Το πρώτο του σίριαλ, οι «Σαββατογεννημένες», ήρθε στο Mega τη σεζόν 2003-2004, όταν το πάρτι ήταν σε πλήρη εξέλιξη: Ολυμπιακοί Αγώνες, εθνική ανάταση, πανηγυρισμοί, σημαιάκια. Το δεύτερο, «Στο παρά πέντε», ακόμη πιο επιτυχημένο από το πρώτο, προβλήθηκε από το ίδιο κανάλι τις χρονιές 2005 έως 2007, όσο ζούσαμε ακόμη στο hangover από το πάρτι του ελληνικού θριάμβου. Και ύστερα από επτά χρόνια σεναριακής σιωπής, ο Γιώργος Καπουτζίδης επανήλθε αισθητά αλλαγμένος και κατασταλαγμένος με την «Εθνική Ελλάδος», εκπέμποντας από την ίδια συχνότητα, αλλά σε μια Ελλάδα που δεν τρέφει πλέον την παραμικρή αυταπάτη μεγαλείου.
Κάθε Τρίτη, στις 22.30, προβάλλεται το πρώτο ελληνικό σίριαλ που μιλάει χωρίς περιστροφές για την ελληνική κρίση και για το τι έκανε και κάνει στη βεβαρημένη μας ψυχοσύνθεση. Αυτό ίσως να μην το περίμενε κανείς από την πένα ενός Καπουτζίδη που παλιότερα ήταν διάσημη για το εκρηκτικό χιούμορ και το καρτουνίστικο σύμπαν της. Ο ηθοποιός και σεναριογράφος είναι σαν να λέει «έγιναν πολλά και καλό είναι να μιλήσουμε για αυτά. Οποιος θέλει απλώς να γελάσει, ας πάει αλλού. Οποιος θέλει και να γελάσει αλλά και να προβληματιστεί, ας κάτσει να μας δει».
Το κοινό στοιχείο και των τριών σίριαλ είναι το εξής: άνθρωποι φαινομενικά εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους έρχονται κοντά ύστερα από μία σειρά συμπτώσεων και ενώνουν τις δυνάμεις τους για έναν κοινό σκοπό, ενώ παράλληλα η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσά τους τούς κάνει να δουν τη ζωή τους διαφορετικά, αναθεωρώντας τα πάντα. Στις «Σαββατογεννημένες» υπήρχε το κυνήγι του χαμένου δελτίου ενός νικητήριου λαχείου, στο «Παρά πέντε» η εξιχνίαση μιας δολοφονίας, στην «Εθνική Ελλάδος» η πορεία τεσσάρων γυναικών προς την κορυφή ενός αγωνίσματος εκ διαμέτρου αντίθετου με την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Το κέρλινγκ, γεννημένο στη Σκωτία και λατρεμένο στον Καναδά, είναι ένα άθλημα των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων που αντί για κριτές βασίζεται στην τιμιότητα των παικτών να παραδεχτούν αν έχουν κάνει κάποια παράβαση που θα τους κοστίσει βαθμούς. Τι πιθανότητες έχει να ευδοκιμήσει στην Ελλάδα δικαιώνοντας τέσσερις γυναίκες με πολύ αδιέξοδη καθημερινότητα; Δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, μία εναλλακτική «Εθνική» που οραματίζεται τη χειμερινή εκδοχή τους έρχεται να νικήσει όταν το παιχνίδι μοιάζει από καιρό χαμένο.

Το πρωταγωνιστικό καστ της «Εθνικής Ελλάδος», μιας σειράς που ασχολείται με το κέρλινγκ και την κρίση

Μιλώντας με τον Γιώργο Καπουτζίδη, κατάλαβα ότι ξέρει πολύ καλά τι κάνει και πού οδηγεί την ιστορία του: «Από τη δεύτερη κιόλας χρονιά του «Παρά πέντε» είχα νιώσει την ανάγκη να δώσω πιο συναισθηματική τροπή στην ιστορία μου. Ενώ στην πρώτη σεζόν οι χαρακτήρες ήταν πιο καρτουνίστικοι, στη δεύτερη θέλησα να εμβαθύνω. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την επιτυχία του σίριαλ, επέλεξα πολύ συνειδητά να μη γράψω, αλλά να υπάρχω στον χώρο ως ηθοποιός και ως παρουσιαστής. Ηθελα να δω πού θα κάτσει η μπίλια, δεν με ενδιέφερε να γράψω ένα δεύτερο «Παρά πέντε» εκμεταλλευόμενος τη δημοτικότητά του. Παράλληλα με τις αλλαγές που συντελέστηκαν μέσα μου, συνέβησαν πολλά και στην Ελλάδα. Και αυτό που τελικά έγραψα, ύστερα από όλα τα ψυχολογικά μου σκαμπανεβάσματα, μου βγήκε πολύ αβίαστα. Είναι σαν να είπα στον εαυτό μου «αφού έτσι είμαι σήμερα, αυτό θα γράψω». Το σίριαλ έχει πιο έντονες μεταπτώσεις από το κωμικό στο δραματικό στοιχείο, αλλά κάπως έτσι δεν είναι και η ζωή μας; Δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Ξεκινάς τη μέρα σου με τους καλύτερους οιωνούς και ξαφνικά όλα ανατρέπονται».

Η σειρά αγγίζει πολλά δύσκολα ζητήματα. Ο μικρός γιος της Νίκης (Σμαράγδα Καρύδη) είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο. Η Φρόσω (Κωνσταντίνα Μιχαήλ) βρίσκει μια ναζιστική σημαία στο δωμάτιο του μεγάλου γιου της: «Ηθελα ο κόσμος να νιώσει τον πόνο των ηρώων. Δεν απευθύνομαι στους τηλεθεατές που θα χαζέψουν από ‘δώ κι από ‘κεί και δεν θα καταλήξουν πουθενά. Δεν θέλω να κάνω κάτι που είναι της μόδας, αλλά να προσφέρω ένα διαφορετικό ταξίδι στο κοινό. Να ‘χουν να λένε ότι κάποτε είδαν αυτή τη σειρά και κάτι τους έμεινε».
Φυσικά χρειάστηκε να δεθεί στο κατάρτι για να μην ενδώσει στις Σειρήνες που του ζητούσαν επίμονα να γράψει μια απ’ τα ίδια, επαναλαμβάνοντας δοκιμασμένες συνταγές: «Με κούραζε πολύ όλο αυτό. Ερχόταν πολύς κόσμος στο καμαρίνι, πολύ καλοπροαίρετος, αλλά και πολύ πιεστικός, και με ρωτούσε «αχ πότε θα ξαναγράψετε ένα σίριαλ σαν το ‘Παρά πέντε;'». Εδιναν κανονικά παραγγελιές. Και από την άλλη, οι δημοσιογράφοι έκριναν και κατέκριναν την κάθε μου κίνηση: γιατί έκανα αυτή τη διαφήμιση, γιατί παρουσίασα αυτή την εκπομπή και ξαφνικά έβαλα ένα στοπ σε όλο αυτό και είπα «εγώ αυτή τη ζωή για ποιον θα τη ζήσω τελικά; Να μην τη ζήσω για μένα;». Κατάλαβα ότι ένα πολύ σημαντικό μου ζητούμενο είναι η ελευθερία. Γράφω αυτό που θέλω να γράψω και όχι αυτό που περίμενε ο κόσμος. Εχει τίμημα να είσαι ξεκάθαρος, σταματάς να θες να είσαι αρεστός. Οπότε, αν το επόμενο σίριαλ που θα γράψω θα είναι γουέστερν, να μη σας παραξενέψει καθόλου. Πάλι πιστός σ’ εμένα θα είμαι!».
Δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο γράφει διαφοροποιημένος από τις προηγούμενες δουλειές του, αλλά και ο ρόλος που υποδύεται. Από τον αλέγκρο Λατινοαμερικάνο στις «Σαββατογεννημένες», στον δειλό Σπύρο του «Παρά πέντε» και από εκεί στον αποστασιοποιημένο μέχρι αντιπάθειας Ελληνοκαναδό Χρήστο που αναλαμβάνει να προπονήσει την «Εθνική Ελλάδος» στο κέρλινγκ: «Είναι πολύ θυμωμένος με τους Ελληνες, γιατί τον αντιμετώπισαν σαν ξένο και γι’ αυτό είναι και πολύ καχύποπτος με όποιον πάει να τον πλησιάσει. Είμαι και εγώ πλέον σε μια φάση της ζωής μου που οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου είναι ένας κι ένας, ξέρω ποιους έχω δίπλα μου. Μετά την παραζάλη της τηλεοπτικής επιτυχίας, για μεγάλο διάστημα, έρχονταν άνθρωποι καταπάνω μου με τέτοια ορμή, που δεν καταλάβαινα ποιοι είναι καλοί και ποιοι όχι, αν με πλησιάζουν επειδή με συμπαθούν ή επειδή θέλουν να κερδίσουν κάτι από μένα. Ηρθα και πάγωσα, έκανα μια μεγάλη επιχείρηση σκούπα, άλλωστε και στο κέρλινγκ χρησιμοποιείται κάτι σαν σκούπα. Εβαλα ένα προστατευτικό τζάμι απέναντι σε πολλούς ανθρώπους και μου έκανε καλό».
Το κέρλινγκ είναι κάτι που ο Γιώργος Καπουτζίδης πήρε στα σοβαρά, σαν αυστηρός προπονητής κυρίως του ίδιου του εαυτού του. Το 2012 πήγε στη γενέτειρα του αθλήματος, στο Αμπερντίν της Σκωτίας και αργότερα στην Μπρατισλάβα, όπου έμαθε να παίζει το συγκεκριμένο άθλημα. Με άλλα λόγια, η «Εθνική Ελλάδος» έχει επικεφαλής κάποιον που ξέρει πολύ καλά τι κάνει.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ