη της στάση στη νέα στροφή που παίρνει η συγγραφική της καριέρα. «Τα ιταλικά μού άλλαξαν τη ζωή. Νιώθω ότι έχω ξαναγεννηθεί όχι μόνο ως άνθρωπος αλλά και ως συγγραφέας». Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να γράψει τα πρώτα «αμιγώς αυτοβιογραφικά κείμενά» της, όπως θα ομολογήσει. Με τα ιταλικά αισθάνθηκε τη μεγαλύτερη εγγύτητα ίσως επειδή η απόσταση από τη χώρα και τον πολιτισμό της είναι απολύτως ξεκάθαρη.
Κόρη μεταναστών από την Καλκούτα, οπότε, αν θέλετε, «Ινδοαμερικανίδα δεύτερης γενιάς», μεγάλωσε στο μελαγχολικό τοπίο του Ρόουντ Αϊλαντ, το οποίο περιγράφει στους «Υάκινθους», και στεκόταν πάντα μετέωρη ανάμεσα σε δύο γλώσσες και τους πολιτισμούς που ένιωθε ότι δεν της ανήκαν εξ ολοκλήρου. Από τη μία, η μπενγκάλι, η μητρική γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι αλλά δεν μπορούσε να μοιραστεί με τις φίλες της στο σχολείο. Από την άλλη, τα αγγλικά, η γλώσσα της χώρας στην οποία οι γονείς της δεν θέλησαν ποτέ να ενσωματωθούν πλήρως. Και εκείνη στο κενό ανάμεσα να προσπαθεί να εξισορροπήσει τις δύο εμπειρίες, να συγκολλήσει τα κομμάτια από τις δύο ταυτότητές της. Η Λαχίρι ήταν η «Αμερικανίδα» όταν επισκεπτόταν τη χώρα των γονιών της και η Ινδή (ή τέλος πάντων η γυναίκα με την «εξωτική» όψη) η οποία παρά τα άψογα αγγλικά της έπρεπε πάντα να εξηγεί «από πού πραγματικά κατάγεται», περίπου όπως οι χαρακτήρες στα βιβλία της.

Δηλαδή στην Ιταλία δεν είναι η «ξένη»; «Ενας από τους λόγους για τους οποίους μετακόμισα στην Ιταλία ήταν επειδή ήθελα να αποκτήσω τη δική μου, προσωπική εμπειρία για το τι σημαίνει να είσαι μετανάστης. Για εμένα αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να βρεθώ σε ένα μέρος ξένη όσον αφορά τη γλώσσα επειδή είμαι συγγραφέας και ταυτίζομαι με τη γλώσσα». Στο βιβλίο της που κυκλοφόρησε στα ιταλικά περιγράφει πως κάθε φορά που συναναστρέφεται αγνώστους, «εννέα στις δέκα φορές μού μιλάνε κατευθείαν στα αγγλικά». «Μα γιατί; Μιλάτε άψογα» θα απορήσω. «Επειδή δεν είμαι λευκή» θα απαντήσει. Κι ας μιλάει καλύτερα ιταλικά από τον σύζυγό της τον (μισό Ελληνα μισό Γουατεμαλέζο) Αλμπέρτο Βουρβούλιας-Μπους. Το χρώμα του δέρματός του αλλά και το όνομά του τον απαλλάσσουν αυτομάτως από αδιάκριτα βλέμματα ή ακόμη και ρατσιστικά σχόλια. Η Ευρώπη δεν είναι Νέα Υόρκη όσον αφορά την επιτυχημένη πολυπολιτισμικότητά της. «Η Νέα Υόρκη μοιάζει με ουτοπία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο συμβιώνουν διαφορετικοί πολιτισμοί μεταξύ τους, αλλά διέπεται και εκείνη από την επαρχιώτικη νοοτροπία της. Οι Νεοϋορκέζοι πιστεύουν ότι βρίσκονται στο επίκεντρο του σύμπαντος. Δεν είναι έτσι όμως. Χρειάζεται να φύγεις για να το συνειδητοποιήσεις. Υπάρχουν και άλλα μέρη στον κόσμο που είναι ενδιαφέροντα, πολύτιμα και αξίζουν να βιώσεις την εμπειρία τους».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 08 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ